Οι περισσότεροι (αν όχι όλοι από εμάς) ακούγοντας την λέξη υπακοή σκεφτόμαστε αμέσως κάποιον μεγάλο και ισχυρό, να επιβάλει την θέλησή του σε κάποιον μικρότερο και αδύναμο. Η πλειοψηφία των γονιών που με συμβουλεύονται έχουν συχνά ερωτήσεις όπως «τι να κάνω για να με ακούει;» ή «πώς θα κάνει αυτό που του ζητάω χωρίς φωνές ή τιμωρίες ή δωροδοκίες;» ή «γιατί δεν συνεργάζεται αφού το κάνω για το καλό του;» κ.λπ. Οι πιο πολλοί γονείς αναρωτιούνται ποια είναι τα κόλπα, οι τεχνικές ή ακόμη και η «μαγική συνταγή» που θα κάνει το παιδί τους ήρεμο και υπάκουο. Photo from Canva Η διαφορετική οπτική Η υπακοή είναι ένα φυσικό φαινόμενο της ζωής αφού όπως η βροχή «υπακούει», όπως το δέντρο «υπακούει», όπως η θάλασσα «υπακούει» έτσι και ο άνθρωπος «υπακούει» στους συμπαντικούς φυσικούς νόμους. Στο παιδί, η υπακοή είναι ένα χαρακτηριστικό που αρχικά οδηγείται από την ορμή της ζωής. Στα τρία πρώτα χρόνια της ζωής του δηλαδή, το παιδί υπακούει σε μία εσωτερική ορμή που το βοηθάει να αναπτύξει τα σωματικά και ψυχικά χαρακτηριστικά του. Οδηγούμενο από αυτήν την ορμή, καταφέρνει να μάθει να μιλάει, να περπατάει, να επικοινωνεί κλπ. και αυτή είναι η μόνη δύναμη στην οποία αρχικά μπορεί να υπακούσει ένα μικρό παιδί. Με απλά λόγια το παιδί δεν μπορεί να υπακούσει σε έναν ενήλικο πριν από τα 3 περίπου του χρόνια. Όπως π.χ. δεν θα μπορούσε να υπακούσει αν του πούμε να κάνει τα δόντια του να φυτρώσουν γρηγορότερα έτσι δεν μπορεί να υπακούσει αν του πούμε να κάτσει ακίνητο. Το παιδί σε αυτήν την περίοδο είναι απολύτως απασχολημένο με το να διαμορφώσει την προσωπικότητά του και γι’ αυτό είναι τόσο εγωκεντρικό. Επίσης δεν έχει διαμορφώσει ακόμα την κίνησή του, τον αυτοέλεγχό του, τη βούλησή του, τις κοινωνικές του δεξιότητες και πολλά άλλα, επομένως θα ήταν τελείως άστοχο και παράλογο να έχουμε την απαίτηση να μας υπακούσει. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε σε αυτήν την περίοδο είναι να χτίσουμε τη σύνδεση και τη συνεργασία μεταξύ μας. Ακολουθούμε εμείς το παιδί στο τι κάνει και του δίνουμε αντίστοιχες εντολές. Για παράδειγμα, αν έρχεται προς το μέρος μας με μία μπάλα και του πούμε «έλα φέρε μου την μπάλα!» τότε βιώνει τη φάση της συνεργασίας και νιώθει όμορφα («α! τι ωραία και εγώ αυτό ακριβώς ήθελα να κάνω») γιατί κάνει αυτό που ταιριάζει στις δυνάμεις του. Οι εντολές μας δηλαδή αυτήν την περίοδο, πρέπει να ταιριάζουν με τη φυσική ορμή του παιδιού. Μετά τα 3 πρώτα χρόνια του το παιδί αρχίζει να ωριμάζει, γίνεται πιο συνειδητή η προσπάθεια και η κίνησή του, αναπτύσσεται η λογική και η θέληση/βούλησή του. Αντίθετα με πολλές άλλες παιδαγωγικές μεθόδους η μέθοδος της Μαρία Μοντεσσόρι έχει συνδέσει απόλυτα τη ισχυρή βούληση ενός παιδιού με την ικανότητα να υπακούσει. Ποτέ δεν νοείται κάτι ως υπακοή αν δεν αποφασίσει το παιδί με τη θέλησή του να συμμετέχει. Οι παλιότερες αυταρχικές αγωγές υποστήριζαν ότι πρέπει να δαμάσουμε και να εξαφανίσουμε τη βούληση του παιδιού για να μπορέσει να μας υπακούσει. Η ισχυρή βούληση θεωρείται συχνά συνώνυμο της ανυπακοής. Κάποιες φορές ένα άτακτο ή ακόμα κι ένα βίαιο παιδί το περιγράφουμε ως ένα παιδί με ισχυρή θέληση.
