Η ανακοίνωση του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών ότι προτίθεται να προβεί σε σύναψη σύμβασης με σύμπραξη δημόσιου - ιδιωτικού τομέα, μετά από Διεθνή Διαγωνισμό, με αντικείμενο την «Διαχείριση – Λειτουργία και Συντήρηση του Εξωτερικού Υδροδοτικού Συστήματος Αθήνας», άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου. Aν και τυπικά, δεν αφορά στην ιδιωτικοποίηση αυτού καθ’ εαυτού του νερού της ύδρευσης ως φυσικού πόρου, στην ουσία, η ιδιωτικοποίηση των υποδομών που συλλέγουν, αποθηκεύουν, μεταφέρουν και διανέμουν το νερό της ύδρευσης, δημιουργεί τους όρους για τον «έλεγχο» του νερού από τους ιδιώτες που θα αναλάβουν τη διαχείριση, λειτουργία και συντήρηση αυτών των υποδομών. Οι ιδιωτικοποιήσεις του νερού δεν είναι τωρινό φαινόμενο καθώς ήταν εξαιρετικά δημοφιλής επιλογή τη δεκαετία του ‘90 και στις αρχές του 2000. Σύμφωνα με στοιχεία του Journal of Water Resources Planning and Management, ο αριθμός των ανθρώπων που εξυπηρετούνταν από ιδιωτικές εταιρείες ύδρευσης ανά την υφήλιο αυξήθηκε από 51 εκατομμύρια το 1990 σε σχεδόν 300 εκατομμύρια έως το 2002. Ωστόσο, μελέτη του πανεπιστημίου της Βαρκελώνης που έγινε το 2010, έδειξε ότι η ιδιωτικοποίηση του νερού σπάνια έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα καθώς η ποιότητα του νερού σε πολλές περιπτώσεις χειροτέρευσε ενώ παντού σημειώθηκαν σημαντικές αυξήσεις. Από τις πρώτες χώρες που προχώρησαν σε ιδιωτικοποίηση του νερού ήταν η Μ. Βρετανία, με τη Μάργκαρετ Θάτσερ το 1989 να ιδιωτικοποιεί το δίκτυο ύδρευσης στην Αγγλία και την Ουαλία. Παρατηρήθηκε μεν βελτίωση στην ποιότητα του νερού αλλά ταυτόχρονα και μια γενναία αύξηση των τιμών σχεδόν κατά 50%. Το 2012, η μέση αύξηση άγγιξε το 5,7% γεγονός που εκτόξευσε τα κέρδη των εταιρειών. Η δραματική αυτή αύξηση έπληξε ιδιαίτερα τους συνταξιούχους και οδήγησε σε αύξηση ασθενειών, οι οποίες σχετίζονται με ελλιπή υγιεινή. Επίσης, χάνεται το 1/4 του πόσιμου νερού σε διαρροές λόγω της έλλειψης επενδύσεων στα δίκτυα. Πολύ νωρίτερα, το 1999, το Κοινοβούλιο, έπειτα από έντονες αντιδράσεις, ψήφισε νόμο που απαγόρευε τις διακοπές ύδρευσης με την αιτιολογία της μη πληρωμής του λογαριασμού. Στην ίδια κατεύθυνση, μεγάλο μέρος του κόστους του νερού επιδοτείται από το κράτος προκειμένου να είναι προσβάσιμο από όλους. Η Αργεντινή ήταν επίσης από τις πρώτες χώρες που ιδιωτικοποίησε το σύστημα ύδρευσής της. Το 1993 η τότε κυβέρνηση παρέδωσε τη δημοτική ύδρευση σε ένα consortium πολυεθνικών και τοπικών εταιρειών. Η Παγκόσμια Τράπεζα έσπευσε να συγχαρεί την κίνηση της Αργεντινής χαρακτηρίζοντάς την ως την πιο ελπιδοφόρα επένδυση. Όμως