Πώς θα είναι άραγε τα φετινά Χριστούγεννα; Πώς θα νιώσουμε τη χαρά των γιορτών με τα παιδιά μας εάν είμαστε σε καραντίνα, φοβισμένοι, ανήμποροι; Τι θα γίνει αν είναι κλειστά τα μαγαζιά και αν δεν θα μπορεί να φέρει δώρα ο Άγιος Βασίλης; Πώς θα γιορτάσουμε εάν δεν θα μπορούμε να καλέσουμε τους αγαπημένους μας ανθρώπους; Αυτά και άλλα παρόμοια ερωτήματα προβληματίζουν κάποιους γονείς και θα ήθελα να μοιραστώ τις σκέψεις μου για το νόημα των γιορτών και για το πώς μπορούμε να γιορτάσουμε ουσιαστικά τα φετινά Χριστούγεννα. Photo from Canva Τι σημαίνει γιορτή; Ξέρουμε ότι τελετές υπήρχαν από την εποχή του ανθρώπου του Νεάτερνταλ, και ακόμα και σήμερα, όταν θέλουμε να δώσουμε μία ιδιαίτερη σημασία σε ένα γεγονός -είτε με απλό, είτε με έναν πιο επίσημο τρόπο- τότε κάνουμε διάφορες γιορτές, τελετές, τελετουργίες ή ιεροτελεστίες. Οι γιορτές, μας αποσπούν από την φθορά της καθημερινότητας, μας προσφέρουν ασφάλεια και ελπίδα, μας συνδέουν με αυτούς που αγαπάμε και μας βοηθούν να δείξουμε τις αξίες μας ως οικογένεια. Η Μαρία Μοντεσσόρι ονομάζει τα μικρά παιδιά «τελετουργούς» γιατί ζουν το παρόν και μας διδάσκουν ότι κάθε στιγμή έχει αξία και μπορεί να γίνει σημαντική. Γι’ αυτό ο ερχομός ενός παιδιού πάντα μας κινητοποιεί και μας ξυπνάει την ανάγκη να γιορτάσουμε και να σηματοδοτήσουμε στιγμές και γεγονότα. Τι δεν θα έχουμε φέτος; Αυτά τα Χριστούγεννα θα είναι σίγουρα διαφορετικά. Υπάρχει στην ατμόσφαιρα διάχυτη ανασφάλεια, ένταση, κούραση, αλλά και έντονα συναισθήματα όπως θυμός, φόβος, αίσθημα αδικίας και πολλά άλλα. Η καθημερινότητά μας σίγουρα είναι διαφορετική και αυτό προσθέτει ένα ακόμα άγχος στο πώς μπορούμε να διαχειριστούμε τα πράγματα. Τα Χριστούγεννα ήταν -ίσως- συνδεδεμένα με βόλτες στα μαγαζιά, δώρα, καλέσματα, εκδρομές, ρεβεγιόν κλπ. και ξέρουμε ότι όλα αυτά δεν μπορούμε φέτος να τα έχουμε ακριβώς όπως τα είχαμε τις προηγούμενες χρονιές. Τι πρέπει να θυμόμαστε - Πού θα βρούμε δύναμη; Σε αυτές τις διαφορετικές συνθήκες όμως, είναι πάντα χρήσιμο να θυμόμαστε να κινούμαστε με βάση τις βαθιές αρχές και τις αξίες μας. Όταν -λόγω των δυσκολιών ή λόγω της καθημερινότητας- τις ξεχνάμε και δεν τις αναγνωρίζουμε, ζούμε στην φθορά, στην άγνοια, στη λύπη και τελικά απλώς επιβιώνουμε. Τα παιδιά μας αναγκάζουν να θυμηθούμε τις αρχές και τις αξίες μας αλλά και να τις επαναπροσδιορίσουμε. Μας φέρνουν αντιμέτωπους με το σωστό και το λάθος στη ζωή μας. Μας κάνουν να ξανασκεφτούμε το τι θέλουμε να τους μεταδώσουμε, τι θα τους δώσει γερές βάσεις, τι ελπίζουμε να τους δίνει δύναμη, τι θέλουμε να αγγίξει τις ψυχές τους, τι πληροφορίες θέλουμε να πάρουν και τι συναισθήματα να νιώσουν. Θέλουμε τα παιδιά μας να λυγίζουν στα προβλήματα ή θέλουμε να έχουν ψυχική ανθεκτικότητα και να τα αντιμετωπίζουν όσο καλύτερα μπορούν; Ο Καρλ Γιούνγκ έγραφε στο «Κόκκινο Βιβλίο» (το 1913): «Μου στέρησαν την άνοιξη και πολλά άλλα πράγματα αλλά εγώ άνθισα. Είχα φέρει την άνοιξη μέσα μου και κανείς ποτέ δεν θα μπορούσε να μου την πάρει». Μπορούμε να θεωρούμαστε ώριμοι και ελεύθεροι, όχι όταν λειτουργούμε αυτόματα παρασυρόμενοι από τις εξωτερικές συνθήκες αλλά, όταν έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε συνειδητά μια παύση και να αλλάξουμε κατεύθυνση. Χρειάζεται απλά, να αποφασίσουμε το τι θέλουμε να γιορτάσουμε και με ποιόν τρόπο. Ας μην ξεχνάμε ότι νιώθουμε πλήρεις μόνο όταν εκτός από το σώμα και το μυαλό μας, φροντίζουμε να ικανοποιούμε και το πνεύμα μας. Σε αυτές τις γιορτές λοιπόν, ας φροντίσουμε να εκφραστεί η πιο πνευματική μας διάσταση. Μία καλή τεχνική είναι να κλείσουμε τα μάτια και να φανταστούμε πώς θέλουμε να είναι η γιορτή (πώς θέλουμε να είμαστε σαν οικογένεια, τί ατμόσφαιρα θέλουμε να υπάρχει) και να το νιώσουμε σαν να βλέπαμε μία ταινία. Τότε θα αναδειχθούν οι αξίες της οικογένειάς μας και οι ποιότητες που θέλουμε να έχει η γιορτή (αλλά και η ζωή μας). Photo from Canva Εάν λοιπόν θέλουμε να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα ας σκεφτούμε: Ποιο κομμάτι της γιορτής θέλουμε να τονίσουμε; Όταν δρούμε σύμφωνα με το τι μας αγγίζει πραγματικά, σίγουρα αγγίζονται και οι υπόλοιποι γύρω μας. Το πώς θα πραγματοποιηθεί κάτι, έχει σχέση με τις αξίες μας. Είναι ευκαιρία να αποσυνδέσουμε τα Χριστούγεννα από τις άσκοπες αγορές και τις καταχρήσεις και να δώσουμε έμφαση σε πράγματα που μπορούμε να κάνουμε και δεν χρειάζονται χρήματα για να υλοποιηθούν. Εάν δεν μπορούμε να αγοράσουμε δώρα, μπορούμε να κάνουμε οικογενειακή συνήθεια την ανταλλαγή δώρων που δεν αγοράζονται και να δείξουμε στα παιδιά μας πόσο σημαντικό είναι να αφιερώνουμε χρόνο σε πράγματα που δεν κοστίζουν. Για παράδειγμα μπορούμε να γράψουμε ένα τραγούδι, ή ένα ποίημα για κάποιον, να φτιάξουμε μαρμελάδες, γλυκά, κάρτες, προσωποποιημένες ιστορίες κ.ά. Εάν δεν μπορούμε να αγοράσουμε διακοσμητικά στολίδια, μπορούμε να μάθουμε να διπλώνουμε τις πετσέτες (π.χ. σαν έλατα), να διακοσμήσουμε γωνιές με πράγματα που έχουμε ή μπορούμε να φτιάξουμε κλπ. Εάν δεν μπορούμε να κάνουμε εκδρομές, ας διοργανώσουμε ένα πικνίκ στη βεράντα, στην ταράτσα ή μία διανυκτέρευση στο σαλόνι. Εάν δεν μπορούμε να επισκεφτούμε τους συγγενείς μας μπορούμε να μάθουμε παραδοσιακά κάλαντα και να τους τα τραγουδήσουμε από το τηλέφωνο. Εάν δεν μπορούμε να καλέσουμε τους φίλους μας στο σπίτι, μπορούμε να μοιράσουμε φαγητό σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη κ.