Η μοντεσσοριανή προσέγγιση υποστηρίζει ότι η υπακοή είναι ένα χαρακτηριστικό του παιδιού που -μέσω της θέλησης του- σιγά σιγά δημιουργείται, ωριμάζει, χτίζεται, αναπτύσσεται και εμπνέεται. Μόνο αν ενισχύσουμε τη βούληση του παιδιού θα μπορεί και θα θέλει να μας υπακούσει αυθεντικά και ουσιαστικά. Ανάλογα με την ανάπτυξη των δεξιοτήτων του παιδιού (άνω των 3 περίπου χρόνων) μπορούμε να διακρίνουμε 3 στάδια υπακοής: 1ο στάδιο υπακοής Στο 1ο στάδιο το παιδί μπορεί να υπακούει συνειδητά σε κάποια πράγματα αλλά πότε καταφέρνει να υπακούσει και πότε όχι. Η υπακοή είναι μία ικανότητα στην οποία εξασκείται και δεν την έχει κατακτήσει πλήρως. Όπως κάποιος που μαθαίνει να παίζει ένα μουσικό κομμάτι στο πιάνο και μπορεί μία φορά να το παίξει τέλεια και την επόμενη να κάνει λάθη -και μόνο η εξάσκηση και η εμπειρία θα τον βοηθήσουν να καταφέρει να το παίζει κάποια στιγμή με μεγάλη άνεση- έτσι και το παιδί σε αυτό το στάδιο εξασκείται στην υπακοή. Είναι πολύ πιο εύκολο να δαμάσουμε και να υποτάξουμε τη θέληση ενός παιδιού για να μας υπακούει ενώ θέλει πολύ πιο συνειδητή δουλειά για να του δώσουμε χρόνο και να το βοηθήσουμε να αναπτύξει και να καλλιεργήσει τη θέλησή του έτσι ώστε να αναπτυχθεί και η ικανότητα της υπακοής του. Η ανάπτυξή της βούλησης -έτσι ώστε να αναπτυχθεί και η ικανότητα της υπακοής- είναι μία αργή διαδικασία και γίνεται μέσα από συνεχή δράση και αλληλεπίδραση με το περιβάλλον. Τα παιδιά θέλουν να υπακούνε γιατί θέλουν να ανήκουν. Ας τους προσφέρουμε λοιπόν ένα υγιές περιβάλλον μέσα στο οποίο θα συνεργαζόμαστε όλοι για την υγιή ανάπτυξη και εξέλιξή μας. Για παράδειγμα ένα παιδί που το ακινητοποιούμε σε ένα καρεκλάκι και το ταΐζουμε ότι θέλουμε χωρίς να του δίνουμε την δυνατότητα συμμετοχής και συνεργασίας σε αυτό, είναι ένα παιδί που κάποια στιγμή μπορεί να χάσει το ενδιαφέρον του για το φαγητό και ίσως να μας «αναγκάσει» να του επιβάλουμε να υπακούσει στη θέλησή μας (π.χ. «αν δεν φας το φαΐ δεν θα πάμε στις κούνιες»). Αντίθετα ένα παιδί που μπορεί να δράσει ελεύθερο, που το ενθαρρύνουμε να συμμετέχει (ανάλογα με τις δεξιότητες που έχει κατακτήσει) στην καθημερινότητα της οικογένειάς του και που σεβόμαστε τις επιλογές του (π.χ. «θέλεις μήλο ή πορτοκάλι για απογευματινό;»), είναι ένα παιδί που θα θέλει να συνεργαστεί μαζί μας και που θα συμμετέχει και στο να βρει λύσεις στην ενδεχόμενη δυσκολία (π.