Κλεισμένη εξαιτίας της καραντίνας μέσα στο σπίτι της στο νότιο Λονδίνο, η 86χρονη Χέιζελ Τζέικομπς βρήκε ένα νέο σκοπό ζωής: να ενθαρρύνει τους ανθρώπους, γράφοντας καθημερινά στο μπλογκ που έστησε, να σκέφτονται θετικά. Ένα πρωί του Μαρτίου κι αφού ο κορόναϊος «κλείδωσε» την Βρετανία , φέρνοντας ένα απότομο τέλος στη ζωή που ήξερε, η 86χρονη Χέιζελ Τζέικομπς, χήρα που ζει μόνη της και που μόλις πριν μερικές εβδομάδες από το lockdown είχε υποστεί ένα ελαφρύ εγκεφαλικό, αποφάσισε πως έφτασε η ώρα της δράσης.
Άνοιξε μια ντουλάπα και άρχισε να βγάζει μια συλλογή από φουλάρια και κασκόλ- εκατοντάδες από αυτά- τα οποία είχε συγκεντρώσει μετά από δεκαετίες ταξιδιών σε όλο τον κόσμο. Υπήρχαν αμέτρητες αναμνήσεις ραμμένες στα στριφώματά τους, κάθε μεταξένια κλωστή περίμενε να πει μία ιστορία. Και η Χέιζελ Τζέικομπς ξεκίνησε να λέει αυτές τις ιστορίες στο μπλογκ της, το Scarf Aid. Ξεκινώντας από την ιστορία ενός μαντιλιού που αγόρασε σε ένα μαγαζί που υποστηρίζει τους άστεγους, κάθε δημοσίευση της ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις της από την ζωή της και τα ταξίδια της: την παιδική της ηλικία στο Brechin της Σκωτίας, την διαμονή της στο Χονγκ Κονγκ και την Καλιφόρνια ακόμα και τις μικρές αποδράσεις της σε κοντινά της μέρη: «Πέρα από το Σουασαλίτο, βρισκόταν το Αλκατράζ, ο βράχος φυλακή, ένα απαίσιο γκρίζο φρούριο, και από την ομίχλη της θάλασσας προς τα δεξιά, στην κορυφή της Γέφυρας της Χρυσής Πύλης, στη συνέχεια μπροστά, ανοίγεται ο απίστευτος ορίζοντας του Σαν Φρανσίσκο», έγραψε στις 12 Απριλίου, σε ένα post εμπνευσμένο από ένα μαντήλι με ζωντανά χρώματα ενός ηλιοβασιλέματος πάνω από τη θάλασσα. «Σήμερα, βιώνουμε όλοι το προσωπικό μας Αλκατράζ, γνωρίζοντας τι βρίσκεται πίσω από τα τείχη. Αλλά εμείς σε είμαστε καταδικασμένο σε ισόβια και η ελευθερία βρίσκεται μπροστά». Για 100 μέρες έγραφε καθημερινά. Η εγγονή της, Ελλα Γουάρντ, φοιτήτρια γραφιστικής στο Μητροπολιτικό Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ προσφέρθηκε να γίνει διαχειρίστρια του μπλογκ. Η Τζέικομπς ενημέρωσε τους φίλους της για την ύπαρξη του και σύντομα από στόμα σε στόμα έγινε γνωστό και σύντομα άρχισαν να έρχονται τα email και τα σχόλια από αναγνώστες σε όλο τον κόσμο: από την Ινδία, την Αυστραλία, τη Νότια Αφρική, την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, όλοι να «παλεύουν» τα ίδια στα άγνωστα νερά της πανδημίας. Οι αναγνώστες της, πολλοί από τους οποίους αγωνίζονταν να προσαρμοστούν στη νέα τους πραγματικότητα, ώθησαν την Τζέικομπς να γίνει πιο… επαγγελματίας καθώς άρχισε να ερευνά επιμελώς ιστορικά γεγονότα για τα μέρη και τους ανθρώπους που ανέφερε. Καθώς για χρόνια ήταν εθελόντρια σε γραμμή βοήθειας για ανθρώπους με αυτοκτονικές τάσεις, ήξερε πως πολλοί από τους αναγνώστες της ήταν ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας, πολλοί χωρίς τα πλεονεκτήματα της σχετικής καλής υγείας και ενός υποστηρικτικού δικτύου. Ακόμα και μερικοί από τους πιο κοντινούς φίλους της αγωνίζονταν κάτω από το βάρος της απομόνωσης. «Έχω συνηθίσει να υποστηρίζω άλλους», δήλωσε σε συνέντευξη της στους New York Times. «Έτσι σκέφτηκα, αυτός θα είναι ο ρόλος μου, να ενθαρρύνω τους ανθρώπους». «Επιλέγω μόνο τις ευχάριστες αναμνήσεις», επισήμανε στην συνέντευξη της, «δεν χρειάζεται να φορτώνω τους ανθρώπους με τα δικά μου βάρη». Από το καλοκαίρι, οπότε και τελείωσε η καραντίνα στην Βρετανία, η Τζέικομπς σταμάτησε να δημοσιεύει καθημερινά και περιορίζεται πλέον σε δημοσιεύσεις μία φορά την εβδομάδα. Πρόσφατα όμως καθώς διαπίστωσε ότι υπάρχουν ακόμα πολλά φουλάρια να… πουν την ιστορία τους, αποφάσισε ότι κάποια από αυτά μπορούν να εξυπηρετήσουν κι άλλον σκοπό: «Ας βγάλουμε τα ψαλίδια!» έγραψε. «Θα τα μετατρέψουμε σε μάσκες».
0 Comments
Leave a Reply. |
Archives
February 2023
Categories |