Το καλοκαίρι η Υπηρεσία Αρχείων της Στάζι, η μυστική υπηρεσία της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, θα πάψει να υπάρχει και τα αρχεία της θα μεταφερθούν στα ομοσπονδιακά αρχεία, 31 χρόνια μετά τη διάσωσή τους. Την απόφαση έλαβε η γερμανική βουλή τον περασμένο Νοέμβριο. Από το 1991, είχαν υποβληθεί 7.353.885 αιτήσεις στην Υπηρεσία Αρχείων της Στάζι από πολίτες, οι οποίοι ζητούσαν πρόσβαση στους φακέλους που διατηρούσε το υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.
Το 46% ήταν αιτήματα πολιτών που ήθελαν να μάθουν τι γνώριζε γι' αυτούς η Στάζι, Όλα αυτά τα στοιχεία συμπεριλαμβάνονταν στις εκθέσεις πληροφοριοδοτών. Ο όγκος των σχετικών αρχείων υπολογίζεται σε μια απόσταση 111 χιλιομέτρων - για μια περίοδο 40 χρόνων. Το «κεφάλαιο Στάζι» είναι ακόμη επώδυνο, ειδικά για πολλούς Ανατολικογερμανούς. «Κάποιοι χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να διαχειριστούν την προσωπική τους ιστορία» αναφέρει ο Ρόναλντ Γιαν, ο επικεφαλής της Υπηρεσίας, Το 20% μάλιστα των αιτημάτων υποβλήθηκαν από συγγενείς αποθανόντων, που θέλησαν να ρίξουν φως στην οικογενειακή ιστορία τους. Περίπου 400.000 αιτήσεις έχουν υποβληθεί μάλιστα από κατοίκους δυτικογερμανικών κρατιδίων. Επίσης 21.000 αιτήματα έχουν υποβληθεί από υπηκόους χωρών του εξωτερικού. Κατά την ειρηνική επανάσταση του 1989, ακτιβιστές της Ανατολικής Γερμανίας εμπόδισαν την καταστροφή των Αρχείων της Στάζι. Στην Επανενωμένη Γερμανία δημιουργήθηκε ειδική αρχή με επικεφαλής έναν «Ομοσπονδιακό Επίτροπο για τα Αρχεία της Υπηρεσίας Κρατικής Ασφάλειας της πρώην ΛΔΓ». Η υπηρεσία είναι γνωστή απλά ως Αρχεία της Στάζι. Παρά το επικείμενο κλείσιμό τους, το έργο της Υπηρεσίας θεωρείται επιτυχημένο. Με το άνοιγμα των αρχείων, δράστες μπορούν να εντοπιστούν και να διωχθούν. Θύματα βρίσκουν επίσης αποδεικτικά στοιχεία για το πώς παρεμποδίστηκε πχ. η καριέρα τους για πολιτικούς λόγους, αξιώνοντας αποζημιώσεις. Με τη μεταφορά τους στα ομοσπονδιακά αρχεία, τα Αρχεία της Στάζι θα συνεχίσουν να είναι προσβάσιμα, τόσε σε θύματα όσο και σε δημοσιογράφους και ερευνητές. Επίσης μέχρι το 2030 θα είναι εφικτές έρευνες για διασυνδέσεις με τη Στάζι κρατικών αξιωματούχων, χάρη σε νομοθετική ρύθμιση του 2019. Ωστόσο τέτοιες αποκαλύψεις σήμερα είναι σπάνιες, σε αντίθεση με τις αρχές της δεκαετίας του '90 και τους αγώνες ακτιβιστών μεταξύ των οποίων και ο μετέπειτα πρόεδρος της Γερμανίας Γιόαχιμ Γκάουκ. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι απέναντι στο κλείσιμο των Αρχείων της Στάζι υπάρχουν και αντιδράσεις. Επικριτές όπως ο πρώην εκπρόσωπος Τύπου της υπηρεσίας Κρίστιαν Μπόος θεωρεί λάθος την ενσωμάτωσή τους στα κρατικά αρχεία διότι «η έρευνα στα Αρχεία της Στάζι δεν ολοκληρώθηκε ποτέ ουσιαστικά». Σε κάθε περίπτωση η θητεία του Γιαν λήγει στις 17 Ιουνίου, ημερομηνία της λαϊκής εξέγερσης στην Ανατολική Γερμανία το 1953, η οποία κατεστάλη από τους Σοβιετικούς. Η δεύτερη το 1989 ήταν επιτυχής οδηγώντας στην πτώση του καθεστώτος και στην Επανένωση της Γερμανίας.