ο.κ. Μπορούμε ακόμα να συζητήσουμε για το μεγαλείο της γέννησης και να μεταφέρουμε το δέος, την χαρά και την αγάπη για κάθε νέα ζωή. Να μιλήσουμε για το πώς η γέννηση κάθε μωρού, μας γεμίζει χαρά ελπίδα και αγάπη. Τα παιδιά νιώθουν πολύ όμορφα με αυτό αφού μπορούν να ταυτιστούν και να αναγνωρίσουν τη στιγμή της γέννησης. Προσοχή στα παιδιά κάτω των έξι ετών, μιλάμε πάντα για χειροπιαστά πράγματα που μπορούν να καταλάβουν μέσα από τις δικές τους εμπειρίες της καθημερινότητας. Για τον Άγιο Βασίλη π.χ. μπορούμε να πούμε ότι ήταν τόσο σημαντικός που κάθε χρόνο τον θυμόμαστε και με τα δώρα που δίνουμε τον σκεφτόμαστε και τον κρατάμε στην καρδιά μας. Έτσι μεταφέρουμε μία σεβαστή εικόνα για το πρόσωπό του (αντί για την εικόνα κάποιου που τριγυρνάει στα εμπορικά κέντρα και βγάζει φωτογραφίες). Μπορούμε επίσης να αναφερθούμε στους σύγχρονους ανθρώπους (π.χ. γιατρούς, σωματεία, εθελοντές κλπ.) που αφήνοντας στην άκρη την προσωπική τους άνεση, βοηθάνε τον κόσμο. Είναι ευκαιρία επίσης να τονίσουμε ότι αυτή τους η προσφορά σε εμάς, δίνει δύναμη και στους ίδιους και τους βοηθάει να γίνονται καλύτεροι άνθρωποι. Μπορούμε ακόμα να αποφασίσουμε ως οικογένεια πώς εμείς μπορούμε να δώσουμε χαρά σε άλλους ανθρώπους και να σχεδιάσουμε βήμα-βήμα το πώς θα τα καταφέρουμε. Με αφορμή τις συνθήκες που επικρατούν αυτά τα διαφορετικά Χριστούγεννα, ας εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία για να βγάλουμε τα «ψεύτικα εφέ» από τη ζωή μας και να μπορέσουμε να νιώσουμε την αξία της αληθινής ζωής! Η ομορφιά της προσέγγισης αυτής είναι ότι δεν αφαιρεί τη μαγεία από τη ζωή μας αλλά κάνει την «απλή» ζωή μας να γίνεται μαγική. ΕΥΧΟΜΑΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!
Τη Λιάνα Χαρίση μπορείτε να τη βρείτε στο www.facebook.com/lianaswonder
0 Comments
Οι περισσότεροι (αν όχι όλοι από εμάς) ακούγοντας την λέξη υπακοή σκεφτόμαστε αμέσως κάποιον μεγάλο και ισχυρό, να επιβάλει την θέλησή του σε κάποιον μικρότερο και αδύναμο. Η πλειοψηφία των γονιών που με συμβουλεύονται έχουν συχνά ερωτήσεις όπως «τι να κάνω για να με ακούει;» ή «πώς θα κάνει αυτό που του ζητάω χωρίς φωνές ή τιμωρίες ή δωροδοκίες;» ή «γιατί δεν συνεργάζεται αφού το κάνω για το καλό του;» κ.λπ. Οι πιο πολλοί γονείς αναρωτιούνται ποια είναι τα κόλπα, οι τεχνικές ή ακόμη και η «μαγική συνταγή» που θα κάνει το παιδί τους ήρεμο και υπάκουο. Photo from Canva Η διαφορετική οπτική Η υπακοή είναι ένα φυσικό φαινόμενο της ζωής αφού όπως η βροχή «υπακούει», όπως το δέντρο «υπακούει», όπως η θάλασσα «υπακούει» έτσι και ο άνθρωπος «υπακούει» στους συμπαντικούς φυσικούς νόμους. Στο παιδί, η υπακοή είναι ένα χαρακτηριστικό που αρχικά οδηγείται από την ορμή της ζωής. Στα τρία πρώτα χρόνια της ζωής του δηλαδή, το παιδί υπακούει σε μία εσωτερική ορμή που το βοηθάει να αναπτύξει τα σωματικά και ψυχικά χαρακτηριστικά του. Οδηγούμενο από αυτήν την ορμή, καταφέρνει να μάθει να μιλάει, να περπατάει, να επικοινωνεί κλπ. και αυτή είναι η μόνη δύναμη στην οποία αρχικά μπορεί να υπακούσει ένα μικρό παιδί. Με απλά λόγια το παιδί δεν μπορεί να υπακούσει σε έναν ενήλικο πριν από τα 3 περίπου του χρόνια. Όπως π.χ. δεν θα μπορούσε να υπακούσει αν του πούμε να κάνει τα δόντια του να φυτρώσουν γρηγορότερα έτσι δεν μπορεί να υπακούσει αν του πούμε να κάτσει ακίνητο. Το παιδί σε αυτήν την περίοδο είναι απολύτως απασχολημένο με το να διαμορφώσει την προσωπικότητά του και γι’ αυτό είναι τόσο εγωκεντρικό. Επίσης δεν έχει διαμορφώσει ακόμα την κίνησή του, τον αυτοέλεγχό του, τη βούλησή του, τις κοινωνικές του δεξιότητες και πολλά άλλα, επομένως θα ήταν τελείως άστοχο και παράλογο να έχουμε την απαίτηση να μας υπακούσει. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε σε αυτήν την περίοδο είναι να χτίσουμε τη σύνδεση και τη συνεργασία μεταξύ μας. Ακολουθούμε εμείς το παιδί στο τι κάνει και του δίνουμε αντίστοιχες εντολές. Για παράδειγμα, αν έρχεται προς το μέρος μας με μία μπάλα και του πούμε «έλα φέρε μου την μπάλα!» τότε βιώνει τη φάση της συνεργασίας και νιώθει όμορφα («α! τι ωραία και εγώ αυτό ακριβώς ήθελα να κάνω») γιατί κάνει αυτό που ταιριάζει στις δυνάμεις του. Οι εντολές μας δηλαδή αυτήν την περίοδο, πρέπει να ταιριάζουν με τη φυσική ορμή του παιδιού. Μετά τα 3 πρώτα χρόνια του το παιδί αρχίζει να ωριμάζει, γίνεται πιο συνειδητή η προσπάθεια και η κίνησή του, αναπτύσσεται η λογική και η θέληση/βούλησή του. Αντίθετα με πολλές άλλες παιδαγωγικές μεθόδους η μέθοδος της Μαρία Μοντεσσόρι έχει συνδέσει απόλυτα τη ισχυρή βούληση ενός παιδιού με την ικανότητα να υπακούσει. Ποτέ δεν νοείται κάτι ως υπακοή αν δεν αποφασίσει το παιδί με τη θέλησή του να συμμετέχει. Οι παλιότερες αυταρχικές αγωγές υποστήριζαν ότι πρέπει να δαμάσουμε και να εξαφανίσουμε τη βούληση του παιδιού για να μπορέσει να μας υπακούσει. Η ισχυρή βούληση θεωρείται συχνά συνώνυμο της ανυπακοής. Κάποιες φορές ένα άτακτο ή ακόμα κι ένα βίαιο παιδί το περιγράφουμε ως ένα παιδί με ισχυρή θέληση.