η… χαρά δεν κράτησε πολύ. Οι εταιρείες τοποθέτησαν σε θέσεις -«κλειδιά» φίλους της κυβέρνησης με τεράστιους μισθούς ενώ για να αντεπεξέλθουν στο υψηλό κόστος, επέβαλαν αύξηση των τιμολογίων που έπληξαν εκατομμύρια φτωχά νοικοκυριά. Σε πολλές περιπτώσεις οι εταιρείες για να αυξήσουν τα κέρδη μείωσαν τα έξοδα συντήρησης ενώ δεν προχώρησαν στην αντικατάσταση των παλιών σωληνώσεων, με αποτέλεσμα το νερό να πλημμυρίζει τις φτωχότερες συνοικίες. Με την οικονομική κρίση που ακολούθησε, οι καταναλωτές δεν μπορούσαν πλέον να πληρώσουν τους λογαριασμούς νερού και το 2005 οι πολυεθνικές Suez and Aguas de Barcelona αποσύρθηκαν από το πρόγραμμα. Η κυβέρνηση «επανακρατικοποίησε» το δίκτυο, του οποίου όμως οι ζημιές ήταν τόσο μεγάλες, ώστε χρειάστηκε να το αποκαταστήσει από την αρχή. Η κυβέρνηση της Βολιβίας, το 1998 ύστερα από πιέσεις του ΔΝΤ, παραχώρησε το δίκτυο ύδρευσης σε μία κοινοπραξία εταιρειών με επικεφαλής την αμερικανική συμφερόντων εταιρεία Bechtel. Οι πολίτες υπέστησαν τεράστιες αυξήσεις στα τιμολόγιά τους, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και 200%, ενώ η εταιρεία αναμένονταν να έχει ετήσιο εισόδημα 58εκ. δολάρια. Σε μια χώρα που ο ελάχιστος μηνιαίος μισθός είναι κάτω από 100δολάρια πολλές οικογένειες πλήρωναν λογαριασμούς άνω των 20 δολαρίων. Τον Απρίλιο του 2000, ξεσπά στην πόλη Κοτσαμπάμπα ο «πόλεμος» του νερού. Οι κινητοποιήσεις είχαν ξεκινήσει από τον Ιανουάριο, οπότε κι οργανώθηκε μια τετραήμερη απεργία για τις αυξήσεις των τιμολογίων του νερού που παρέλυσε την πόλη. Τον Φεβρουάριο η κεντρική κυβέρνηση κήρυξε παράνομες τις συνεχόμενες διαδηλώσεις και τις απαγόρευσε, ενώ επέβαλε στρατιωτικό πραξικόπημα στην πόλη. Στη διάρκεια των διαδηλώσεων και των απεργιών, ένας άνθρωπος έχασε τη ζωή του, 175 τραυματίστηκαν, ενώ δυο νεαροί τυφλώθηκαν. Τον Απρίλιο, κι ενώ οι διαδηλώσεις συνεχίζονταν, η κυβέρνηση συμφώνησε να ακυρώσει το συμβόλαιο. Τα πράγματα, ωστόσο, δεν ήταν τόσο απλά καθώς η Bechtel προσέφυγε το 2001 κατά της κυβέρνησης απαιτώντας 25εκ. δολάρια αποζημίωση. Μετά από έντονες αντιδράσεις σε διεθνές επίπεδο, η εταιρεία απέσυρε την προσφυγή. Το 2006 ύστερα από πιέσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ η Γκάνα προχώρησε στην ιδιωτικοποίηση του δικτύου από την Aqua Vitens Rand Ltd. Η εταιρεία στην προσπάθεια της να βελτιώσει την ποιότητα του νερού αύξησε την τιμή του μέχρι και κατά 80%, χωρίς να λάβει υπόψη τους κατοίκους πολλών παραγκουπόλεων. Το 2008 ξέσπασε μία από τις μεγαλύτερες κρίσεις νερού στην χώρα, με την εταιρεία να δηλώνει ότι η επένδυση ήταν ασύμφορη αφού πολλοί από τους κατοίκους δεν είχαν να πληρώσουν