Πολλές φορές ένα παιδί μπορεί να ζητήσει τη βοήθειά μας λέγοντας π.χ. ντύσε με, τάισέ με, φέρε μου τους μαρκαδόρους μου, μάζεψε τα παιχνίδια μου κλπ. Όσο καλή κι αν είναι η πρόθεσή μας να βοηθήσουμε τα παιδιά μας, συχνά βρισκόμαστε απέναντι στο δίλλημα αν πρέπει να το κάνουμε ή όχι. Έτσι όταν ένα παιδί ζητάει τη βοήθειά μας αναρωτιόμαστε π.χ.: Πρέπει να το ντύσω ενώ μπορεί; Πρέπει να το πάρω αγκαλιά όταν γυρνάμε από τον παιδικό σταθμό; Πρέπει να κάθομαι δίπλα του όταν ζωγραφίζει; Πρέπει να ταΐσω το 5χρονο παιδί μου (ενώ μέχρι τώρα έτρωγε μόνο του) επειδή ταΐζω και το 2χρονο αδελφάκι του; Photo from Canva Υπάρχουν στιγμές που δεν ξέρουμε πώς να ανταποκριθούμε, που αναρωτιόμαστε αν αυτή η βοήθεια που μας ζητάει είναι ουσιαστική ή είναι απλά ένα καπρίτσιο. Υπάρχουν στιγμές που σκεφτόμαστε αν αυτή η βοήθεια είναι τελικά καλή για την ανάπτυξή του ή εάν με αυτόν τον τρόπο σπρώχνουμε το παιδί μας να γίνει κακομαθημένο, εξαρτημένο, άβουλο κλπ. Κάποιοι μας λένε ότι πρέπει, να βρισκόμαστε συνεχώς δίπλα στα παιδιά μας και να τα βοηθάμε, για να μην νιώθουν απόρριψη. Κάποιοι άλλοι μας λένε ότι δεν πρέπει, να βρισκόμαστε συνεχώς δίπλα στα παιδιά μας και να τα βοηθάμε, για να μην γίνουν μαλθακά και άβουλα. Τελικά πρέπει να βοηθάμε τα παιδιά μας για να νιώθουν σύνδεση, φροντίδα και αγάπη ή δεν πρέπει να τα βοηθάμε για να γίνουν αυτόνομα και ανεξάρτητα; Το παιδί μέχρι 6 περίπου χρόνων σύμφωνα με την Μ. Μοντεσσόρι αν μπορούσε να διατυπώσει επακριβώς την ανάγκη του θα μας έλεγε: «Βοήθησέ με να το κάνω μόνος μου» Αυτό δεν σημαίνει κάνε το εσύ για μένα αλλά, βοήθησέ με προετοιμάζοντας το περιβάλλον μου και εμένα για να τα καταφέρω σιγά σιγά μόνος μου. Επομένως μία γενική οδηγία θα μπορούσε να είναι: ποτέ μην κάνετε κάτι για ένα μικρό παιδί που μπορεί να το κάνει μόνο του. Υπάρχουν όμως φορές που ένα παιδί, που έχει κατακτήσει κάποιες δεξιότητες και που έχει την ανεξαρτησία να κάνει κάτι μόνο του, ζητάει τη βοήθειά μας. Πώς μπορούμε να διακρίνουμε αν ζητάει τη βοήθειά μας επειδή έχει ανάγκη να νιώσει την φροντίδα μας ή επειδή νιώθει ανεπαρκές; Και αν νιώθει ανεπαρκές, αν σταματήσουμε να το βοηθάμε πώς μπορούμε να το κάνουμε χωρίς να νιώθει εγκατάλειψη και απόρριψη; Σε αυτήν την περίπτωση εξετάζουμε 3 πράγματα: Συχνότητα, Ευκαιρία και Εξάρτηση. Συχνότητα: Τα περισσότερα παιδιά που αισθάνονται σιγουριά για τον εαυτό τους και έχουν γενικότερα ανεξαρτησία ΔΕΝ ζητάνε ΣΥΝΕΧΩΣ από τους γονείς τους να κάνουν κάτι, που ήδη γνωρίζουν πώς να κάνουν. Μπορεί όμως να ζητήσουν τη βοήθειά μας π.χ. μετά από μία έντονη μέρα ή όταν είναι αγχωμένα ή με τον ερχομό ενός μωρού κλπ. Εάν αυτό συμβαίνει που και που τότε μπορούμε να προσφέρουμε χωρίς δεύτερη σκέψη τη βοήθειά μας και να απολαύσουμε κι εμείς την σύνδεση που μας προσφέρει αυτή η στιγμή. Ευκαιρία: Να εξετάζουμε αν δίνουμε στο παιδί ευκαιρίες να τα καταφέρει μόνο του ή αν δρούμε εμείς συνεχώς αντί για αυτό (το ταΐζουμε, το ντύνουμε, λέμε το όνομά του κλπ.). Αυτό που θέλουμε με κάθε τρόπο να αποφύγουμε είναι να είμαστε οι γονείς που λένε: «θα σε ταΐσω (για να το φας όλο)», «άσε με να το κόψω για να είναι ίσιο», «θα γράψω εγώ το όνομά σου» κ.