χ. δεν μου αρέσουν τα “μπιλάκια” από τα ρεβίθια, θα φάω μόνο το ζουμί). Photo from Canva 2ο στάδιο υπακοής Στο 2ο στάδιο, ένα παιδί που έχει αναπτύξει τις δεξιότητές του, που βρίσκεται σε ένα περιβάλλον που νιώθει ασφάλεια, σεβασμό, αγάπη και που μπορεί να καλύψει τις αναπτυξιακές του ανάγκες, θέλει και μπορεί να υπακούει συνέχεια! Σε αυτή τη φάση το παιδί βρίσκεται σε αυτό που ονομάζουμε «το στάδιο του μεταφραστή». Μπορεί δηλαδή να απορροφάει τις επιθυμίες μας και να τις εκφράζει με την συμπεριφορά του και αυτό να το γεμίζει χαρά και ικανοποίηση γιατί νιώθει ότι μέσα από τις δικές του επιλογές μπορεί και έχει μία δυνατή σχέση με τους άλλους. Οι γονείς που επισκέπτονταν την μοντεσσοριανή τάξη μου και έβλεπαν το «παιχνίδι της σιωπής», (ένα παιχνίδι κατά το οποίο 40 παιδιά από 2,5 έως 6 χρόνων μπορούσαν να κάτσουν ακίνητα για αρκετή ώρα, πολλές φορές παραπάνω από 10‘), ρωτούσαν πάντα πώς καταφέρναμε κάτι τέτοιο. Κάποιοι μάλιστα ρωτούσαν αν θα μπορούσαν να αγοράσουν τον «πίνακα της σιωπής» που υπήρχε στην τάξη, για να μπορούν να έχουν αντίστοιχα αποτελέσματα στο σπίτι τους. Η πραγματική υπακοή όμως δεν είναι απόρροια κάποιας μαγικής συνταγής, τιμωρίας, επιβράβευσης ή δασκάλου. Δεν έχει σχέση με την επιβολή της θέλησής μας αλλά έχει σχέση με την ανάπτυξη της θέλησης του παιδιού μέχρι να φτάσει στο σημείο να μπορεί να ελέγχει τον εαυτό του και να αναστέλλει την κίνησή του. 3ο στάδιο υπακοής Όταν το παιδί μπορεί να κατευθύνει τις πράξεις του και να υπακούει, τότε αρχίζει την αναζήτηση μιας προσωπικότητας με αυθεντικό χαρακτήρα, ενός μέντορα. Έχοντας αυτοπεποίθηση, αυτοεκτίμηση και μια ξεκάθαρη εικόνα του εαυτού του, αναζητάει κάτι ανώτερο για να φτάσει ακόμα παραπέρα. Είναι ένα νέο στάδιο, μία νέα ανακάλυψη που το γεμίζει ενθουσιασμό και χαρά. Σε αυτό το τελευταίο στάδιο ανάπτυξης της υπακοής μπορούμε να παρατηρήσουμε τα εξής χαρακτηριστικά:
Προσοχή όμως, μόνο εάν έχει αναπτύξει μία ισχυρή βούληση μπορεί να φτάσει σε αυτό το επίπεδο υπακοής. Δεν μιλάμε για υποταγή ή για παράδοση στις επιθυμίες του άλλου αλλά για μια υπακοή που είναι ένα είδος σεβασμού, ένας φόρος τιμής σε μία άλλη προσωπικότητά. Αυτή η υπακοή απαιτεί μία πολύ δυνατή βούληση και είναι κάτι πολύ δημιουργικό. Δεν είναι τυχαίο ότι όταν ο Μουσολίνι είδε αυτήν την υπακοή των παιδιών στον ενήλικα, θέλησε να κάνει όλα τα σχολεία της Ιταλίας Μοντεσσοριανά. Η Μαρία Μοντεσσόρι (υποψήφια πολλάκις για το Νόμπελ Ειρήνης) του ξεκαθάρισε όμως ότι αυτή η υπακοή ήταν αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης των παιδιών και ότι ποτέ δεν θα την χρησιμοποιούσε