Όπως αναφέρθηκε στα προηγούμενα άρθρα μου (τρία από μια σειρά πέντε άρθρων), οι βασικές ανάγκες που πρέπει να καλύπτονται για να μεγαλώνουν τα παιδιά (έως έξι χρόνων) με υγεία σε σώμα, μυαλό και συναίσθημα είναι μόνο πέντε. Θα τις ονομάσουμε και θα τις αναλύσουμε και σε αυτό και στα υπόλοιπα άρθρα. Φωτογραφία από Craig Adderley Όσο πιο καλά τις γνωρίζουμε, τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι η προσπάθειά μας ως γονείς και τόσο πιο ουσιαστική θα είναι η επικοινωνία με τα παιδιά μας. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να τις έχουμε κατά νου για να μπορούμε να στηρίξουμε και να καταλάβουμε τα παιδιά μας. Ας θυμηθούμε ότι οι βασικές αναπτυξιακές ανάγκες των παιδιών είναι οι εξής:
Θα τις αναλύσουμε σε πέντε ενότητες, για να υπάρχει ο χρόνος να παρατηρήσουμε μία-μία το πώς συναντάμε αυτές τις ανάγκες στην καθημερινότητά μας και να σκεφτούμε τι είναι αυτό που θα μπορούσαμε να αλλάξουμε στο περιβάλλον και στην συμπεριφορά μας, ώστε η κάθε ανάγκη να καλύπτεται και όχι να εμποδίζεται. Σε αυτό το τέταρτο στη σειρά άρθρο, θα αναφερθούμε στην ανάγκη των παιδιών για ανεξαρτησία. Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΓΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ Η Μαρία Μοντεσσόρι αναφέρει:
Σε όλη τη ζωή μας υπάρχουν συνεχώς φάσεις εξάρτησης και ανεξαρτησίας. Είναι απαραίτητο -για την φυσιολογική μας ανάπτυξη- να εξαρτιόμαστε από κάτι από το οποίο στη συνέχεια πρέπει να ανεξαρτητοποιηθούμε για να συνεχίσουμε να εξελισσόμαστε. Το έμβρυο για παράδειγμα είναι πλήρως εξαρτημένο από τη μήτρα για κάποιο διάστημα αλλά την κατάλληλη στιγμή αυτή η εξάρτηση πρέπει να σταματήσει για να γεννηθεί και να συνεχίσει να εξελίσσεται φυσιολογικά. Το ίδιο ισχύει για ένα βρέφος που θηλάζει, για ένα μωρό που το ταΐζουμε, το κουβαλάμε αγκαλιά κ.ο.κ. Το ίδιο ισχύει και για ένα μεγαλύτερο παιδί που μας χρειάζεται για να παίξει με τους φίλους του ή για να πάρει μία απόφαση αλλά και για έναν έφηβο που ενώ στην αρχή της εφηβείας εξαρτάται πλήρως από την οικογένειά του, σιγά σιγά πρέπει να ανεξαρτητοποιηθεί για να γίνει αυτόνομος και ενεργός ενήλικος.
Η παρατεταμένη εξάρτηση, παρεμποδίζει την φυσιολογική ανάπτυξη του ατόμου. Ας σκεφτούμε ένα παιδί που δεν μπορεί να ντυθεί μόνο του ή έναν μαθητή που δεν μπορεί να διαβάσει μόνος του ή ακόμα κι έναν ενήλικο που δεν μπορεί να μείνει μόνος στο σπίτι του. Όταν εμποδίζουμε ένα παιδί να δράσει ανεξάρτητο, του διαταράσσουμε τον κανονικό ρυθμό της ανάπτυξής του. Τότε το παιδί αντιδρά ενστικτωδώς με όλο του το “είναι” και η κατάληξη είναι να δημιουργούνται είτε επιθετικές συμπεριφορές (τα παιδιά που δεν δέχονται να συμβιβαστούν) είτε παθητικές συμπεριφορές (τα παιδιά που υποκύπτουν στην “αυθεντία” του ενήλικου). Χρειάζεται δηλαδή σε κάθε ηλικία, να παρατηρούμε το παιδί και να βλέπουμε πότε είναι έτοιμο να περάσει στην επόμενη φάση ανεξαρτησίας έτσι ώστε να μην εμποδίζεται η