ά. γιατί τότε γινόμαστε γονείς που δρούμε αντί για το παιδί μας, στην ουσία αντικαθιστούμε το παιδί μας και του στέλνουμε το μήνυμα ότι δεν είναι ικανό. Στην περίπτωση που το παιδί μπορεί να φροντίζει (ανάλογα με την ηλικία και τις δεξιότητές του) τον εαυτό του και κάποια στιγμή, περιστασιακά μας ζητήσει να κάνουμε κάτι γι΄ αυτό, τότε δεν χρειάζεται να του το αρνηθούμε. Όλοι ξέρουμε πώς να φτιάχνουμε ένα φλιτζάνι τσάι, αλλά μερικές φορές είναι ωραίο αν κάποιος που αγαπάμε το κάνει για εμάς. Εξάρτηση: Εάν κάποιο παιδί έχει υιοθετήσει μια στάση παθητικότητας και αδυναμίας που απλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα και μας χρειάζεται για να κάνουμε τα πάντα για αυτό (ντύσε με, τάισέ με, κάτσε δίπλα μου για να ζωγραφίσω, πες μου με τι να παίξω…) ΣΥΝΕΧΩΣ -ή έστω πολύ συχνά- τότε αυτό είναι σήμα κινδύνου (σε όλες τις ηλικίες). Δείχνει ότι υπάρχει μία δυναμική που δεν δείχνει εμπιστοσύνη στις ικανότητες του παιδιού ή σεβασμό της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας του. Εάν συμβαίνει αυτό, τότε πρέπει να αναρωτηθούμε εάν η σχέση μας με το παιδί βασίζεται στην συνεργασία και εάν το παιδί μας έχει εισπράξει από εμάς σεβασμό και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του. Εν ολίγοις πρέπει να αναρωτηθούμε εάν έχουμε δημιουργήσει ΕΞΑΡΤΗΣΗ και όχι ανεξαρτησία. Όταν εμποδίζουμε τα παιδιά μας να δράσουν ανεξάρτητα (π.χ. από φόβο μήπως δεν τα καταφέρουν ή επειδή δεν κάνουν κάτι όπως εμείς ή όσο γρήγορα εμείς θέλουμε), τότε εμποδίζουμε την φυσιολογική ανάπτυξή τους και αυτό τα οδηγεί στο να επιδεικνύουν παθητικές, εξαρτητικές ή και άλλου τύπου συμπεριφορές. Εάν έχουμε ήδη ενθαρρύνει μία σχέση εξάρτησης με το παιδί μας πώς το βοηθάμε να αρχίσει να κατακτά ξανά την ανεξαρτησία του; Μπορούμε να κάνουμε μία συζήτηση και να ζητήσουμε συγνώμη που μέχρι τώρα δεν του δώσαμε αρκετές ευκαιρίες και δεν το εμπιστευθήκαμε αρκετά ώστε για να καταφέρει κάποια πράγματα μόνο του. Μπορούμε να δηλώσουμε την εμπιστοσύνη μας στις ικανότητές του και να σκεφτούμε μαζί ποια θα ήταν τα πράγματα που θα μπορούσε να αναλάβει από εδώ και πέρα (ίσως με μια ελάχιστη υποστήριξη στην αρχή). Τι γίνεται αν η απάντηση είναι «Δεν θέλω» ή «Θέλω να το κάνεις εσύ»; Τότε η δική μας απάντηση μπορεί να είναι κάπως έτσι: «Καταλαβαίνω ότι θέλεις (π.