χειριστικά για να τους επιβάλει την βούληση κάποιου ενήλικου. Το αποτέλεσμα ήταν να την εκδιώξει από την Ιταλία και να απαγορέψει τη λειτουργία των σχολείων της «Πρέπει να προσπαθούμε να καλλιεργήσουμε τη θέληση και όχι να τη δαμάσουμε.» Μαρία Μοντεσσόρι, “Δεκτικός Νους” Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι εάν το ζητούμενό μας είναι παιδιά με δυνατούς χαρακτήρες και όχι παιδιά που θα γίνονται υποχείρια κάποιου ισχυρού, τότε στόχος μας θα πρέπει να είναι η ενδυνάμωση της βούλησής τους και όχι η επιβολή των δικών μας «θέλω». Όταν μιλάμε για ένα υπάκουο παιδί δεν μιλάμε για ένα παιδί που απλά ανταποκρίνεται θετικά στις απαιτήσεις των άλλων (γιατί αυτό θα μπορούσε να είναι ένα υποταγμένο, άβουλο ή φοβισμένο παιδί). Μιλάμε για ένα παιδί που έχει τόσο αναπτυγμένη βούληση που μπορεί να την θέσει και στην υπηρεσία των άλλων. Ένα παιδί που θα νιώθει χαρά και αγάπη και θα βρίσκεται σε αρμονία και ισορροπία τόσο με τον εαυτό του όσο και με τους άλλους. Τη Λιάνα Χαρίση μπορείτε να τη βρείτε στο www.facebook.com/lianaswonder Μην διστάσετε να μας στείλετε σχόλια ή ερωτήσεις για περισσότερες πληροφορίες και διευκρινήσεις πάνω στο άρθρο
0 Comments
Όταν ένα παιδί παρεκτρέπεται, συχνά βρισκόμαστε σε αμηχανία, νιώθουμε ενοχές που ως γονείς δεν έχουμε καταφέρει να το μάθουμε να φέρεται «σωστά», θυμώνουμε, απελπιζόμαστε, στεναχωριόμαστε… Photo by Juliane Liebermann on Unsplash Συχνά η τιμωρία, η σύγκρουση και οι φωνές είναι η μόνη μας διέξοδος. Σκεφτόμαστε «αν δεν τιμωρηθεί πώς θα μάθει ότι δεν… (χτυπάμε, σκίζουμε, σπρώχνουμε, πετάμε το φαγητό κάτω);» ή «αν δεν φωνάξω/αντιδράσω έντονα πώς θα μάθει ότι είναι λάθος;» ή «αν δεν του πω ότι είναι λάθος, θα νομίζει ότι είναι αποδεκτό» κ.ο.κ. Κι όμως! Οποιοδήποτε παιδί (3χρονο και πάνω) κι αν ρωτήσουμε, θα μας πει ότι δεν είναι ωραίο να σπρώχνουμε, να χτυπάμε, να φωνάζουμε, να φτύνουμε, να βρίζουμε, να κοροϊδεύουμε, να είμαστε αμελής, ανεύθυνοι κλπ. Γνωρίζουν ήδη πολύ καλά, αυτό που εμείς προσπαθούμε να τους μάθουμε. Αφού όμως το γνωρίζουν γιατί δεν το κάνουν; Μα πρέπει να θυμόμαστε πάντα τα χαρακτηριστικά της παιδικής ηλικίας. Τα παιδιά ζουν στο παρόν, δεν μπορούν να ελέγχουν καλά την κίνησή τους και δεν έχουν ωριμάσει ακόμα συναισθηματικά. Άσχετα από το τι γνωρίζουν και το τι δεν γνωρίζουν, όταν νιώθουν άσχημα τότε συμπεριφέρονται άσχημα. Όταν νιώθουν ανασφάλεια, ή όταν έχουν έλλειψη ορίων ή όταν είναι συναισθηματικά φορτισμένα, τότε ξεσπάνε. Τα παιδιά δεν