και κλέβανε νερό από τις διαρροές στις σωληνώσεις. Το 2011 το νερό επανακρατικοποιήθηκε, με χιλιάδες ανθρώπους χωρίς πρόσβαση στο νερό και με αρρώστιες που συνδέονταν με το νερό. Image by rawpixel.com Στη Νότια Αφρική, η ιδιωτικοποίηση του δικτύου ύδρευσης είχε ως αποτέλεσμα μια από τις χειρότερες επιδημίες χολέρας στις φτωχές συνοικίες του Γιοχάνεσμπουργκ το 2000-2002. Η επιδημία ξεκίνησε όταν οι φτωχότεροι κάτοικοι των παραγκοπουπόλεων αποσυνδέθηκαν από το ιδιωτικό δίκτυο ύδρευσης επειδή αδυνατούσαν να πληρώσουν τους αυξημένους λογαριασμούς. Χωρίς ασφαλές αποχετευτικό σύστημα και χωρίς πρόσβαση σε καθαρό νερό, οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να πίνουν νερό από τα μολυσμένα ποτάμια της περιοχής. Η επιδημία χολέρας είχε ως αποτέλεσμα να αρρωστήσουν περισσότερα από 100,000 άτομα και τουλάχιστον 100 να πεθάνουν. Η κυβέρνηση αντέδρασε δυναμικά και υποχρέωσε τις ιδιωτικές εταιρείες να παρέχουν τουλάχιστον 25 λίτρα νερό σε κάθε κάτοικο καθημερινά κατά τη διάρκεια της επιδημίας. Αν και οι εταιρείες διαμαρτυρήθηκαν έντονα συμμορφώθηκαν με την απόφαση αλλά εξακολούθησαν να αποσυνδέουν το νερό σε όσους δεν είχαν να πληρώσουν. Η αφρικανική Γουινέα έχει από το 1989 ιδιωτικό φορέα ύδρευσης (υπό τον έλεγχο κονσόρτσιουμ των εταιριών SAUR - VIVENDI). Όμως (λόγω «μη συμφέρουσας» οικονομικά συντήρησης και επέκτασης του δικτύου κλπ.), πρόσβαση στο νερό έχει λιγότερο από το 34% των κατοίκων της χώρας. Το 2008 στη Γαλλία, ο δήμος του Παρισιού αποφάσισε να μην ανανεώσει τη σύμβαση με τις εταιρείες Veolia και Suez που κατείχαν το δίκτυο από το 1985, αλλά να αναλάβει η δημοτική αρχή το σύστημα ύδρευσης. Το 2010 ιδρύεται η δημοτική εταιρεία Eau de Paris και ο δήμος καταφέρνει να εξοικονομήσει 35 εκατ. ευρώ τον χρόνο προχωρώντας παράλληλα σε μείωση των τιμολογίων κατά 8%. Με παράδειγμα το Παρίσι, 40 ακόμη γαλλικοί δήμοι αποφάσισαν επίσης να αναδιοργανώσουν τις υπηρεσίες ύδρευσης στη βάση της «δημοτικοποίησής» τους, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων πόλεων όπως το Μπορντό. Το 1999, η πόλη του Βερολίνου προχώρησε στην ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών ύδρευσης, προκειμένου να ανταποκριθεί στα συσσωρευμένα χρέη, παρά τις έντονες κοινωνικές αντιδράσεις και την κείμενη νομοθεσία που καθιστούσε το νερό μη εμπορεύσιμο κληρονομημένο κοινωνικό αγαθό. Το 49,9% της εταιρείας παραχωρήθηκε σε μια σύμπραξη της γαλλικής Veolia με τη γερμανική πολυεθνική RWE, που ζήτησαν γραπτές εγγυήσεις για μεγάλα κέρδη. Το 2011, οι τιμές ανέβηκαν κατά 1/3 πάνω από τον πληθωρισμό, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις οι οποίες