Όπως αναφέρθηκε στα προηγούμενα άρθρα μου (τέσσερα από μια σειρά πέντε άρθρων), οι βασικές ανάγκες που πρέπει να καλύπτονται για να μεγαλώνουν τα παιδιά μας με υγεία σε σώμα, μυαλό και συναίσθημα είναι μόνο πέντε και θα τις ονομάζουμε και τις αναλύουμε σε αυτό και στα προηγούμενα άρθρα. Photo by Elly Fairytale on Pexels Ας θυμηθούμε ότι οι βασικές αναπτυξιακές ανάγκες των παιδιών είναι οι εξής:
Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΝΑ ΑΝΗΚΕΙ Από τη φύση του το παιδί έχει την τάση να μας παρατηρεί, να μας μιμείται και να κάνει όλα αυτά που βλέπει να κάνουμε εμείς. Όμως η φύση δεν καθορίζει το ποια γλώσσα θα μιλάει, το είδος δουλειάς που θα ασχοληθεί, το πρότυπο που θα μιμηθεί. Όλα αυτά προκύπτουν μόνο όταν κάποιος βρεθεί και σχετιστεί με ένα ανθρώπινο περιβάλλον. Η ανάπτυξη του παιδιού ξεκινάει μόλις το παιδί αρχίζει να αποκτά σχέση με το περιβάλλον του αφού, με βάση τα ερεθίσματα που παίρνει από αυτό, χτίζει την προσωπικότητά του αλλά και τις σχέσεις του με τους γύρω του ανθρώπους. Είναι σημαντικό μέσα σε αυτό το περιβάλλον να νιώθει ότι ανήκει, να νιώθει δηλ. ότι το υπολογίζουν, το σέβονται και γενικότερα ότι αποτελεί σημαντικό και αναπόσπαστο μέλος του. Όταν ένα παιδί νιώθει ότι ανήκει και ότι έχει προσαρμοστεί στο μικρό, προστατευμένο περιβάλλον του, τότε αποκτά γερές βάσεις και ρίζες, νιώθει οικειότητα και σιγουριά και μόνον έτσι θα μπορέσει να εκφράσει το δικό του δυναμικό. Είναι πολύ κρίσιμο λοιπόν για την υπόλοιπη ζωή του, τα πρώτα του χρόνια να αναπτυχθεί σε ένα υγιές περιβάλλον μέσα στο οποίο θα νιώθει ασφάλεια και θα εισπράττει αγάπη.
Στα μικρά παιδιά μπορούμε να διακρίνουμε δύο φάσεις κατά τις οποίες νιώθουν πολύ μεγάλη ανάγκη, ενθουσιασμό και ορμή να ενταχθούν και να νιώσουν ότι ανήκουν. Σε πρώτη φάση, το περιβάλλον στο οποίο θέλουν να νιώσουν ότι ανήκουν είναι το άμεσο οικογενειακό τους περιβάλλον. Όσο πιο μικρά είναι τα παιδιά τόσο πιο περιορισμένο πρέπει να είναι και το περιβάλλον στο οποίο εκτίθενται. Για τον πρώτο καιρό μετά τη γέννηση, το μόνο περιβάλλον που έχουν ανάγκη να γνωρίσουν είναι το σπίτι τους, η μαμά, ο μπαμπάς, τα αδελφάκια και άνθρωποι ή συγγενείς που έρχονται σε συχνή επαφή με την οικογένεια (π.χ. νταντά, παππούς…). Έτσι θα μπορέσουν πραγματικά να παρατηρήσουν και να συνδεθούν με τα άτομα αυτά, να γνωρίσουν τις καθημερινές ρουτίνες τους και να μπορέσουν να νιώσουν οικεία στο χώρο τους. Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να τα εκθέτουμε σε όλους τους φίλους, γείτονες, συγγενείς, να τα περιφέρουμε κάθε λίγο και λιγάκι σε διαφορετικά σπίτια ή σε εντυπωσιακούς παιδότοπους, μεγάλα πολυκαταστήματα κλπ. αφού αυτό θα δημιουργήσει πληθώρα ερεθισμάτων που δεν θα μπορούν να επεξεργαστούν και στη συνέχεια θα τους φέρει ανασφάλεια και ανησυχία. Ένα παράδειγμα είναι όταν λέμε ότι στα γενέθλια του παιδιού καλούμε τόσους φίλους όση και η ηλικία του παιδιού δηλ. όταν γίνει 3χρόνων μπορεί να καλέσει 3 φίλους. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι αν καλέσει 4 θα του δημιουργηθεί τραύμα αλλά σημαίνει ότι οπωσδήποτε δεν πρέπει να καλέσουμε και τα 10 ξαδελφάκια του. Πολύ συχνά βάζουμε ασυνείδητα εμπόδια στο να νιώσει το παιδί ότι ανήκει στην οικογένειά μας. Δημιουργούμε περιβάλλοντα αφιλόξενα γι’ αυτά π.