0 Comments
Η λίστα με τους πελάτες του ξενοδοχείου Μπάρμπιζον στη Νέα Υόρκη μοιάζει σαν έχει ξεπηδήσει από τις σελίδες…. του χρυσού οδηγού του Χόλυγουντ ή κι αυτού ενός μεγάλου εκδοτικού οίκου: Γκρέις Κέλι, Τζόαν Κρόφορντ, Τίπι Χέντρεν, Λάιζα Μινέλι, Αλι Μακγκρό, Σίλβια Πλαθ και η συγγραφέας Τζόαν Ντίντιον ήταν μεταξύ των πελατών αυτού του ξενοδοχείου, που ήταν μόνο για γυναίκες και για το οποίο ξέρουμε ελάχιστα. Ωστόσο, η ιστορικός Πολίνα Μπρεν έρχεται να ρίξει φως στους «σκοτεινούς» διαδρόμους του ξενοδοχείου με το βιβλίο της, «The Barbizon, The New York Hotel That Set Women Free», το οποίο αφηγείται την ιστορία αυτού του γυναικείου ξενοδοχείου, από την κατασκευή του το 1927 στην οδό 140 East και 63rd Street του Μανχάταν, έως την τελική μετατροπή του σε συγκρότημα διαμερισμάτων πολλών εκατομμυρίων δολαρίων το 2007. Αλλά είναι επίσης μια λαμπρή πολυεπίπεδη κοινωνική ιστορία της φιλοδοξίας των γυναικών και της Νέας Υόρκης που άλλαζε αστραπιαία κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα.
«Ήταν συναρπαστικό που υπήρχε αυτό το ξενοδοχείο μέσω του οποίου μπορούσα να πω πολλές ιστορίες», λέει η Μπρεν. «Η ιδέα ότι υπήρχε ένα μέρος όπου ιδιαίτερες - και επίσης όχι τόσο αξιοσημείωτες - γυναίκες πήγαν να βρουν μια ασφαλή, αξιοσέβαστη και λαμπερή στέγη πάνω από το κεφάλι τους ήταν συναρπαστική. Αισθάνομαι σίγουρα μια νοσταλγία για αυτό το είδος της Νέας Υόρκης». Ψάχνοντας να βρει στοιχεία γα το ξενοδοχείο, η Μπρεν εντυπωσιάστηκε από την απουσία τους. Αυτό που την βοήθησε να ενώσει τα κομμάτια του παζλ, ήταν η ανακάλυψη ότι το μηνιαίο γυναικείο περιοδικό Mademoiselle χρησιμοποιούσε το ξενοδοχείο ως κατοικία για τις νεαρές συντάκτριες του, οπότε άρχισε να συνθέτει την ιστορία του μέσα από τις διηγήσεις αυτών των γυναικών που τώρα βρίσκονται στα 80 ή και στα 90 τους. Τη δεκαετία του 1920 και του 30, το ξενοδοχείο Μπάρμπιζον διαφημιζόταν ως το μέρος που προστάτευε τις νεαρές εργαζόμενες από τους «άνδρες- λύκους της Νέας Υόρκης», θέλοντας να κερδίσει από την αυξημένη εισροή γυναικών στο Μανχάταν μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά κα το Κραχ του 1929. Καθώς οι «εργαζόμενες γυναίκες συχνά θεωρούνταν υπαίτιες για την ανεργία των ανδρών, το κλίμα ήταν συχνά πολύ εχθρικό για αυτές», εξηγεί η Μπρεν. Παρόλα αυτά, αρκετές επιχειρήσεις αψήφησαν το εχθρικό κλίμα: Η αξιοσέβαστη γραμματειακή σχολή Katharine Gibbs μίσθωσε τρεις ορόφους του ξενοδοχείου για τις μαθήτριες της, «αποφασισμένες νεαρές γυναίκες που ήθελαν να ξεφύγουν από τη ζωή των μικρών τους πόλεων». Αλλά ήταν η δεκαετία του 1950, που ξεκινά