χ.) να σε ντύσω. Κάθε φορά σε ντύνω εγώ και το έχεις συνηθίσει. Είναι λογικό να θέλεις να συνεχίσω να το κάνω αλλά αυτό ήταν μία συνήθεια που δεν ήταν καλή για κανένα μας οπότε μπορούμε να την σταματήσουμε τώρα». Στη συνέχεια μπορούμε να δείξουμε ότι η πρόθεσή μας είναι να το βοηθάμε πάντα σε αυτά που δεν έχει ακόμα κατακτήσει οπότε μπορούμε να πούμε «θα σε βοηθήσω να περάσεις το λαιμό σου και μετά μπορείς μόνος σου να βάλεις τα μανίκια …» (εάν αυτά που διαβάζετε βγάζουν νόημα για εσάς, τότε θα βρείτε τα δικά σας λόγια και τον δικό σας τρόπο. Αλλιώς μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιος αυτά που προτείνουμε ώσπου να εξοικειωθεί κάπως με την νέα δυναμική). Στη συνέχεια του δείχνουμε εμπιστοσύνη και του δίνουμε την ευκαιρία να δοκιμάσει με το δικό του τρόπο και το δικό του ρυθμό (εφόσον είναι ασφαλές). Εάν θέλουμε τα παιδιά μας να νιώθουν σιγουριά για τον εαυτό τους είναι πολύ σημαντικό να μην σταματάμε ΠΟΤΕ την προσπάθειά τους (εφόσον δεν τίθεται θέμα ασφάλειας) ακόμα κι αν δεν τα καταφέρνουν τέλεια, ακόμη κι αν λερωθούν, ακόμη κι αν φορέσουν ρούχα που δεν ταιριάζουν κλπ. Χρειάζεται να δίνουμε συνεχώς ευκαιρίες στα παιδιά να προσπαθήσουν, να εξερευνήσουν, να δοκιμάσουν και να εξελίξουν τις δυνατότητές τους. Έτσι μαθαίνουν να φροντίζουν τον εαυτό τους και γίνονται ανεξάρτητα, νιώθουν ικανά και έχουν αυτοπεποίθηση. Τη Λιάνα Χαρίση μπορείτε να τη βρείτε στο www.facebook.com/lianaswonder Μην διστάσετε να μας στείλετε σχόλια ή ερωτήσεις για περισσότερες πληροφορίες και διευκρινήσεις πάνω στο άρθρο
0 Comments
Όπως αναφέρθηκε στα προηγούμενα άρθρα μου (τέσσερα από μια σειρά πέντε άρθρων), οι βασικές ανάγκες που πρέπει να καλύπτονται για να μεγαλώνουν τα παιδιά μας με υγεία σε σώμα, μυαλό και συναίσθημα είναι μόνο πέντε και θα τις ονομάζουμε και τις αναλύουμε σε αυτό και στα προηγούμενα άρθρα. Photo by Elly Fairytale on Pexels Ας θυμηθούμε ότι οι βασικές αναπτυξιακές ανάγκες των παιδιών είναι οι εξής:
Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΝΑ ΑΝΗΚΕΙ Από τη φύση του το παιδί έχει την τάση να μας παρατηρεί, να μας μιμείται και να κάνει όλα αυτά που βλέπει να κάνουμε εμείς. Όμως η φύση δεν καθορίζει το ποια γλώσσα θα μιλάει, το είδος δουλειάς που θα ασχοληθεί, το πρότυπο που θα μιμηθεί. Όλα αυτά προκύπτουν μόνο όταν κάποιος βρεθεί και σχετιστεί με ένα ανθρώπινο περιβάλλον. Η ανάπτυξη του παιδιού ξεκινάει μόλις το παιδί αρχίζει να αποκτά σχέση με το περιβάλλον του αφού, με βάση τα ερεθίσματα που παίρνει από αυτό, χτίζει την προσωπικότητά του αλλά και τις σχέσεις του με τους γύρω του ανθρώπους. Είναι σημαντικό μέσα σε αυτό το περιβάλλον να νιώθει ότι ανήκει, να νιώθει δηλ. ότι το υπολογίζουν, το σέβονται και γενικότερα ότι αποτελεί σημαντικό και αναπόσπαστο μέλος του. Όταν ένα παιδί νιώθει ότι ανήκει και ότι έχει προσαρμοστεί στο μικρό, προστατευμένο περιβάλλον του, τότε αποκτά γερές βάσεις και ρίζες, νιώθει οικειότητα και σιγουριά και μόνον έτσι θα μπορέσει να εκφράσει το δικό του δυναμικό. Είναι πολύ κρίσιμο λοιπόν για την υπόλοιπη ζωή του, τα πρώτα του χρόνια να αναπτυχθεί σε ένα υγιές περιβάλλον μέσα στο οποίο θα νιώθει ασφάλεια και θα εισπράττει αγάπη.