χ. ψηλές καρέκλες, ψηλούς νεροχύτες, μεγάλα ποτήρια, κάγκελα κλπ. Ενώ το θεωρούμε σημαντικό μέλος της οικογένειας, του δίνουμε συνέχεια εντολές όπως: μη, θα λερώσεις τον καινούριο καναπέ, θα σπάσεις το βάζο, θα κοπείς κλπ. και σιγά σιγά το αποκλείουμε από τη συμμετοχή του στην καθημερινή μας ρουτίνα και το κάνουμε να νιώθει παρείσακτο, αδύναμο έως και ενοχλητικό. Άλλες φορές δικά μας προβλήματα δίνουν λάθος μηνύματα στο παιδί π.χ. «ωχ, πρέπει να μαγειρέψω τώρα» αντί για «είναι η ώρα να ετοιμάσουμε το φαΐ μας» κ.ο.κ και έτσι αποδυναμώνουμε τη χαρά των οικογενειακών στιγμών. Αλλά και σε συναισθηματικό επίπεδο π.χ. με το φόβο μήπως το στεναχωρήσουμε, δεν το περιλαμβάνουμε και δεν το ενημερώνουμε για κάποια σημαντικά γεγονότα και έτσι του στερούμε την αίσθηση του ανήκειν (π.χ. αυτόν τον καιρό νιώθω πολύ κουρασμένη ή ο παππούς είναι στο νοσοκομείο κλπ.). Πώς βοηθάμε το παιδί να νιώσει ότι ανήκει στην οικογένειά του;
Photo by Vlada Karpovich on Pexels Το παιδί που μεγαλώνει σε ένα σπίτι με ξεκάθαρες ρουτίνες, απόψεις και αρχές, μπορεί να τις αντιληφθεί εύκολα, να τις καταγράψει, να τις ταξινομήσει, να τις ακολουθήσει και να συνεισφέρει –με τις δικές του ικανότητες- σε αυτές. Αυτό θα το κάνει να νιώσει ασφάλεια, σιγουριά, αυτονομία, αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση, νιώθοντας παράλληλα ως αναπόσπαστο κομμάτι ενός συνόλου. Όσο μεγαλώνει το παιδί και αφού έχει γνωρίσει και προσαρμοστεί στο οικογενειακό του περιβάλλον, τότε είναι έτοιμο να επεκταθεί και σε άλλα περιβάλλοντα (π.χ. ομάδες παιχνιδιού, σχολείο κλπ.). Στα τρία πρώτα χρόνια της ζωής τους τα παιδιά βάζουν τις βάσεις για το πώς θα δομήσουν την προσωπικότητά τους. Αρχίζουν και μαθαίνουν τις ρουτίνες και τις αξίες της οικογένειάς τους, τον χώρο τους αλλά και το πώς μπορούν να δράσουν, να κινηθούν και να αυτοεξυπηρετηθούν. Αισίως ξέρουν -έστω εν μέρει- πώς να ντυθούν, πώς να φάνε, πώς να ζητήσουν βοήθεια σε κάτι που δεν καταφέρνουν κλπ. Μόλις κατακτήσουν όλα αυτά μετά αρχίζει μία δεύτερη φάση. Έχοντας κατακτήσει την ομιλία, την ικανότητα να κινούνται και να δρουν ανεξάρτητα, τώρα νιώθουν έτοιμα να ανοιχτούν λίγο πιο έξω από τα στενά όρια του «εγώ». Αρχίζουν δηλ. να στρέφουν την προσοχή τους και προς τους άλλους ανθρώπους γύρω τους. Η προσοχή των παιδιών στην περίοδο ανάμεσα στα 3 και τα 6 περίπου χρόνια στρέφεται στο πώς συμπεριφερόμαστε στους ανθρώπους γύρω μας. Δείχνουν έντονο ενδιαφέρον για τις κοινωνικές συμβάσεις (πώς προσφέρουμε κάτι, πώς χασμουριόμαστε, πώς λέμε «παρακαλώ», «καλημέρα» κλπ.). Έτσι αποκτούν μία επίγνωση κοινωνικής συμπεριφοράς που τα βοηθάει να γίνουν αποδεκτά και να προσαρμοστούν στο περιβάλλον τους. Είναι η κατάλληλη στιγμή για να αποτελέσουμε πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς και να τους δείξουμε όλα αυτά που θα τα διευκολύνουν στην κοινωνική τους συμβίωση. Μπορούμε δηλαδή σε αυτή τη φάση, να τους δείξουμε πώς να διακόψουν μία συζήτηση, πώς να