η εποχή του «κουκλόσπιτου» για το ξενοδοχείο, όταν εκατοντάδες νεαρά, επίδοξα μοντέλα και ηθοποιοί βρήκαν το δρόμο τους στο Μπάρμπιζον. «Ήταν μια εποχή που οι γυναίκες έπρεπε να είναι τόσο πρωτότυπες όσο και σωστές, αλλά υπήρχε μια αναζωογονητική σεξουαλικότητα», λέει η Μπρεν, Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Γκρέις Κέλι κατέφτασε στο Μπάρμπιζον τον Σεπτέμβριο του 1947, ενώ σπούδαζε στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών. Το πρωί φορούσε τουίντ ταγέρ και συντηρητικές ζακέτες, αλλά τη νύχτα μεταμορφωνόταν. «Η Γκρέις Κέλι, που ταυτίζεται με τη γλυκύτητα και την αγνότητα, λάτρευε να χορεύει υπό τους ήχους χαβανέζικης μουσικής στους διαδρόμους του Μπάρμπιζον ενώ δεν δίσταζε να κάνει ηλιοθεραπεία τόπλες», γράφει η Μπρεν. «Οι φήμες για τη σεξουαλική της ζωή και τον ερωτισμό της αφθονούν», αναφέρεται στο βιβλίο. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το «κουκλόσπιτο» ήταν ένα μέρος που ονειρεύονταν πολλοί άντρες. Ο JD Salinger, ο… αόρατος συγγραφέας του «The Catcher in the Rye», σύχναζε στο καφέ του ξενοδοχείου για να ερωτοτροπήσει με γυναίκες, προσποιούμενος ότι ήταν καναδός παίκτης χόκεϋ, ενώ η Μέι Σίλμπυ, η άκαμπτη βοηθός διευθύντρια του ξενοδοχείου, που φρουρούσε το μέρος με άγρυπνο μάτι, είχε μάθει να ξεχωρίζει στη στιγμή τους άνδρες που καλούσαν στη ρεσεψιόν ισχυριζόμενοι ότι ήταν γιατροί που είχαν κληθεί να δουν μία από τους πελάτες του ξενοδοχείου. Πολλοί άνδρες που προσπάθησαν να φτάσουν στον επάνω όροφο, με τα εκτός ορίων υπνοδωμάτια, παρουσιάζονταν ως γυναικολόγοι από το Upper East Side. Η Σίλβια Πλαθ έφτασε στο Μπάρμπιζον ως μία από τους guest- συντάκτες του περιοδικού Mademoiselle το καλοκαίρι του 1953. Ήταν ενθουσιασμένη από το "αγαπημένο της μονό δωμάτιο", με ένα "χαλί από τοίχο σε τοίχο, τους τοίχους σε ανοιχτό μπεζ, το σκούρο πράσινο κάλυμμα με βολάν με ροζ τριαντάφυλλα, τις ταιριαστές κουρτίνες, το γραφείο, την ντουλάπα και το λευκό μπολ από σμάλτο που μεγαλώνει σαν ένα βολικό μανιτάρι από τον τοίχο », όπως περιέγραψε η ίδια το δωμάτιο της σε επιστολή προς την οικογένεια της. Ήταν δε ιδιαίτερα ενθουσιασμένη από το "εντοιχισμένο ραδιόφωνο και το τηλέφωνο δίπλα στο κρεβάτι - και τη θέα!" Τελικά όμως η Νέα Υόρκη δεν μπόρεσε να της χαρίσει το παραμύθι που ονειρευόταν. Πάλευε με τις αντιφάσεις της δεκαετίας-ήταν γεμάτη από επιθυμίες αλλά απογοητευόταν που μόνο οι άνδρες μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές τους ορέξεις. Κουρασμένη από τη δουλειά στο περιοδικό και απογοητευμένη από την έλλειψη συναρπαστικών ραντεβού, η Πλαθ κατέγραψε «το χαμένο όνειρο της Νέας Υόρκης» στο βιβλίο της, «Ο Γυάλινος Κώδων», το οποίο εκδόθηκε μία δεκαετία αργότερα, λίγο πριν αυτοκτονήσει. Την τελευταία της βραδιά στο ξενοδοχείο, πέταξε τα ρούχα που είχε επιλέξει για τη συνεργασία της με το περιοδικό από την ταράτσα σαν μία προσπάθεια να «απαλλαγεί από όλα όσα θεωρούσε επιφανειακά», σημειώνει η Μπρεν. Το λόμπι του ξενοδοχείου ήταν το επίκεντρο της δράσης, όπως γίνεται και σε κάθε έργο του Μπρόντγουεϊ, με μπαλκόνι στο ημιώροφο «από το οποίο ομάδες νεαρών γυναικών έριχναν κρυφές ματιές για τα ραντεβού τους» γράφει η Μπρεν. «Το βράδυ του Σαββάτου οι… τυχερές ατέφταναν στο λόμπι, ντυμένες με βελούδινα φορέματα και γούνες, όπου τους περίμεναν οι νευρικοί συνοδοί τους». Η ζήτηση για τα μικροσκοπικά μονόκλινα δωμάτια του Μπάρμπιζον αυξήθηκε κατά τη δεκαετία του 1940 και του 1950. Η Eileen Ford, ιδρυτής των μοντέλων Ford, χρησιμοποίησε το ξενοδοχείο ως πανσιόν για τα νέα της κορίτσια. Η Τζούντι Γκάρλαντ επέμεινε στην κόρη της, τη Λίζα Μινέλι, να μένει εκεί και τρέλανε το προσωπικό καλώντας κάθε τρεις ώρες προκειμένου «να ελέγχει τη Λίζα της». Καθώς το ξενοδοχείο βρισκόταν σε αριστοκρατική γειτονιά, ήταν αυτονόητο ότι οι πελάτες του ήταν μεσαίας και μεγάλης τάξης και λευκοί. Αλλά το 1956, η ταλαντούχος χορεύτρια και καλλιτέχνης, η Barbara Chase, ήταν η πρώτη αφροαμερικανίδα πελάτης του ξενοδοχείου, μια άλλη από τους νικητές του διαγωνισμού της Mademoiselle. «Λέει ότι ένιωθε ευπρόσδεκτη», λέει η Μπρεν, «αν και κανείς δεν την κάλεσε στην πισίνα του ξενοδοχείου αφού απαγορεύονταν οι μαύροι κι όταν υπήρχαν πελάτες από το Νότο, η Chase κρυβόταν». Ωστόσο, ακόμα και για τις πιο φιλόδοξες γυναίκες, η καριέρα ήταν δευτερεύουσας σημασίας. «Ερχόσουν στο Μπάρμπιζον το 50, ξέροντας ότι θα περάσεις τέλεια, αλλά ήξερες πως το πάρτι θα τελείωνε κάποτε. Ο τελικός στόχος ήταν ο γάμος και τα παιδιά», εξηγεί η Μπρεν τονίζοντας πως στη διάρκεια 50s, μία στις τρεις γυναίκες παντρεύονταν στα 19. Η φεμινιστική επανάσταση τη δεκαετία του ’60 σήμανε και την αρχή του τέλους για το Μπάρμπιζον. Εξακολουθώντας να δέχεται μόνο γυναίκες πελάτες, οι κρατήσεις άρχισαν να βουλιάζουν- οι γυναίκες της εποχής προτιμούσαν να παρτάρουν σε κλαμπ και να ζουν σε δικά τους μικρά στούντιο- από το να ζουν στο άλλης εποχής ξενοδοχείο. Τελικά, οι πόρτες έκλεισαν για πάντα, την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου το 1981, μετά από 54 χρόνια αποκλειστικά γυναικείας ζωής. Ένα παιχνίδι μπάσκετ στο Staples Center του Λος Άντζελες ήταν αρκετό για την 12χρονη Λίντσεϊ Σομπέλ για να συνειδητοποιήσει