Στα μικρά παιδιά μπορούμε να διακρίνουμε δύο φάσεις κατά τις οποίες νιώθουν πολύ μεγάλη ανάγκη, ενθουσιασμό και ορμή να ενταχθούν και να νιώσουν ότι ανήκουν. Σε πρώτη φάση, το περιβάλλον στο οποίο θέλουν να νιώσουν ότι ανήκουν είναι το άμεσο οικογενειακό τους περιβάλλον. Όσο πιο μικρά είναι τα παιδιά τόσο πιο περιορισμένο πρέπει να είναι και το περιβάλλον στο οποίο εκτίθενται. Για τον πρώτο καιρό μετά τη γέννηση, το μόνο περιβάλλον που έχουν ανάγκη να γνωρίσουν είναι το σπίτι τους, η μαμά, ο μπαμπάς, τα αδελφάκια και άνθρωποι ή συγγενείς που έρχονται σε συχνή επαφή με την οικογένεια (π.χ. νταντά, παππούς…). Έτσι θα μπορέσουν πραγματικά να παρατηρήσουν και να συνδεθούν με τα άτομα αυτά, να γνωρίσουν τις καθημερινές ρουτίνες τους και να μπορέσουν να νιώσουν οικεία στο χώρο τους. Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να τα εκθέτουμε σε όλους τους φίλους, γείτονες, συγγενείς, να τα περιφέρουμε κάθε λίγο και λιγάκι σε διαφορετικά σπίτια ή σε εντυπωσιακούς παιδότοπους, μεγάλα πολυκαταστήματα κλπ. αφού αυτό θα δημιουργήσει πληθώρα ερεθισμάτων που δεν θα μπορούν να επεξεργαστούν και στη συνέχεια θα τους φέρει ανασφάλεια και ανησυχία. Ένα παράδειγμα είναι όταν λέμε ότι στα γενέθλια του παιδιού καλούμε τόσους φίλους όση και η ηλικία του παιδιού δηλ. όταν γίνει 3χρόνων μπορεί να καλέσει 3 φίλους. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι αν καλέσει 4 θα του δημιουργηθεί τραύμα αλλά σημαίνει ότι οπωσδήποτε δεν πρέπει να καλέσουμε και τα 10 ξαδελφάκια του. Πολύ συχνά βάζουμε ασυνείδητα εμπόδια στο να νιώσει το παιδί ότι ανήκει στην οικογένειά μας. Δημιουργούμε περιβάλλοντα αφιλόξενα γι’ αυτά π.χ. ψηλές καρέκλες, ψηλούς νεροχύτες, μεγάλα ποτήρια, κάγκελα κλπ. Ενώ το θεωρούμε σημαντικό μέλος της οικογένειας, του δίνουμε συνέχεια εντολές όπως: μη, θα λερώσεις τον καινούριο καναπέ, θα σπάσεις το βάζο, θα κοπείς κλπ. και σιγά σιγά το αποκλείουμε από τη συμμετοχή του στην καθημερινή μας ρουτίνα και το κάνουμε να νιώθει παρείσακτο, αδύναμο έως και ενοχλητικό. Άλλες φορές δικά μας προβλήματα δίνουν λάθος μηνύματα στο παιδί π.χ. «ωχ, πρέπει να μαγειρέψω τώρα» αντί για «είναι η ώρα να ετοιμάσουμε το φαΐ μας» κ.ο.κ και έτσι αποδυναμώνουμε τη χαρά των οικογενειακών στιγμών. Αλλά και σε συναισθηματικό επίπεδο π.χ. με το φόβο μήπως το στεναχωρήσουμε, δεν το περιλαμβάνουμε και δεν το ενημερώνουμε για κάποια σημαντικά γεγονότα και έτσι του στερούμε την αίσθηση του ανήκειν (π.χ. αυτόν τον καιρό νιώθω πολύ κουρασμένη ή ο παππούς είναι στο νοσοκομείο κλπ.). Πώς βοηθάμε το παιδί να νιώσει ότι ανήκει στην οικογένειά του;