Η μοντεσσοριανή προσέγγιση υποστηρίζει ότι η υπακοή είναι ένα χαρακτηριστικό του παιδιού που -μέσω της θέλησης του- σιγά σιγά δημιουργείται, ωριμάζει, χτίζεται, αναπτύσσεται και εμπνέεται. Μόνο αν ενισχύσουμε τη βούληση του παιδιού θα μπορεί και θα θέλει να μας υπακούσει αυθεντικά και ουσιαστικά. Ανάλογα με την ανάπτυξη των δεξιοτήτων του παιδιού (άνω των 3 περίπου χρόνων) μπορούμε να διακρίνουμε 3 στάδια υπακοής: 1ο στάδιο υπακοής Στο 1ο στάδιο το παιδί μπορεί να υπακούει συνειδητά σε κάποια πράγματα αλλά πότε καταφέρνει να υπακούσει και πότε όχι. Η υπακοή είναι μία ικανότητα στην οποία εξασκείται και δεν την έχει κατακτήσει πλήρως. Όπως κάποιος που μαθαίνει να παίζει ένα μουσικό κομμάτι στο πιάνο και μπορεί μία φορά να το παίξει τέλεια και την επόμενη να κάνει λάθη -και μόνο η εξάσκηση και η εμπειρία θα τον βοηθήσουν να καταφέρει να το παίζει κάποια στιγμή με μεγάλη άνεση- έτσι και το παιδί σε αυτό το στάδιο εξασκείται στην υπακοή. Είναι πολύ πιο εύκολο να δαμάσουμε και να υποτάξουμε τη θέληση ενός παιδιού για να μας υπακούει ενώ θέλει πολύ πιο συνειδητή δουλειά για να του δώσουμε χρόνο και να το βοηθήσουμε να αναπτύξει και να καλλιεργήσει τη θέλησή του έτσι ώστε να αναπτυχθεί και η ικανότητα της υπακοής του. Η ανάπτυξή της βούλησης -έτσι ώστε να αναπτυχθεί και η ικανότητα της υπακοής- είναι μία αργή διαδικασία και γίνεται μέσα από συνεχή δράση και αλληλεπίδραση με το περιβάλλον. Τα παιδιά θέλουν να υπακούνε γιατί θέλουν να ανήκουν. Ας τους προσφέρουμε λοιπόν ένα υγιές περιβάλλον μέσα στο οποίο θα συνεργαζόμαστε όλοι για την υγιή ανάπτυξη και εξέλιξή μας. Για παράδειγμα ένα παιδί που το ακινητοποιούμε σε ένα καρεκλάκι και το ταΐζουμε ότι θέλουμε χωρίς να του δίνουμε την δυνατότητα συμμετοχής και συνεργασίας σε αυτό, είναι ένα παιδί που κάποια στιγμή μπορεί να χάσει το ενδιαφέρον του για το φαγητό και ίσως να μας «αναγκάσει» να του επιβάλουμε να υπακούσει στη θέλησή μας (π.χ. «αν δεν φας το φαΐ δεν θα πάμε στις κούνιες»). Αντίθετα ένα παιδί που μπορεί να δράσει ελεύθερο, που το ενθαρρύνουμε να συμμετέχει (ανάλογα με τις δεξιότητες που έχει κατακτήσει) στην καθημερινότητα της οικογένειάς του και που σεβόμαστε τις επιλογές του (π.χ. «θέλεις μήλο ή πορτοκάλι για απογευματινό;»), είναι ένα παιδί που θα θέλει να συνεργαστεί μαζί μας και που θα συμμετέχει και στο να βρει λύσεις στην ενδεχόμενη δυσκολία (π.χ. δεν μου αρέσουν τα “μπιλάκια” από τα ρεβίθια, θα φάω μόνο το ζουμί). Photo from Canva 2ο στάδιο υπακοής Στο 2ο στάδιο, ένα παιδί που έχει αναπτύξει τις δεξιότητές του, που βρίσκεται σε ένα περιβάλλον που νιώθει ασφάλεια, σεβασμό, αγάπη και που μπορεί να καλύψει τις αναπτυξιακές του ανάγκες, θέλει και μπορεί να υπακούει συνέχεια! Σε αυτή τη φάση το παιδί βρίσκεται σε αυτό που ονομάζουμε «το στάδιο του μεταφραστή». Μπορεί δηλαδή να απορροφάει τις επιθυμίες μας και να τις εκφράζει με την συμπεριφορά του και αυτό να το γεμίζει χαρά και ικανοποίηση γιατί νιώθει ότι μέσα από τις δικές του επιλογές μπορεί και έχει μία δυνατή σχέση με τους άλλους. Οι γονείς που επισκέπτονταν την μοντεσσοριανή τάξη μου και έβλεπαν το «παιχνίδι της σιωπής», (ένα παιχνίδι κατά το οποίο 40 παιδιά από 2,5 έως 6 χρόνων μπορούσαν να κάτσουν ακίνητα για αρκετή ώρα, πολλές φορές παραπάνω από 10‘), ρωτούσαν πάντα πώς καταφέρναμε κάτι τέτοιο. Κάποιοι μάλιστα ρωτούσαν αν θα μπορούσαν να αγοράσουν τον «πίνακα της σιωπής» που υπήρχε στην τάξη, για να μπορούν να έχουν αντίστοιχα αποτελέσματα στο σπίτι τους. Η πραγματική υπακοή όμως δεν είναι απόρροια κάποιας μαγικής συνταγής, τιμωρίας, επιβράβευσης ή δασκάλου. Δεν έχει σχέση με την επιβολή της θέλησής μας αλλά έχει σχέση με την ανάπτυξη της θέλησης του παιδιού μέχρι να φτάσει στο σημείο να μπορεί να ελέγχει τον εαυτό του και να αναστέλλει την κίνησή του. 3ο στάδιο υπακοής Όταν το παιδί μπορεί να κατευθύνει τις πράξεις του και να υπακούει, τότε αρχίζει την αναζήτηση μιας προσωπικότητας με αυθεντικό χαρακτήρα, ενός μέντορα. Έχοντας αυτοπεποίθηση, αυτοεκτίμηση και μια ξεκάθαρη εικόνα του εαυτού του, αναζητάει κάτι ανώτερο για να φτάσει ακόμα παραπέρα. Είναι ένα νέο στάδιο, μία νέα ανακάλυψη που το γεμίζει ενθουσιασμό και χαρά. Σε αυτό το τελευταίο στάδιο ανάπτυξης της υπακοής μπορούμε να παρατηρήσουμε τα εξής χαρακτηριστικά:
Προσοχή όμως, μόνο εάν έχει αναπτύξει μία ισχυρή βούληση μπορεί να φτάσει σε αυτό το επίπεδο υπακοής. Δεν μιλάμε για υποταγή ή για παράδοση στις επιθυμίες του άλλου αλλά για μια υπακοή που είναι ένα είδος σεβασμού, ένας φόρος τιμής σε μία άλλη προσωπικότητά. Αυτή η υπακοή απαιτεί μία πολύ δυνατή βούληση και είναι κάτι πολύ δημιουργικό. Δεν είναι τυχαίο ότι όταν ο Μουσολίνι είδε αυτήν την υπακοή των παιδιών στον ενήλικα, θέλησε να κάνει όλα τα σχολεία της Ιταλίας Μοντεσσοριανά. Η Μαρία Μοντεσσόρι (υποψήφια πολλάκις για το Νόμπελ Ειρήνης) του ξεκαθάρισε όμως ότι αυτή η υπακοή ήταν αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης των παιδιών και ότι ποτέ δεν θα την χρησιμοποιούσε χειριστικά για να τους επιβάλει την βούληση κάποιου ενήλικου. Το αποτέλεσμα ήταν να την εκδιώξει από την Ιταλία και να απαγορέψει τη λειτουργία των σχολείων της «Πρέπει να προσπαθούμε να καλλιεργήσουμε τη θέληση και όχι να τη δαμάσουμε.» Μαρία Μοντεσσόρι, “Δεκτικός Νους” Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι εάν το ζητούμενό μας είναι παιδιά με δυνατούς χαρακτήρες και όχι παιδιά που θα γίνονται υποχείρια κάποιου ισχυρού, τότε στόχος μας θα πρέπει να είναι η ενδυνάμωση της βούλησής τους και όχι η επιβολή των δικών μας «θέλω». Όταν μιλάμε για ένα υπάκουο παιδί δεν μιλάμε για ένα παιδί που απλά ανταποκρίνεται θετικά στις απαιτήσεις των άλλων (γιατί αυτό θα μπορούσε να είναι ένα υποταγμένο, άβουλο ή φοβισμένο παιδί). Μιλάμε για ένα παιδί που έχει τόσο αναπτυγμένη βούληση που μπορεί να την θέσει και στην υπηρεσία των άλλων. Ένα παιδί που θα νιώθει χαρά και αγάπη και θα βρίσκεται σε αρμονία και ισορροπία τόσο με τον εαυτό του όσο και με τους άλλους. Τη Λιάνα Χαρίση μπορείτε να τη βρείτε στο www.facebook.com/lianaswonder Μην διστάσετε να μας στείλετε σχόλια ή ερωτήσεις για περισσότερες πληροφορίες και διευκρινήσεις πάνω στο άρθρο
Όταν ένα παιδί παρεκτρέπεται, συχνά βρισκόμαστε σε αμηχανία, νιώθουμε ενοχές που ως γονείς δεν έχουμε καταφέρει να το μάθουμε να φέρεται «σωστά», θυμώνουμε, απελπιζόμαστε, στεναχωριόμαστε… Photo by Juliane Liebermann on Unsplash Συχνά η τιμωρία, η σύγκρουση και οι φωνές είναι η μόνη μας διέξοδος. Σκεφτόμαστε «αν δεν τιμωρηθεί πώς θα μάθει ότι δεν… (χτυπάμε, σκίζουμε, σπρώχνουμε, πετάμε το φαγητό κάτω);» ή «αν δεν φωνάξω/αντιδράσω έντονα πώς θα μάθει ότι είναι λάθος;» ή «αν δεν του πω ότι είναι λάθος, θα νομίζει ότι είναι αποδεκτό» κ.ο.κ. Κι όμως! Οποιοδήποτε παιδί (3χρονο και πάνω) κι αν ρωτήσουμε, θα μας πει ότι δεν είναι ωραίο να σπρώχνουμε, να χτυπάμε, να φωνάζουμε, να φτύνουμε, να βρίζουμε, να κοροϊδεύουμε, να είμαστε αμελής, ανεύθυνοι κλπ. Γνωρίζουν ήδη πολύ καλά, αυτό που εμείς προσπαθούμε να τους μάθουμε. Αφού όμως το γνωρίζουν γιατί δεν το κάνουν; Μα πρέπει να θυμόμαστε πάντα τα χαρακτηριστικά της παιδικής ηλικίας. Τα παιδιά ζουν στο παρόν, δεν μπορούν να ελέγχουν καλά την κίνησή τους και δεν έχουν ωριμάσει ακόμα συναισθηματικά. Άσχετα από το τι γνωρίζουν και το τι δεν γνωρίζουν, όταν νιώθουν άσχημα τότε συμπεριφέρονται άσχημα. Όταν νιώθουν ανασφάλεια, ή όταν έχουν έλλειψη ορίων ή όταν είναι συναισθηματικά φορτισμένα, τότε ξεσπάνε. Τα παιδιά δεν έχουν την ικανότητα να σταματήσουν ένα έντονο συναίσθημα και να το εκλογικεύσουν ούτε μπορούν να σκεφτούν και να σχεδιάσουν την αντίδρασή τους, ούτε να μας εξηγήσουν αυτά που νιώθουν. Απλά αντιδρούν. Όταν το παιδί αντιμετωπίζει μία δυσκολία, η τιμωρία και οι νουθεσίες δεν θα το βοηθήσουν για πάρα πολλούς λόγους (βλ. άρθρο «Γιατί εμείς τι πάθαμε»). Οι τιμωρίες και οι νουθεσίες μπορούν μόνο να καθησυχάσουν εμάς, επειδή νιώθουμε ότι κάναμε το χρέος μας. Αντίθετα δεν βοηθούν τα παιδιά να λειτουργήσουν διαφορετικά στο μέλλον παρά τα κάνει να γίνονται είτε φοβικά είτε πονηρά (έτσι ώστε να μην ξαναπιαστούν). Όλοι σχεδόν οι ενήλικες γνωρίζουμε ποιο είναι το σωστό (διατροφή, συμπεριφορά, σχέση κλπ.), αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι μας το κάνουμε συνεχώς και ιδιαίτερα όταν είμαστε αναστατωμένοι. Ας φανταστούμε λοιπόν πόσο πιο δύσκολο είναι για ένα παιδί που ακόμα διαμορφώνεται. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει φυσικά και με τους έφηβους. Η ένταση των συναισθημάτων τους μπορεί να τους κατακλύσει και η αναζήτηση απαντήσεων στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής (ποιος είμαι, ποιο είναι το νόημα να ζω, πώς θα είναι η ζωή μου στο μέλλον, ποιους κοινωνικούς θεσμούς θα δεχτώ και ποιους θα απορρίψω κ.