τα υψηλά επίπεδα αστέγων στην περιοχή, παρατηρώντας ότι πολλοί από αυτούς ζούσαν σε πραγματικά απαίσιες συνθήκες, αρκετοί μάλιστα δεν είχαν καν παπούτσια. Αποφασισμένη να βοηθήσει όσους έχουν ανάγκη, η Λίντσεϊ ξεκίνησε το δικό της φιλανθρωπικό ίδρυμα, το Shoes for Souls, το οποίο μέχρι σήμερα (πέντε χρόνια μετά απ’ εκείνο το παιχνίδι) έχει δωρίσει πάνω από 30.000 ζευγάρια παπούτσια σε άτομα που έχουν ανάγκη σε όλη τη Νότια Καλιφόρνια. Μετά το παιχνίδι μπάσκετ, η Λίντσεϊ άρχισε να εκκαθαρίζει την ντουλάπα της όταν συνειδητοποίησε ότι είχε πολλά παπούτσια που δεν φορούσε ποτέ. «Ω Θεέ μου, δεν έχω φορέσει τα μισά από αυτά (παπούτσια)», θυμάται να σκέφτεται. «Η δωρεά παπουτσιών θα ήταν ένας πολύ καλός τρόπος για να προσφέρουμε στην κοινότητα». Αποφασισμένη, άρχισε να συλλέγει νέα και παλιά παπούτσια ως μέρος εργασίας της το 2016. Δημιούργησε μια φιλανθρωπική οργάνωση που ονομάζεται Shoes for Souls και άρχισε να επικοινωνεί με φίλους και συμμαθητές σχετικά με τη δωρεά παπουτσιών. Οργάνωσε επίσης μια σχολική εκδήλωση-μπαζάρ διάρκειας μιας εβδομάδας σε μια θερινή κατασκήνωση, όπου οι κατασκηνωτές ανταγωνίστηκαν ο ένας τον άλλο για να δουν ποιος θα μπορούσε να δωρίσει περισσότερα παπούτσια. Γρήγορα συγκεντρώθηκαν χιλιάδες παπούτσια τα οποία πρόσφερε σε τοπικά καταφύγια αστέγων και βραβεύτηκε το 2017 ως Chatsworth Youth of the Year.
Μέχρι τώρα, ως μαθήτρια λυκείου, η Λίντσεϊ συνέχιζε να συλλέγει δεκάδες χιλιάδες παπούτσια τα τελευταία χρόνια, αλλά όταν ξέσπασε η πανδημία του κορωνοϊού, η συλλογή δωρεών έγινε πιο δύσκολη – παρόλο που ήξερε ότι υπήρχαν περισσότεροι άνθρωποι που είχαν ανάγκη από ποτέ. Χρησιμοποίησε το Nextdoor, την εφαρμογή κοινωνικής δικτύωσης για γειτονιές, για να συντονιστεί με το σχολείο της, την ομάδα βόλεϊ και την ευρύτερη κοινότητα για να οργανώσει παραλαβή χωρίς επαφή για δωρεές παπουτσιών. Όταν δύο μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου του Λος Άντζελες έφτασαν να την ρωτήσουν αν μπορούσε να παράσχει περισσότερα παπούτσια, ήταν έτοιμη. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, κατάφερε να δωρίσει πάνω από 4.000 ζευγάρια. «Ένιωσα τόσο μεγάλη τιμή που με σκέφτηκαν να βοηθήσω», δήλωσε. «Ήταν πραγματικά υπέροχο να βλέπω την προσπάθειά μου να αποδίδει». “Το σύνθημά μου είναι, αν το φοράτε, θα το αποδεχτώ”, δηλώνει. “Θέλω να προσπαθήσω να προσφέρω την καλύτερη εμπειρία σε όλους τους ανθρώπους. Δεν θέλω να τους δώσω ένα ζευγάρι παπούτσια που είναι χτυπημένα ή φθαρμένα. Δεν θέλω να πιστεύουν ότι είναι τους αξίζει κάτι κακής ποιότητας». |
Archives
September 2023
Categories |