Photo by Vlada Karpovich on Pexels Το παιδί που μεγαλώνει σε ένα σπίτι με ξεκάθαρες ρουτίνες, απόψεις και αρχές, μπορεί να τις αντιληφθεί εύκολα, να τις καταγράψει, να τις ταξινομήσει, να τις ακολουθήσει και να συνεισφέρει –με τις δικές του ικανότητες- σε αυτές. Αυτό θα το κάνει να νιώσει ασφάλεια, σιγουριά, αυτονομία, αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση, νιώθοντας παράλληλα ως αναπόσπαστο κομμάτι ενός συνόλου. Όσο μεγαλώνει το παιδί και αφού έχει γνωρίσει και προσαρμοστεί στο οικογενειακό του περιβάλλον, τότε είναι έτοιμο να επεκταθεί και σε άλλα περιβάλλοντα (π.χ. ομάδες παιχνιδιού, σχολείο κλπ.). Στα τρία πρώτα χρόνια της ζωής τους τα παιδιά βάζουν τις βάσεις για το πώς θα δομήσουν την προσωπικότητά τους. Αρχίζουν και μαθαίνουν τις ρουτίνες και τις αξίες της οικογένειάς τους, τον χώρο τους αλλά και το πώς μπορούν να δράσουν, να κινηθούν και να αυτοεξυπηρετηθούν. Αισίως ξέρουν -έστω εν μέρει- πώς να ντυθούν, πώς να φάνε, πώς να ζητήσουν βοήθεια σε κάτι που δεν καταφέρνουν κλπ. Μόλις κατακτήσουν όλα αυτά μετά αρχίζει μία δεύτερη φάση. Έχοντας κατακτήσει την ομιλία, την ικανότητα να κινούνται και να δρουν ανεξάρτητα, τώρα νιώθουν έτοιμα να ανοιχτούν λίγο πιο έξω από τα στενά όρια του «εγώ». Αρχίζουν δηλ. να στρέφουν την προσοχή τους και προς τους άλλους ανθρώπους γύρω τους. Η προσοχή των παιδιών στην περίοδο ανάμεσα στα 3 και τα 6 περίπου χρόνια στρέφεται στο πώς συμπεριφερόμαστε στους ανθρώπους γύρω μας. Δείχνουν έντονο ενδιαφέρον για τις κοινωνικές συμβάσεις (πώς προσφέρουμε κάτι, πώς χασμουριόμαστε, πώς λέμε «παρακαλώ», «καλημέρα» κλπ.). Έτσι αποκτούν μία επίγνωση κοινωνικής συμπεριφοράς που τα βοηθάει να γίνουν αποδεκτά και να προσαρμοστούν στο περιβάλλον τους. Είναι η κατάλληλη στιγμή για να αποτελέσουμε πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς και να τους δείξουμε όλα αυτά που θα τα διευκολύνουν στην κοινωνική τους συμβίωση. Μπορούμε δηλαδή σε αυτή τη φάση, να τους δείξουμε πώς να διακόψουν μία συζήτηση, πώς να σκουπίζουν τη μύτη τους, πώς να κλείσουν την πόρτα, πώς να υποδεχτούν κάποιον καλεσμένο και γενικότερα πώς να επικοινωνούν σε κοινωνικό επίπεδο με τους άλλους. Έτσι αρχίζουν και αποκτούν κοινωνικές δεξιότητες και το περιβάλλον τους επεκτείνεται όλο και περισσότερο. Σε μια μοντεσσοριανή τάξη έχουμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε την μικρή κοινωνία που δημιουργούν τα παιδιά αυτής της ηλικίας (2,5 έως 6 χρόνων) και το αποτέλεσμα πάντα μας εντυπωσιάζει. Σε αυτήν την κοινωνική ομάδα υπάρχει αλληλοβοήθεια, σεβασμός, ενδιαφέρον προς τον άλλο, θαυμασμός, στήριξη, παρηγοριά, εκφράζεται συμπόνοια, κατανόηση, υπακοή, τάξη και πειθαρχία (μία κοινωνική πειθαρχία στην οποία έρχεται σε αρμονία ο ένας με τον άλλο και όχι μία στρατιωτική πειθαρχία που ο ένας υποχρεούται να υπακούσει τον άλλο). Τα παιδιά ταυτίζονται με την ομάδα και είναι χαρούμενα που ανήκουν εκεί. Είναι η εικόνα μιας ιδανικής κοινωνίας που τα μέλη της τα ενώνει ένα κοινωνικό συναίσθημα, το συναίσθημα της κοινωνικής συνοχής.