ά.) μπορεί να τους αποσυντονίζει. Όμως τα παιδιά γνωρίζουν! Κατά την διάρκεια της εξέλιξής τους μπορεί να φορτίζονται, να αντιστέκονται, να υποφέρουν όμως γνωρίζουν. Αυτές τις στιγμές έχουν ανάγκη την σύνδεση μαζί μας. Έχουν ανάγκη να τους δείξουμε, κατανόηση, συμπόνια, να τους δώσουμε χώρο και χρόνο. Μπορούμε να τους μιλήσουμε σταθερά, ψύχραιμα και ήρεμα. Να τους κάνουμε ερωτήσεις με ενσυναίσθηση και αληθινό ενδιαφέρον ή απλά να τα κρατήσουμε στην αγκαλιά μας εάν και αυτά το θέλουν, χωρίς καμία κριτική διάθεση, χωρίς κανένα δίδαγμα, καμία νουθεσία και φυσικά χωρίς καμία τιμωρία. Χρέος μας είναι να τα παρατηρούμε, να είμαστε συνδεδεμένοι μαζί τους και να τα ακούμε για να βρούμε τι βρίσκεται πίσω από την κάθε συμπεριφορά τους. Χρέος μας δεν είναι να ελέγχουμε την συμπεριφορά τους αλλά τη δική μας. Χρέος μας είναι να μην τα κρίνουμε και να θυμόμαστε ότι το καθένα κάνει αυτό που μπορεί σύμφωνα με τις δεξιότητες που έχει κατακτήσει. …Έτσι θα μάθουν! Τη Λιάνα Χαρίση μπορείτε να τη βρείτε στο www.facebook.com/lianaswonder Μην διστάσετε να μας στείλετε σχόλια ή ερωτήσεις για περισσότερες πληροφορίες και διευκρινήσεις πάνω στο άρθρο
Πολλές φορές ένα παιδί μπορεί να ζητήσει τη βοήθειά μας λέγοντας π.χ. ντύσε με, τάισέ με, φέρε μου τους μαρκαδόρους μου, μάζεψε τα παιχνίδια μου κλπ. Όσο καλή κι αν είναι η πρόθεσή μας να βοηθήσουμε τα παιδιά μας, συχνά βρισκόμαστε απέναντι στο δίλλημα αν πρέπει να το κάνουμε ή όχι. Έτσι όταν ένα παιδί ζητάει τη βοήθειά μας αναρωτιόμαστε π.χ.: Πρέπει να το ντύσω ενώ μπορεί; Πρέπει να το πάρω αγκαλιά όταν γυρνάμε από τον παιδικό σταθμό; Πρέπει να κάθομαι δίπλα του όταν ζωγραφίζει; Πρέπει να ταΐσω το 5χρονο παιδί μου (ενώ μέχρι τώρα έτρωγε μόνο του) επειδή ταΐζω και το 2χρονο αδελφάκι του; Photo from Canva Υπάρχουν στιγμές που δεν ξέρουμε πώς να ανταποκριθούμε, που αναρωτιόμαστε αν αυτή η βοήθεια που μας ζητάει είναι ουσιαστική ή είναι απλά ένα καπρίτσιο. Υπάρχουν στιγμές που σκεφτόμαστε αν αυτή η βοήθεια είναι τελικά καλή για την ανάπτυξή του ή εάν με αυτόν τον τρόπο σπρώχνουμε το παιδί μας να γίνει κακομαθημένο, εξαρτημένο, άβουλο κλπ. Κάποιοι μας λένε ότι πρέπει, να βρισκόμαστε συνεχώς δίπλα στα παιδιά μας και να τα βοηθάμε, για να μην νιώθουν απόρριψη. Κάποιοι άλλοι μας λένε ότι δεν πρέπει, να βρισκόμαστε συνεχώς δίπλα στα παιδιά μας και να τα βοηθάμε, για να μην γίνουν μαλθακά και άβουλα. Τελικά πρέπει να βοηθάμε τα παιδιά μας για να νιώθουν σύνδεση, φροντίδα και αγάπη ή δεν πρέπει να τα βοηθάμε για να γίνουν αυτόνομα και ανεξάρτητα; Το παιδί μέχρι 6 περίπου χρόνων σύμφωνα με την Μ. Μοντεσσόρι αν μπορούσε να διατυπώσει επακριβώς την ανάγκη του θα μας έλεγε: «Βοήθησέ με να το κάνω μόνος μου» Αυτό δεν σημαίνει κάνε το εσύ για μένα αλλά, βοήθησέ με προετοιμάζοντας το περιβάλλον μου και εμένα για να τα καταφέρω σιγά σιγά μόνος μου. Επομένως μία γενική οδηγία θα μπορούσε να είναι: ποτέ μην κάνετε κάτι για ένα μικρό παιδί που μπορεί να το κάνει μόνο του. Υπάρχουν όμως φορές που ένα παιδί, που έχει κατακτήσει κάποιες δεξιότητες και που έχει την ανεξαρτησία να κάνει κάτι μόνο του, ζητάει τη βοήθειά μας. Πώς μπορούμε να διακρίνουμε αν ζητάει τη βοήθειά μας επειδή έχει ανάγκη να νιώσει την φροντίδα μας ή επειδή νιώθει ανεπαρκές; Και αν νιώθει ανεπαρκές, αν σταματήσουμε να το βοηθάμε πώς μπορούμε να το κάνουμε χωρίς να νιώθει εγκατάλειψη και απόρριψη; Σε αυτήν την περίπτωση εξετάζουμε 3 πράγματα: Συχνότητα, Ευκαιρία και Εξάρτηση. Συχνότητα: Τα περισσότερα παιδιά που αισθάνονται σιγουριά για τον εαυτό τους και έχουν γενικότερα ανεξαρτησία ΔΕΝ ζητάνε ΣΥΝΕΧΩΣ από τους γονείς τους να κάνουν κάτι, που ήδη γνωρίζουν πώς να κάνουν. Μπορεί όμως να ζητήσουν τη βοήθειά μας π.χ. μετά από μία έντονη μέρα ή όταν είναι αγχωμένα ή με τον ερχομό ενός μωρού κλπ. Εάν αυτό συμβαίνει που και που τότε μπορούμε να προσφέρουμε χωρίς δεύτερη σκέψη τη βοήθειά μας και να απολαύσουμε κι εμείς την σύνδεση που μας προσφέρει αυτή η στιγμή. Ευκαιρία: Να εξετάζουμε αν δίνουμε στο παιδί ευκαιρίες να τα καταφέρει μόνο του ή αν δρούμε εμείς συνεχώς αντί για αυτό (το ταΐζουμε, το ντύνουμε, λέμε το όνομά του κλπ.). Αυτό που θέλουμε με κάθε τρόπο να αποφύγουμε είναι να είμαστε οι γονείς που λένε: «θα σε ταΐσω (για να το φας όλο)», «άσε με να το κόψω για να είναι ίσιο», «θα γράψω εγώ το όνομά σου» κ.