Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο άρθρο μου (το πρώτο από μια σειρά πέντε άρθρων) οι βασικές ανάγκες, που πρέπει να καλύπτονται για να μεγαλώνουν τα παιδιά μας με υγεία σε σώμα, μυαλό και συναίσθημα, είναι μόνον πέντε και θα τις ονομάσουμε και θα τις αναλύσουμε σε μία σειρά από πέντε άρθρα. Όσο πιο καλά τις γνωρίζουμε, τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι η προσπάθειά μας ως γονείς και τόσο πιο ουσιαστική θα είναι η επικοινωνία μας με τα παιδιά μας. Photo from Anna Shvets Ας θυμηθούμε ότι οι βασικές αναπτυξιακές ανάγκες των παιδιών είναι οι εξής:
Σε αυτό το δεύτερο στη σειρά άρθρο, θα αναφερθούμε στην ανάγκη των παιδιών για γλώσσα. Μιλώντας για γλώσσα εννοούμε ό,τι έχει σχέση με τον προφορικό λόγο και την επικοινωνία γενικότερα. Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΓΙΑ ΓΛΩΣΣΑ Ως ανθρώπινα όντα, έχουμε ανάγκη να επικοινωνήσουμε και το κυριότερο μέσον για αυτό, είναι η γλώσσα δηλ. ο προφορικός λόγος. Με τη γλώσσα, μοιραζόμαστε τις γνώσεις μας, τις ανάγκες μας, περιγράφουμε τις σκέψεις μας, τα συναισθήματά μας και γενικότερα εκφράζουμε τον εσωτερικό μας κόσμο. Η Μαρία Μοντεσσόρι μέσα από επιστημονική έρευνα και παρατήρηση, ανέλυσε πολύ διεξοδικά την ανάγκη του παιδιού για γλώσσα. Θα εξηγήσουμε -μέσα από τα γραπτά της στα βιβλία “Το μυστικό της παιδικής ηλικίας” και “ Τί πρέπει να ξέρετε για το παιδί σας ” - τί σημαίνει η ανάγκη για γλώσσα.
Οι μελέτες της -που επικυρώνονται από όλες τις σύγχρονες επιστήμες- δείχνουν ότι κάθε παιδί, από τη στιγμή που είναι έμβρυο και αναπτύσσει την ακοή του και μέχρι τα έξι πρώτα χρόνια από την γέννησή του, έχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία, ικανότητα και ανάγκη να μάθει και να αφομοιώσει τη γλώσσα του περιβάλλοντός του και σε καμία άλλη ηλικία δεν θα μπορέσει να το κάνει με την ίδια ευκολία.
Το παιδί μαθαίνει μόνο του, χωρίς καμία δυσκολία, τη γλώσσα του περιβάλλοντός του, όσο πολύπλοκη και να είναι αυτή και ίσως κάποιοι να μην έχουν συνειδητοποιήσει ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτής της κατάκτησης, γίνεται μέσα στα δύο πρώτα χρόνια της ζωής του. Ταυτόχρονα στο ίδιο διάστημα διαμορφώνει και σωματικά όλα τα όργανα που θα χρειαστεί για τη γλώσσα (π.χ. στοματική κοιλότητα, φωνητικές χορδές κλπ.). Όλη αυτή η θαυμαστή δημιουργία του παιδιού δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή αφού: «Όλα γίνονται στην ησυχία και τη σκοτεινιά!» Πριν δηλαδή το παιδί πει την πρώτη του φράση, έχει παρατηρήσει, αφομοιώσει, ενσαρκώσει και μάθει σχεδόν όλες τις ιδιαιτερότητες (όπως την προφορά, την τονικότητα, την προσωδία, την γραμματική, την σύνταξη κλπ.) της γλώσσας του περιβάλλοντός του και έχει διαμορφώσει τα όργανα που θα χρειαστεί για να την μιλήσει.