Έτσι βιώνουν το τι σημαίνει να ανήκουν και σε ένα άλλο περιβάλλον ευρύτερο από αυτό της οικογένειάς τους και το πως μπορεί να χτίσουν υγιείς σχέσεις μεταξύ τους. Συμπερασματικά: Τα παιδιά από τη φύση τους είναι εξοπλισμένα με έναν εσωτερικό δάσκαλο και μια ορμή για να κάνουν αυτό που είναι καλό για την ανάπτυξή τους. Η δράση των παιδιών -και η δική μας- πρέπει να είναι τέτοια ώστε να καλύπτονται οι βασικές αναπτυξιακές ανάγκες τους. Πολλές φορές μία ανάγκη αλληλοεπιδρά και με άλλες ανάγκες. Για παράδειγμα το 2χρονο παιδί που μπορεί να πάει να ανοίξει το ψυγείο για να πάρει ένα σνακ να φάει καλύπτει συγχρόνως:
Όταν αναγνωρίζουμε τις βασικές ανάγκες των παιδιών μπορούμε να καταλάβουμε -και να προλάβουμε- πολλές παιδικές «ιδιοτροπίες» δηλ. συμπεριφορές που μέχρι τώρα μπορεί να μας φαίνονταν παράλογες ή χωρίς φανερή αιτία. Τώρα ξέρουμε ότι τα παιδιά έχουν έντονες ακόμα και βίαιες ή επώδυνες αντιδράσεις κάθε φορά που κάποιος εξωτερικός παράγοντας θέτει εμπόδιο στη ζωτική τους δραστηριότητα, κάθε φορά που καταπιέζονται δηλαδή οι βασικές τους ανάγκες. Ακόμα κι αν οι «ιδιοτροπίες» κάποιες φορές φαίνεται να αντιμετωπίζονται με άλλα μέσα (π.χ. τιμωρία, δωροδοκία, πιπίλα, οθόνες κλπ.) ωστόσο πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι αυτή η αντιμετώπιση είναι μόνο επιφανειακή και μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ανάπτυξη του παιδιού που μένει ανεπίστρεπτα ατελής και επηρεάζουν σημαντικά τη μελλοντική ισορροπία του ψυχικού του κόσμου. Γνωρίζοντας λοιπόν αυτές τις τόσο σημαντικές βασικές ανάγκες, στα πρώτα 6 χρόνια του παιδιού, πρέπει να τις εκλάβουμε σαν μια σπουδαία ευκαιρία στην οποία πρέπει να ανταποκριθούμε και να δώσουμε το κατάλληλο στήριγμα, έτσι ώστε να βοηθήσουμε την ανάπτυξη του παιδιού και να απολαύσουμε «το θαύμα της δημιουργίας του Ανθρώπου». Τη Λιάνα Χαρίση μπορείτε να τη βρείτε στο www.facebook.com/lianaswonder Μην διστάσετε να μας στείλετε σχόλια ή ερωτήσεις για περισσότερες πληροφορίες και διευκρινήσεις πάνω στο άρθρο
|
Archives
November 2020
Categories |