ά. γιατί τότε γινόμαστε γονείς που δρούμε αντί για το παιδί μας, στην ουσία αντικαθιστούμε το παιδί μας και του στέλνουμε το μήνυμα ότι δεν είναι ικανό. Στην περίπτωση που το παιδί μπορεί να φροντίζει (ανάλογα με την ηλικία και τις δεξιότητές του) τον εαυτό του και κάποια στιγμή, περιστασιακά μας ζητήσει να κάνουμε κάτι γι΄ αυτό, τότε δεν χρειάζεται να του το αρνηθούμε. Όλοι ξέρουμε πώς να φτιάχνουμε ένα φλιτζάνι τσάι, αλλά μερικές φορές είναι ωραίο αν κάποιος που αγαπάμε το κάνει για εμάς. Εξάρτηση: Εάν κάποιο παιδί έχει υιοθετήσει μια στάση παθητικότητας και αδυναμίας που απλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα και μας χρειάζεται για να κάνουμε τα πάντα για αυτό (ντύσε με, τάισέ με, κάτσε δίπλα μου για να ζωγραφίσω, πες μου με τι να παίξω…) ΣΥΝΕΧΩΣ -ή έστω πολύ συχνά- τότε αυτό είναι σήμα κινδύνου (σε όλες τις ηλικίες). Δείχνει ότι υπάρχει μία δυναμική που δεν δείχνει εμπιστοσύνη στις ικανότητες του παιδιού ή σεβασμό της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας του. Εάν συμβαίνει αυτό, τότε πρέπει να αναρωτηθούμε εάν η σχέση μας με το παιδί βασίζεται στην συνεργασία και εάν το παιδί μας έχει εισπράξει από εμάς σεβασμό και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του. Εν ολίγοις πρέπει να αναρωτηθούμε εάν έχουμε δημιουργήσει ΕΞΑΡΤΗΣΗ και όχι ανεξαρτησία. Όταν εμποδίζουμε τα παιδιά μας να δράσουν ανεξάρτητα (π.χ. από φόβο μήπως δεν τα καταφέρουν ή επειδή δεν κάνουν κάτι όπως εμείς ή όσο γρήγορα εμείς θέλουμε), τότε εμποδίζουμε την φυσιολογική ανάπτυξή τους και αυτό τα οδηγεί στο να επιδεικνύουν παθητικές, εξαρτητικές ή και άλλου τύπου συμπεριφορές. Εάν έχουμε ήδη ενθαρρύνει μία σχέση εξάρτησης με το παιδί μας πώς το βοηθάμε να αρχίσει να κατακτά ξανά την ανεξαρτησία του; Μπορούμε να κάνουμε μία συζήτηση και να ζητήσουμε συγνώμη που μέχρι τώρα δεν του δώσαμε αρκετές ευκαιρίες και δεν το εμπιστευθήκαμε αρκετά ώστε για να καταφέρει κάποια πράγματα μόνο του. Μπορούμε να δηλώσουμε την εμπιστοσύνη μας στις ικανότητές του και να σκεφτούμε μαζί ποια θα ήταν τα πράγματα που θα μπορούσε να αναλάβει από εδώ και πέρα (ίσως με μια ελάχιστη υποστήριξη στην αρχή). Τι γίνεται αν η απάντηση είναι «Δεν θέλω» ή «Θέλω να το κάνεις εσύ»; Τότε η δική μας απάντηση μπορεί να είναι κάπως έτσι: «Καταλαβαίνω ότι θέλεις (π.χ.) να σε ντύσω. Κάθε φορά σε ντύνω εγώ και το έχεις συνηθίσει. Είναι λογικό να θέλεις να συνεχίσω να το κάνω αλλά αυτό ήταν μία συνήθεια που δεν ήταν καλή για κανένα μας οπότε μπορούμε να την σταματήσουμε τώρα». Στη συνέχεια μπορούμε να δείξουμε ότι η πρόθεσή μας είναι να το βοηθάμε πάντα σε αυτά που δεν έχει ακόμα κατακτήσει οπότε μπορούμε να πούμε «θα σε βοηθήσω να περάσεις το λαιμό σου και μετά μπορείς μόνος σου να βάλεις τα μανίκια …» (εάν αυτά που διαβάζετε βγάζουν νόημα για εσάς, τότε θα βρείτε τα δικά σας λόγια και τον δικό σας τρόπο. Αλλιώς μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιος αυτά που προτείνουμε ώσπου να εξοικειωθεί κάπως με την νέα δυναμική). Στη συνέχεια του δείχνουμε εμπιστοσύνη και του δίνουμε την ευκαιρία να δοκιμάσει με το δικό του τρόπο και το δικό του ρυθμό (εφόσον είναι ασφαλές). Εάν θέλουμε τα παιδιά μας να νιώθουν σιγουριά για τον εαυτό τους είναι πολύ σημαντικό να μην σταματάμε ΠΟΤΕ την προσπάθειά τους (εφόσον δεν τίθεται θέμα ασφάλειας) ακόμα κι αν δεν τα καταφέρνουν τέλεια, ακόμη κι αν λερωθούν, ακόμη κι αν φορέσουν ρούχα που δεν ταιριάζουν κλπ. Χρειάζεται να δίνουμε συνεχώς ευκαιρίες στα παιδιά να προσπαθήσουν, να εξερευνήσουν, να δοκιμάσουν και να εξελίξουν τις δυνατότητές τους. Έτσι μαθαίνουν να φροντίζουν τον εαυτό τους και γίνονται ανεξάρτητα, νιώθουν ικανά και έχουν αυτοπεποίθηση. Τη Λιάνα Χαρίση μπορείτε να τη βρείτε στο www.facebook.com/lianaswonder Μην διστάσετε να μας στείλετε σχόλια ή ερωτήσεις για περισσότερες πληροφορίες και διευκρινήσεις πάνω στο άρθρο
Όπως αναφέρθηκε στα προηγούμενα άρθρα μου (τέσσερα από μια σειρά πέντε άρθρων), οι βασικές ανάγκες που πρέπει να καλύπτονται για να μεγαλώνουν τα παιδιά μας με υγεία σε σώμα, μυαλό και συναίσθημα είναι μόνο πέντε και θα τις ονομάζουμε και τις αναλύουμε σε αυτό και στα προηγούμενα άρθρα. Photo by Elly Fairytale on Pexels Ας θυμηθούμε ότι οι βασικές αναπτυξιακές ανάγκες των παιδιών είναι οι εξής:
Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΝΑ ΑΝΗΚΕΙ Από τη φύση του το παιδί έχει την τάση να μας παρατηρεί, να μας μιμείται και να κάνει όλα αυτά που βλέπει να κάνουμε εμείς. Όμως η φύση δεν καθορίζει το ποια γλώσσα θα μιλάει, το είδος δουλειάς που θα ασχοληθεί, το πρότυπο που θα μιμηθεί. Όλα αυτά προκύπτουν μόνο όταν κάποιος βρεθεί και σχετιστεί με ένα ανθρώπινο περιβάλλον. Η ανάπτυξη του παιδιού ξεκινάει μόλις το παιδί αρχίζει να αποκτά σχέση με το περιβάλλον του αφού, με βάση τα ερεθίσματα που παίρνει από αυτό, χτίζει την προσωπικότητά του αλλά και τις σχέσεις του με τους γύρω του ανθρώπους. Είναι σημαντικό μέσα σε αυτό το περιβάλλον να νιώθει ότι ανήκει, να νιώθει δηλ. ότι το υπολογίζουν, το σέβονται και γενικότερα ότι αποτελεί σημαντικό και αναπόσπαστο μέλος του. Όταν ένα παιδί νιώθει ότι ανήκει και ότι έχει προσαρμοστεί στο μικρό, προστατευμένο περιβάλλον του, τότε αποκτά γερές βάσεις και ρίζες, νιώθει οικειότητα και σιγουριά και μόνον έτσι θα μπορέσει να εκφράσει το δικό του δυναμικό. Είναι πολύ κρίσιμο λοιπόν για την υπόλοιπη ζωή του, τα πρώτα του χρόνια να αναπτυχθεί σε ένα υγιές περιβάλλον μέσα στο οποίο θα νιώθει ασφάλεια και θα εισπράττει αγάπη.
Στα μικρά παιδιά μπορούμε να διακρίνουμε δύο φάσεις κατά τις οποίες νιώθουν πολύ μεγάλη ανάγκη, ενθουσιασμό και ορμή να ενταχθούν και να νιώσουν ότι ανήκουν. Σε πρώτη φάση, το περιβάλλον στο οποίο θέλουν να νιώσουν ότι ανήκουν είναι το άμεσο οικογενειακό τους περιβάλλον. Όσο πιο μικρά είναι τα παιδιά τόσο πιο περιορισμένο πρέπει να είναι και το περιβάλλον στο οποίο εκτίθενται. Για τον πρώτο καιρό μετά τη γέννηση, το μόνο περιβάλλον που έχουν ανάγκη να γνωρίσουν είναι το σπίτι τους, η μαμά, ο μπαμπάς, τα αδελφάκια και άνθρωποι ή συγγενείς που έρχονται σε συχνή επαφή με την οικογένεια (π.χ. νταντά, παππούς…). Έτσι θα μπορέσουν πραγματικά να παρατηρήσουν και να συνδεθούν με τα άτομα αυτά, να γνωρίσουν τις καθημερινές ρουτίνες τους και να μπορέσουν να νιώσουν οικεία στο χώρο τους. Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να τα εκθέτουμε σε όλους τους φίλους, γείτονες, συγγενείς, να τα περιφέρουμε κάθε λίγο και λιγάκι σε διαφορετικά σπίτια ή σε εντυπωσιακούς παιδότοπους, μεγάλα πολυκαταστήματα κλπ. αφού αυτό θα δημιουργήσει πληθώρα ερεθισμάτων που δεν θα μπορούν να επεξεργαστούν και στη συνέχεια θα τους φέρει ανασφάλεια και ανησυχία. Ένα παράδειγμα είναι όταν λέμε ότι στα γενέθλια του παιδιού καλούμε τόσους φίλους όση και η ηλικία του παιδιού δηλ. όταν γίνει 3χρόνων μπορεί να καλέσει 3 φίλους. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι αν καλέσει 4 θα του δημιουργηθεί τραύμα αλλά σημαίνει ότι οπωσδήποτε δεν πρέπει να καλέσουμε και τα 10 ξαδελφάκια του. Πολύ συχνά βάζουμε ασυνείδητα εμπόδια στο να νιώσει το παιδί ότι ανήκει στην οικογένειά μας. Δημιουργούμε περιβάλλοντα αφιλόξενα γι’ αυτά π.χ. ψηλές καρέκλες, ψηλούς νεροχύτες, μεγάλα ποτήρια, κάγκελα κλπ. Ενώ το θεωρούμε σημαντικό μέλος της οικογένειας, του δίνουμε συνέχεια εντολές όπως: μη, θα λερώσεις τον καινούριο καναπέ, θα σπάσεις το βάζο, θα κοπείς κλπ. και σιγά σιγά το αποκλείουμε από τη συμμετοχή του στην καθημερινή μας ρουτίνα και το κάνουμε να νιώθει παρείσακτο, αδύναμο έως και ενοχλητικό. Άλλες φορές δικά μας προβλήματα δίνουν λάθος μηνύματα στο παιδί π.χ. «ωχ, πρέπει να μαγειρέψω τώρα» αντί για «είναι η ώρα να ετοιμάσουμε το φαΐ μας» κ.ο.κ και έτσι αποδυναμώνουμε τη χαρά των οικογενειακών στιγμών. Αλλά και σε συναισθηματικό επίπεδο π.χ. με το φόβο μήπως το στεναχωρήσουμε, δεν το περιλαμβάνουμε και δεν το ενημερώνουμε για κάποια σημαντικά γεγονότα και έτσι του στερούμε την αίσθηση του ανήκειν (π.χ. αυτόν τον καιρό νιώθω πολύ κουρασμένη ή ο παππούς είναι στο νοσοκομείο κλπ.). Πώς βοηθάμε το παιδί να νιώσει ότι ανήκει στην οικογένειά του;
Photo by Vlada Karpovich on Pexels Το παιδί που μεγαλώνει σε ένα σπίτι με ξεκάθαρες ρουτίνες, απόψεις και αρχές, μπορεί να τις αντιληφθεί εύκολα, να τις καταγράψει, να τις ταξινομήσει, να τις ακολουθήσει και να συνεισφέρει –με τις δικές του ικανότητες- σε αυτές. Αυτό θα το κάνει να νιώσει ασφάλεια, σιγουριά, αυτονομία, αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση, νιώθοντας παράλληλα ως αναπόσπαστο κομμάτι ενός συνόλου. Όσο μεγαλώνει το παιδί και αφού έχει γνωρίσει και προσαρμοστεί στο οικογενειακό του περιβάλλον, τότε είναι έτοιμο να επεκταθεί και σε άλλα περιβάλλοντα (π.