Στα πρώτα έξι χρόνια, διακρίνουμε τρεις φάσεις κατά τις οποίες το παιδί δείχνει έντονο ενδιαφέρον, ενθουσιασμό και ευαισθησία για διαφορετικά στοιχεία της γλώσσας και έτσι μπορεί σταδιακά και με μια λογική σειρά, να τα κατακτήσει. 1η φάση ευαισθησίας: Από τις πρώτες εβδομάδες (μετά τη γέννησή του), το μωρό δείχνει έντονο ενδιαφέρον και ενθουσιασμό στον ενήλικο που του μιλάει. Κοιτώντας τον στα μάτια και στρέφοντας όλη την προσοχή του σε αυτόν, καταφέρνει και καταγράφει όλους τους ήχους της ανθρώπινης φωνής. Το νεογέννητο, αποτυπώνει πρώτα τους ήχους και μετά τις συλλαβές (ακολουθώντας μία προοδευτική λογική διαδικασία) και στη συνέχεια προσπαθεί να αναπαραγάγει τους ήχους που έχει αφομοιώσει. 2η φάση ευαισθησίας: Το παιδί, αρχίζει να αποκτά τα ονόματα των αντικειμένων και να τα βάζει σε μία τάξη. Δείχνει «δίψα» για τις λέξεις. Η ερώτηση που κάνει συνέχεια, σε αυτή τη φάση, είναι «τί είναι αυτό;». Γύρω στους 18 μήνες, αρχίζει να αποκτά μία στοιχειώδη γραμματική και τέλος έρχεται η σύνταξη. Γύρω στα δυόμισι του χρόνια μπορεί να μιλήσει με λεξιλόγιο παρόμοιο με αυτό των ενηλίκων. 3η φάση ευαισθησίας: Γύρω στα 3,5-6 του χρόνια το παιδί εκφράζει ένα έντονο ενδιαφέρον για μία λίγο διαφορετική γλώσσα, αυτή που χρησιμοποιούμε δηλ. στις κοινωνικές μας συναναστροφές (λέγοντας π.χ. «ευχαριστώ», «παρακαλώ», «θα μπορούσα» κλπ.) Στην ίδια επίσης φάση (3,5 - 4,5χρ), αφού το παιδί έχει ήδη κατακτήσει τη δομή του προφορικού λόγου, μπορούμε να το εισάγουμε στην αλφάβητο, με τραγούδια, παιχνίδια, στιχάκια κλπ. Έτσι βοηθάμε σιγά σιγά να ανοίξουν οι ορίζοντές του οδηγώντας το και στο γραπτό λόγο. Οι μελέτες δείχνουν ότι ο άνθρωπος δεν αναπτύσσει τη γλώσσα επειδή την κατέχει από πριν (λόγω κληρονομικότητας) αλλά επειδή την αφομοιώνει από το περιβάλλον του. Χρέος μας είναι να σεβαστούμε αυτό το τεράστιο έργο και να βοηθήσουμε το παιδί, δημιουργώντας το κατάλληλο περιβάλλον που θα βοηθήσει το παιδί να παρατηρήσει, να μιμηθεί και να αφομοιώσει σωστά τη γλώσσα του. Χρειάζεται δηλ. να αφαιρέσουμε τα εμπόδια που θα το δυσκόλευαν στην φυσιολογική κατάκτηση της γλώσσας του περιβάλλοντός του. Φυσικά δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι κάποιος θα εμπόδιζε συνειδητά το παιδί του να μάθει να μιλάει και να εκφραστεί. Μιλάμε για τα εμπόδια που ασυνείδητα βάζουμε στα παιδιά και τα δυσκολεύουμε στον τομέα αυτό. Φωτογραφία από Alex Smith Ας σκεφτούμε λοιπόν λίγο πιο καλά:
Χρειάζεται δηλαδή να προσφέρουμε στο παιδί ένα πλούσιο περιβάλλον, μέσα στο οποίο το παιδί θα πάρει τα κατάλληλα ερεθίσματα για να μάθει να επικοινωνεί σωστά σε λεκτικό αλλά και συναισθηματικό επίπεδο. Τι μπορούμε να κάνουμε:
Βοηθώντας το παιδί να αποκτήσει μια πλούσια και ακριβή εικόνα της μητρικής του γλώσσας, το βοηθάμε να δημιουργήσει έναν μηχανισμό έκφρασης και ένα μέσο επικοινωνίας με τον εξωτερικό κόσμο για να αντιμετωπίσει με αξιοπρέπεια και αυτοπεποίθηση την καθημερινότητά του και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ζωής. Η Μαρία Μοντεσσόρι μιλώντας για τη μητρική γλώσσα λέει:
Ας την τιμήσουμε λοιπόν και ας την μεταδώσουμε όπως της -και όπως του (παιδιού)- αξίζει! Τη Λιάνα Χαρίση μπορείτε να τη βρείτε στο www.facebook.com/lianaswonder Μην διστάσετε να μας στείλετε σχόλια ή ερωτήσεις για περισσότερες πληροφορίες και διευκρινήσεις πάνω στο άρθρο
0 Comments
Leave a Reply. |
Archives
November 2020
Categories |