Πολλές φορές ένα παιδί μπορεί να ζητήσει τη βοήθειά μας λέγοντας π.χ. ντύσε με, τάισέ με, φέρε μου τους μαρκαδόρους μου, μάζεψε τα παιχνίδια μου κλπ. Όσο καλή κι αν είναι η πρόθεσή μας να βοηθήσουμε τα παιδιά μας, συχνά βρισκόμαστε απέναντι στο δίλλημα αν πρέπει να το κάνουμε ή όχι. Έτσι όταν ένα παιδί ζητάει τη βοήθειά μας αναρωτιόμαστε π.χ.: Πρέπει να το ντύσω ενώ μπορεί; Πρέπει να το πάρω αγκαλιά όταν γυρνάμε από τον παιδικό σταθμό; Πρέπει να κάθομαι δίπλα του όταν ζωγραφίζει; Πρέπει να ταΐσω το 5χρονο παιδί μου (ενώ μέχρι τώρα έτρωγε μόνο του) επειδή ταΐζω και το 2χρονο αδελφάκι του; Photo from Canva Υπάρχουν στιγμές που δεν ξέρουμε πώς να ανταποκριθούμε, που αναρωτιόμαστε αν αυτή η βοήθεια που μας ζητάει είναι ουσιαστική ή είναι απλά ένα καπρίτσιο. Υπάρχουν στιγμές που σκεφτόμαστε αν αυτή η βοήθεια είναι τελικά καλή για την ανάπτυξή του ή εάν με αυτόν τον τρόπο σπρώχνουμε το παιδί μας να γίνει κακομαθημένο, εξαρτημένο, άβουλο κλπ. Κάποιοι μας λένε ότι πρέπει, να βρισκόμαστε συνεχώς δίπλα στα παιδιά μας και να τα βοηθάμε, για να μην νιώθουν απόρριψη. Κάποιοι άλλοι μας λένε ότι δεν πρέπει, να βρισκόμαστε συνεχώς δίπλα στα παιδιά μας και να τα βοηθάμε, για να μην γίνουν μαλθακά και άβουλα. Τελικά πρέπει να βοηθάμε τα παιδιά μας για να νιώθουν σύνδεση, φροντίδα και αγάπη ή δεν πρέπει να τα βοηθάμε για να γίνουν αυτόνομα και ανεξάρτητα; Το παιδί μέχρι 6 περίπου χρόνων σύμφωνα με την Μ. Μοντεσσόρι αν μπορούσε να διατυπώσει επακριβώς την ανάγκη του θα μας έλεγε: «Βοήθησέ με να το κάνω μόνος μου» Αυτό δεν σημαίνει κάνε το εσύ για μένα αλλά, βοήθησέ με προετοιμάζοντας το περιβάλλον μου και εμένα για να τα καταφέρω σιγά σιγά μόνος μου. Επομένως μία γενική οδηγία θα μπορούσε να είναι: ποτέ μην κάνετε κάτι για ένα μικρό παιδί που μπορεί να το κάνει μόνο του. Υπάρχουν όμως φορές που ένα παιδί, που έχει κατακτήσει κάποιες δεξιότητες και που έχει την ανεξαρτησία να κάνει κάτι μόνο του, ζητάει τη βοήθειά μας. Πώς μπορούμε να διακρίνουμε αν ζητάει τη βοήθειά μας επειδή έχει ανάγκη να νιώσει την φροντίδα μας ή επειδή νιώθει ανεπαρκές; Και αν νιώθει ανεπαρκές, αν σταματήσουμε να το βοηθάμε πώς μπορούμε να το κάνουμε χωρίς να νιώθει εγκατάλειψη και απόρριψη; Σε αυτήν την περίπτωση εξετάζουμε 3 πράγματα: Συχνότητα, Ευκαιρία και Εξάρτηση. Συχνότητα: Τα περισσότερα παιδιά που αισθάνονται σιγουριά για τον εαυτό τους και έχουν γενικότερα ανεξαρτησία ΔΕΝ ζητάνε ΣΥΝΕΧΩΣ από τους γονείς τους να κάνουν κάτι, που ήδη γνωρίζουν πώς να κάνουν. Μπορεί όμως να ζητήσουν τη βοήθειά μας π.χ. μετά από μία έντονη μέρα ή όταν είναι αγχωμένα ή με τον ερχομό ενός μωρού κλπ. Εάν αυτό συμβαίνει που και που τότε μπορούμε να προσφέρουμε χωρίς δεύτερη σκέψη τη βοήθειά μας και να απολαύσουμε κι εμείς την σύνδεση που μας προσφέρει αυτή η στιγμή. Ευκαιρία: Να εξετάζουμε αν δίνουμε στο παιδί ευκαιρίες να τα καταφέρει μόνο του ή αν δρούμε εμείς συνεχώς αντί για αυτό (το ταΐζουμε, το ντύνουμε, λέμε το όνομά του κλπ.). Αυτό που θέλουμε με κάθε τρόπο να αποφύγουμε είναι να είμαστε οι γονείς που λένε: «θα σε ταΐσω (για να το φας όλο)», «άσε με να το κόψω για να είναι ίσιο», «θα γράψω εγώ το όνομά σου» κ.