χ. ομάδες παιχνιδιού, σχολείο κλπ.). Στα τρία πρώτα χρόνια της ζωής τους τα παιδιά βάζουν τις βάσεις για το πώς θα δομήσουν την προσωπικότητά τους. Αρχίζουν και μαθαίνουν τις ρουτίνες και τις αξίες της οικογένειάς τους, τον χώρο τους αλλά και το πώς μπορούν να δράσουν, να κινηθούν και να αυτοεξυπηρετηθούν. Αισίως ξέρουν -έστω εν μέρει- πώς να ντυθούν, πώς να φάνε, πώς να ζητήσουν βοήθεια σε κάτι που δεν καταφέρνουν κλπ. Μόλις κατακτήσουν όλα αυτά μετά αρχίζει μία δεύτερη φάση. Έχοντας κατακτήσει την ομιλία, την ικανότητα να κινούνται και να δρουν ανεξάρτητα, τώρα νιώθουν έτοιμα να ανοιχτούν λίγο πιο έξω από τα στενά όρια του «εγώ». Αρχίζουν δηλ. να στρέφουν την προσοχή τους και προς τους άλλους ανθρώπους γύρω τους. Η προσοχή των παιδιών στην περίοδο ανάμεσα στα 3 και τα 6 περίπου χρόνια στρέφεται στο πώς συμπεριφερόμαστε στους ανθρώπους γύρω μας. Δείχνουν έντονο ενδιαφέρον για τις κοινωνικές συμβάσεις (πώς προσφέρουμε κάτι, πώς χασμουριόμαστε, πώς λέμε «παρακαλώ», «καλημέρα» κλπ.). Έτσι αποκτούν μία επίγνωση κοινωνικής συμπεριφοράς που τα βοηθάει να γίνουν αποδεκτά και να προσαρμοστούν στο περιβάλλον τους. Είναι η κατάλληλη στιγμή για να αποτελέσουμε πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς και να τους δείξουμε όλα αυτά που θα τα διευκολύνουν στην κοινωνική τους συμβίωση. Μπορούμε δηλαδή σε αυτή τη φάση, να τους δείξουμε πώς να διακόψουν μία συζήτηση, πώς να σκουπίζουν τη μύτη τους, πώς να κλείσουν την πόρτα, πώς να υποδεχτούν κάποιον καλεσμένο και γενικότερα πώς να επικοινωνούν σε κοινωνικό επίπεδο με τους άλλους. Έτσι αρχίζουν και αποκτούν κοινωνικές δεξιότητες και το περιβάλλον τους επεκτείνεται όλο και περισσότερο. Σε μια μοντεσσοριανή τάξη έχουμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε την μικρή κοινωνία που δημιουργούν τα παιδιά αυτής της ηλικίας (2,5 έως 6 χρόνων) και το αποτέλεσμα πάντα μας εντυπωσιάζει. Σε αυτήν την κοινωνική ομάδα υπάρχει αλληλοβοήθεια, σεβασμός, ενδιαφέρον προς τον άλλο, θαυμασμός, στήριξη, παρηγοριά, εκφράζεται συμπόνοια, κατανόηση, υπακοή, τάξη και πειθαρχία (μία κοινωνική πειθαρχία στην οποία έρχεται σε αρμονία ο ένας με τον άλλο και όχι μία στρατιωτική πειθαρχία που ο ένας υποχρεούται να υπακούσει τον άλλο). Τα παιδιά ταυτίζονται με την ομάδα και είναι χαρούμενα που ανήκουν εκεί. Είναι η εικόνα μιας ιδανικής κοινωνίας που τα μέλη της τα ενώνει ένα κοινωνικό συναίσθημα, το συναίσθημα της κοινωνικής συνοχής.
Έτσι βιώνουν το τι σημαίνει να ανήκουν και σε ένα άλλο περιβάλλον ευρύτερο από αυτό της οικογένειάς τους και το πως μπορεί να χτίσουν υγιείς σχέσεις μεταξύ τους. Συμπερασματικά: Τα παιδιά από τη φύση τους είναι εξοπλισμένα με έναν εσωτερικό δάσκαλο και μια ορμή για να κάνουν αυτό που είναι καλό για την ανάπτυξή τους. Η δράση των παιδιών -και η δική μας- πρέπει να είναι τέτοια ώστε να καλύπτονται οι βασικές αναπτυξιακές ανάγκες τους. Πολλές φορές μία ανάγκη αλληλοεπιδρά και με άλλες ανάγκες. Για παράδειγμα το 2χρονο παιδί που μπορεί να πάει να ανοίξει το ψυγείο για να πάρει ένα σνακ να φάει καλύπτει συγχρόνως:
Όταν αναγνωρίζουμε τις βασικές ανάγκες των παιδιών μπορούμε να καταλάβουμε -και να προλάβουμε- πολλές παιδικές «ιδιοτροπίες» δηλ. συμπεριφορές που μέχρι τώρα μπορεί να μας φαίνονταν παράλογες ή χωρίς φανερή αιτία. Τώρα ξέρουμε ότι τα παιδιά έχουν έντονες ακόμα και βίαιες ή επώδυνες αντιδράσεις κάθε φορά που κάποιος εξωτερικός παράγοντας θέτει εμπόδιο στη ζωτική τους δραστηριότητα, κάθε φορά που καταπιέζονται δηλαδή οι βασικές τους ανάγκες. Ακόμα κι αν οι «ιδιοτροπίες» κάποιες φορές φαίνεται να αντιμετωπίζονται με άλλα μέσα (π.χ. τιμωρία, δωροδοκία, πιπίλα, οθόνες κλπ.) ωστόσο πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι αυτή η αντιμετώπιση είναι μόνο επιφανειακή και μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ανάπτυξη του παιδιού που μένει ανεπίστρεπτα ατελής και επηρεάζουν σημαντικά τη μελλοντική ισορροπία του ψυχικού του κόσμου. Γνωρίζοντας λοιπόν αυτές τις τόσο σημαντικές βασικές ανάγκες, στα πρώτα 6 χρόνια του παιδιού, πρέπει να τις εκλάβουμε σαν μια σπουδαία ευκαιρία στην οποία πρέπει να ανταποκριθούμε και να δώσουμε το κατάλληλο στήριγμα, έτσι ώστε να βοηθήσουμε την ανάπτυξη του παιδιού και να απολαύσουμε «το θαύμα της δημιουργίας του Ανθρώπου». Τη Λιάνα Χαρίση μπορείτε να τη βρείτε στο www.facebook.com/lianaswonder Μην διστάσετε να μας στείλετε σχόλια ή ερωτήσεις για περισσότερες πληροφορίες και διευκρινήσεις πάνω στο άρθρο
|
Archives
November 2020
Categories |