σκουπίζουν τη μύτη τους, πώς να κλείσουν την πόρτα, πώς να υποδεχτούν κάποιον καλεσμένο και γενικότερα πώς να επικοινωνούν σε κοινωνικό επίπεδο με τους άλλους. Έτσι αρχίζουν και αποκτούν κοινωνικές δεξιότητες και το περιβάλλον τους επεκτείνεται όλο και περισσότερο. Σε μια μοντεσσοριανή τάξη έχουμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε την μικρή κοινωνία που δημιουργούν τα παιδιά αυτής της ηλικίας (2,5 έως 6 χρόνων) και το αποτέλεσμα πάντα μας εντυπωσιάζει. Σε αυτήν την κοινωνική ομάδα υπάρχει αλληλοβοήθεια, σεβασμός, ενδιαφέρον προς τον άλλο, θαυμασμός, στήριξη, παρηγοριά, εκφράζεται συμπόνοια, κατανόηση, υπακοή, τάξη και πειθαρχία (μία κοινωνική πειθαρχία στην οποία έρχεται σε αρμονία ο ένας με τον άλλο και όχι μία στρατιωτική πειθαρχία που ο ένας υποχρεούται να υπακούσει τον άλλο). Τα παιδιά ταυτίζονται με την ομάδα και είναι χαρούμενα που ανήκουν εκεί. Είναι η εικόνα μιας ιδανικής κοινωνίας που τα μέλη της τα ενώνει ένα κοινωνικό συναίσθημα, το συναίσθημα της κοινωνικής συνοχής.
Έτσι βιώνουν το τι σημαίνει να ανήκουν και σε ένα άλλο περιβάλλον ευρύτερο από αυτό της οικογένειάς τους και το πως μπορεί να χτίσουν υγιείς σχέσεις μεταξύ τους. Συμπερασματικά: Τα παιδιά από τη φύση τους είναι εξοπλισμένα με έναν εσωτερικό δάσκαλο και μια ορμή για να κάνουν αυτό που είναι καλό για την ανάπτυξή τους. Η δράση των παιδιών -και η δική μας- πρέπει να είναι τέτοια ώστε να καλύπτονται οι βασικές αναπτυξιακές ανάγκες τους. Πολλές φορές μία ανάγκη αλληλοεπιδρά και με άλλες ανάγκες. Για παράδειγμα το 2χρονο παιδί που μπορεί να πάει να ανοίξει το ψυγείο για να πάρει ένα σνακ να φάει καλύπτει συγχρόνως:
Όταν αναγνωρίζουμε τις βασικές ανάγκες των παιδιών μπορούμε να καταλάβουμε -και να προλάβουμε- πολλές παιδικές «ιδιοτροπίες» δηλ. συμπεριφορές που μέχρι τώρα μπορεί να μας φαίνονταν παράλογες ή χωρίς φανερή αιτία. Τώρα ξέρουμε ότι τα παιδιά έχουν έντονες ακόμα και βίαιες ή επώδυνες αντιδράσεις κάθε φορά που κάποιος εξωτερικός παράγοντας θέτει εμπόδιο στη ζωτική τους δραστηριότητα, κάθε φορά που καταπιέζονται δηλαδή οι βασικές τους ανάγκες. Ακόμα κι αν οι «ιδιοτροπίες» κάποιες φορές φαίνεται να αντιμετωπίζονται με άλλα μέσα (π.χ. τιμωρία, δωροδοκία, πιπίλα, οθόνες κλπ.) ωστόσο πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι αυτή η αντιμετώπιση είναι μόνο επιφανειακή και μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ανάπτυξη του παιδιού που μένει ανεπίστρεπτα ατελής και επηρεάζουν σημαντικά τη μελλοντική ισορροπία του ψυχικού του κόσμου. Γνωρίζοντας λοιπόν αυτές τις τόσο σημαντικές βασικές ανάγκες, στα πρώτα 6 χρόνια του παιδιού, πρέπει να τις εκλάβουμε σαν μια σπουδαία ευκαιρία στην οποία πρέπει να ανταποκριθούμε και να δώσουμε το κατάλληλο στήριγμα, έτσι ώστε να βοηθήσουμε την ανάπτυξη του παιδιού και να απολαύσουμε «το θαύμα της δημιουργίας του Ανθρώπου». Τη Λιάνα Χαρίση μπορείτε να τη βρείτε στο www.facebook.com/lianaswonder Μην διστάσετε να μας στείλετε σχόλια ή ερωτήσεις για περισσότερες πληροφορίες και διευκρινήσεις πάνω στο άρθρο
0 Comments
Leave a Reply. |
Archives
November 2020
Categories |