οδήγησαν στη διενέργεια δημοψηφίσματος με αίτημα τη δημοσιοποίηση του συμβολαίου. Τελικά 678.000 πολίτες τάχθηκαν υπέρ της δημοσιοποίησης του συμβολαίου. Το 2013, ο δήμος αποφάσισε να επαναγοράσει τις μετοχές της στην Berlinwasser. Στα βήματα της γερμανικής πρωτεύουσας βάδισαν πολύ γρήγορα ακόμη οκτώ πόλεις της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της Στουτγάρδης. Στις ΗΠΑ, από το 2000 έως το 2014, η ύδρευση επέστρεψε από τα ιδιωτικά χέρια σε εκείνα των τοπικών αρχών σε 59 αμερικανικές πόλεις. Σύμφωνα με στοιχεία της Food&Water Watch για τα 500 μεγαλύτερα δίκτυα ύδρευσης των ΗΠΑ, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις χρεώνουν κατά μέσο όρο 59% περισσότερο για τις υπηρεσίες τους απ’ ό,τι οι δημόσιες. Συγκεκριμένα, χρεώνουν κατά μέσο όρο 501 δολάρια ετησίως για κατανάλωση 60.000 γαλονιών νερού, δηλαδή 185 δολάρια περισσότερο από ό,τι οι τοπικές αρχές. Στην Πορτογαλία, μέχρι το 2014 και παρά τις μεγάλες αντιδράσεις της κοινής γνώμης 27 περιφέρειες είχαν προχωρήσει στην ιδιωτικοποίηση του δικτύου υδροδότησης. Παρατηρήθηκαν κατακόρυφες αυξήσεις στους λογαριασμούς και ο δήμος της Μάφρα (80.000 κάτοικοι, 40 χλμ. βορειοδυτικά της Λισαβόνας), προχώρησε στην επανακρατικοποίηση της εταιρίας ύδρευσης. Από τον Σεπτέμβριο του 2019 το δίκτυο είναι και πάλι στα χέρια της τοπικής αυτοδιοίκησης ενώ το νερό έχει γίνει ήδη κατά 30% φθηνότερο. Σήμερα, οι περισσότεροι δήμοι επιχειρούν να ξαναγοράσουν τις επιχειρήσεις ή τουλάχιστον να συμμετέχουν σε αυτές ως μέτοχοι προκειμένου να ανακτήσουν εν μέρει τον έλεγχο των εταιριών και της τιμολογιακής τους πολιτικής. O «νόμος Galli» που ψηφίστηκε στην Ιταλία το 1994 ενθάρρυνε τη συμμετοχή ιδιωτικών επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα πολλοί δήμοι να επιλέξουν την ανάθεση των υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Τον Αύγουστο του 2009, η τότε κυβέρνηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι δρομολόγησε την υποχρεωτική ιδιωτικοποίηση των οργανισμών ύδρευσης της χώρας. Κατόπιν κινητοποιήσεων, διενεργήθηκε σχετικό δημοψήφισμα τον Ιούνιο του 2011, στο οποίο συμμετείχε το 57% του εκλογικού σώματος, ποσοστό που θεωρήθηκε εξαιρετικά υψηλό για ένα τόσο εξειδικευμένο ζήτημα. Η αμφισβήτηση των επίμαχων διατάξεων για το νερό υπήρξε σχεδόν καθολική (95,5%). Παρόλα αυτά, οι ευρωπαϊκές αρχές ζήτησαν από την κυβέρνηση Μόντι να συμπεριλάβει την εταιρία ύδρευσης στο πακέτο ιδιωτικοποιήσεων.
1 Comment
Verónica
11/6/2020 09:06:30
Ευχαριστώ για το άρθρο! Προτείνω μια καταπληκτική ταινία πάνω σ' αυτό το θέμα:
Reply
Leave a Reply. |
Archives
February 2023
Categories |