ά. γιατί τότε γινόμαστε γονείς που δρούμε αντί για το παιδί μας, στην ουσία αντικαθιστούμε το παιδί μας και του στέλνουμε το μήνυμα ότι δεν είναι ικανό. Στην περίπτωση που το παιδί μπορεί να φροντίζει (ανάλογα με την ηλικία και τις δεξιότητές του) τον εαυτό του και κάποια στιγμή, περιστασιακά μας ζητήσει να κάνουμε κάτι γι΄ αυτό, τότε δεν χρειάζεται να του το αρνηθούμε. Όλοι ξέρουμε πώς να φτιάχνουμε ένα φλιτζάνι τσάι, αλλά μερικές φορές είναι ωραίο αν κάποιος που αγαπάμε το κάνει για εμάς. Εξάρτηση: Εάν κάποιο παιδί έχει υιοθετήσει μια στάση παθητικότητας και αδυναμίας που απλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα και μας χρειάζεται για να κάνουμε τα πάντα για αυτό (ντύσε με, τάισέ με, κάτσε δίπλα μου για να ζωγραφίσω, πες μου με τι να παίξω…) ΣΥΝΕΧΩΣ -ή έστω πολύ συχνά- τότε αυτό είναι σήμα κινδύνου (σε όλες τις ηλικίες). Δείχνει ότι υπάρχει μία δυναμική που δεν δείχνει εμπιστοσύνη στις ικανότητες του παιδιού ή σεβασμό της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας του. Εάν συμβαίνει αυτό, τότε πρέπει να αναρωτηθούμε εάν η σχέση μας με το παιδί βασίζεται στην συνεργασία και εάν το παιδί μας έχει εισπράξει από εμάς σεβασμό και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του. Εν ολίγοις πρέπει να αναρωτηθούμε εάν έχουμε δημιουργήσει ΕΞΑΡΤΗΣΗ και όχι ανεξαρτησία. Όταν εμποδίζουμε τα παιδιά μας να δράσουν ανεξάρτητα (π.χ. από φόβο μήπως δεν τα καταφέρουν ή επειδή δεν κάνουν κάτι όπως εμείς ή όσο γρήγορα εμείς θέλουμε), τότε εμποδίζουμε την φυσιολογική ανάπτυξή τους και αυτό τα οδηγεί στο να επιδεικνύουν παθητικές, εξαρτητικές ή και άλλου τύπου συμπεριφορές. Εάν έχουμε ήδη ενθαρρύνει μία σχέση εξάρτησης με το παιδί μας πώς το βοηθάμε να αρχίσει να κατακτά ξανά την ανεξαρτησία του; Μπορούμε να κάνουμε μία συζήτηση και να ζητήσουμε συγνώμη που μέχρι τώρα δεν του δώσαμε αρκετές ευκαιρίες και δεν το εμπιστευθήκαμε αρκετά ώστε για να καταφέρει κάποια πράγματα μόνο του. Μπορούμε να δηλώσουμε την εμπιστοσύνη μας στις ικανότητές του και να σκεφτούμε μαζί ποια θα ήταν τα πράγματα που θα μπορούσε να αναλάβει από εδώ και πέρα (ίσως με μια ελάχιστη υποστήριξη στην αρχή). Τι γίνεται αν η απάντηση είναι «Δεν θέλω» ή «Θέλω να το κάνεις εσύ»; Τότε η δική μας απάντηση μπορεί να είναι κάπως έτσι: «Καταλαβαίνω ότι θέλεις (π.χ.) να σε ντύσω. Κάθε φορά σε ντύνω εγώ και το έχεις συνηθίσει. Είναι λογικό να θέλεις να συνεχίσω να το κάνω αλλά αυτό ήταν μία συνήθεια που δεν ήταν καλή για κανένα μας οπότε μπορούμε να την σταματήσουμε τώρα». Στη συνέχεια μπορούμε να δείξουμε ότι η πρόθεσή μας είναι να το βοηθάμε πάντα σε αυτά που δεν έχει ακόμα κατακτήσει οπότε μπορούμε να πούμε «θα σε βοηθήσω να περάσεις το λαιμό σου και μετά μπορείς μόνος σου να βάλεις τα μανίκια …» (εάν αυτά που διαβάζετε βγάζουν νόημα για εσάς, τότε θα βρείτε τα δικά σας λόγια και τον δικό σας τρόπο. Αλλιώς μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιος αυτά που προτείνουμε ώσπου να εξοικειωθεί κάπως με την νέα δυναμική). Στη συνέχεια του δείχνουμε εμπιστοσύνη και του δίνουμε την ευκαιρία να δοκιμάσει με το δικό του τρόπο και το δικό του ρυθμό (εφόσον είναι ασφαλές). Εάν θέλουμε τα παιδιά μας να νιώθουν σιγουριά για τον εαυτό τους είναι πολύ σημαντικό να μην σταματάμε ΠΟΤΕ την προσπάθειά τους (εφόσον δεν τίθεται θέμα ασφάλειας) ακόμα κι αν δεν τα καταφέρνουν τέλεια, ακόμη κι αν λερωθούν, ακόμη κι αν φορέσουν ρούχα που δεν ταιριάζουν κλπ. Χρειάζεται να δίνουμε συνεχώς ευκαιρίες στα παιδιά να προσπαθήσουν, να εξερευνήσουν, να δοκιμάσουν και να εξελίξουν τις δυνατότητές τους. Έτσι μαθαίνουν να φροντίζουν τον εαυτό τους και γίνονται ανεξάρτητα, νιώθουν ικανά και έχουν αυτοπεποίθηση. Τη Λιάνα Χαρίση μπορείτε να τη βρείτε στο www.facebook.com/lianaswonder Μην διστάσετε να μας στείλετε σχόλια ή ερωτήσεις για περισσότερες πληροφορίες και διευκρινήσεις πάνω στο άρθρο
0 Comments
Leave a Reply. |
Archives
November 2020
Categories |