έχουν την ικανότητα να σταματήσουν ένα έντονο συναίσθημα και να το εκλογικεύσουν ούτε μπορούν να σκεφτούν και να σχεδιάσουν την αντίδρασή τους, ούτε να μας εξηγήσουν αυτά που νιώθουν. Απλά αντιδρούν. Όταν το παιδί αντιμετωπίζει μία δυσκολία, η τιμωρία και οι νουθεσίες δεν θα το βοηθήσουν για πάρα πολλούς λόγους (βλ. άρθρο «Γιατί εμείς τι πάθαμε»). Οι τιμωρίες και οι νουθεσίες μπορούν μόνο να καθησυχάσουν εμάς, επειδή νιώθουμε ότι κάναμε το χρέος μας. Αντίθετα δεν βοηθούν τα παιδιά να λειτουργήσουν διαφορετικά στο μέλλον παρά τα κάνει να γίνονται είτε φοβικά είτε πονηρά (έτσι ώστε να μην ξαναπιαστούν). Όλοι σχεδόν οι ενήλικες γνωρίζουμε ποιο είναι το σωστό (διατροφή, συμπεριφορά, σχέση κλπ.), αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι μας το κάνουμε συνεχώς και ιδιαίτερα όταν είμαστε αναστατωμένοι. Ας φανταστούμε λοιπόν πόσο πιο δύσκολο είναι για ένα παιδί που ακόμα διαμορφώνεται. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει φυσικά και με τους έφηβους. Η ένταση των συναισθημάτων τους μπορεί να τους κατακλύσει και η αναζήτηση απαντήσεων στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής (ποιος είμαι, ποιο είναι το νόημα να ζω, πώς θα είναι η ζωή μου στο μέλλον, ποιους κοινωνικούς θεσμούς θα δεχτώ και ποιους θα απορρίψω κ.ά.) μπορεί να τους αποσυντονίζει. Όμως τα παιδιά γνωρίζουν! Κατά την διάρκεια της εξέλιξής τους μπορεί να φορτίζονται, να αντιστέκονται, να υποφέρουν όμως γνωρίζουν. Αυτές τις στιγμές έχουν ανάγκη την σύνδεση μαζί μας. Έχουν ανάγκη να τους δείξουμε, κατανόηση, συμπόνια, να τους δώσουμε χώρο και χρόνο. Μπορούμε να τους μιλήσουμε σταθερά, ψύχραιμα και ήρεμα. Να τους κάνουμε ερωτήσεις με ενσυναίσθηση και αληθινό ενδιαφέρον ή απλά να τα κρατήσουμε στην αγκαλιά μας εάν και αυτά το θέλουν, χωρίς καμία κριτική διάθεση, χωρίς κανένα δίδαγμα, καμία νουθεσία και φυσικά χωρίς καμία τιμωρία. Χρέος μας είναι να τα παρατηρούμε, να είμαστε συνδεδεμένοι μαζί τους και να τα ακούμε για να βρούμε τι βρίσκεται πίσω από την κάθε συμπεριφορά τους. Χρέος μας δεν είναι να ελέγχουμε την συμπεριφορά τους αλλά τη δική μας. Χρέος μας είναι να μην τα κρίνουμε και να θυμόμαστε ότι το καθένα κάνει αυτό που μπορεί σύμφωνα με τις δεξιότητες που έχει κατακτήσει. …Έτσι θα μάθουν! Τη Λιάνα Χαρίση μπορείτε να τη βρείτε στο www.facebook.com/lianaswonder Μην διστάσετε να μας στείλετε σχόλια ή ερωτήσεις για περισσότερες πληροφορίες και διευκρινήσεις πάνω στο άρθρο
|
Archives
November 2020
Categories |