ανάπτυξή του. Μόνο με τη δική του ανεξάρτητη δράση, το παιδί, θα μπορέσει να τελειοποιήσει τα όργανα του αλλά και τις δεξιότητες που αρχίζει να κατακτά. «Σαν τον γυμναστή που αν γυμνάζεται αυτός για εμάς, δεν θα καταφέρουμε ποτέ να γυμναστούμε, όσο καλά κι αν περιγράφει τις ασκήσεις.» Στην ερώτηση: πότε αφήνουμε το παιδί να κάνει πράγματα χωρίς τη βοήθειά μας, η απάντηση είναι απλή: Από την αρχή της ζωής του, από τη στιγμή που είναι ικανό να ενεργεί. Φωτογραφία από cottonbro Σε διαφορετικές ηλικίες το παιδί, έχει διαφορετικές ανάγκες για ανεξαρτησία. Στο πρώτο στάδιο ανάπτυξης (δηλ. από τη γέννηση έως 6 περίπου χρόνων) -που εξετάζουμε πιο συγκεκριμένα- η ανεξαρτησία που χρειάζεται, είναι η ανεξαρτησία του να καλύψει τις ανάγκες της καθημερινότητάς του, σύμφωνα με τις δυνατότητές του π.χ. να ντυθεί, να φάει, να κινηθεί κλπ. και ότι άλλο χρειάζεται για να δομήσει έναν υγιή εαυτό. Η φράση που θα έλεγε το παιδί σε αυτό το στάδιο, αν μπορούσε με δυο λόγια να εκφράσει την ανάγκη του, θα ήταν: «Βοήθησέ με να το κάνω μόνος μου» (και όχι κάνε το εσύ για μένα!) Ανάλογα με την ηλικία και τις δεξιότητες που έχει κατακτήσει το παιδί πρέπει να έχει την ευκαιρία να δρα ανεξάρτητο για να φροντίζει τον εαυτό του, το περιβάλλον του ακόμη και τους άλλους. Ακόμα και ένα βρέφος μπορεί να κρατήσει ένα κουτάλι και να φάει μία μπουκιά κρέμας μόνο του. Ένα 2χρονο παιδί μπορεί να κόψει μια μπανάνα με ένα μαχαιράκι (π.χ. μαχαίρι βουτύρου). Ένα 5χρονο παιδί μπορεί να φτιάξει πρωινό κλπ.
Υπάρχουν συνεχώς σημάδια (σωματικά και πνευματικά) που μας δείχνουν ότι το παιδί είναι έτοιμο να αποκτήσει περισσότερη ανεξαρτησία. Μέσα από τις γνώσεις μας, την παρατήρηση και τη σύνδεση με το παιδί μας θα μπορέσουμε να τα διακρίνουμε. Για παράδειγμα όταν το παιδί ουρλιάζει «μόνος/η μου!», γύρω στα 2,5 του χρόνια, ουρλιάζει για ανεξαρτησία. Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει ότι είναι έτοιμο να τα κάνει όλα μόνο του αλλά σημαίνει ότι όσα μπορεί, θα πρέπει να το σεβόμαστε και να το αφήνουμε να τα κάνει μόνο του (ακόμα κι αν πάρει περισσότερο χρόνο, ακόμα κι αν βάλει ρούχα που δεν ταιριάζουν μεταξύ τους, ακόμα κι αν φάει λιγότερο φαγητό κ.ο.κ). Μπορούμε εύκολα να δούμε ότι η ανάγκη για ανεξαρτησία επιδρά και με τις άλλες βασικές ανάγκες του παιδιού. Για παράδειγμα σε ένα κατάλληλα διαμορφωμένο περιβάλλον ένα παιδί μπορεί που ντύνεται μόνο του, εκτός από την ανάγκη του για ανεξαρτησία καλύπτει ταυτόχρονα την ανάγκη του για κίνηση (καθώς ντύνεται βελτιώνει τις κινητικές του δεξιότητες), την ανάγκη του για τάξη (όταν ξέρει πάντα που θα βρει τα ρούχα που χρειάζεται) κ.ο.κ. Φυσικά όταν μιλάμε για ανεξαρτησία μιλάμε για την δυνατότητα να επιλέξει και να δράσει με αυτονομία και ελευθερία αλλά όχι με ασυδοσία. Όπως υποστηρίζουμε στην Μοντεσσοριανή εκπαίδευση, «το παιδί πρέπει να έχει πλήρη ελευθερία να πράξει… το σωστό». Λέγοντας “σωστό” αναφερόμαστε φυσικά σε αυτό που είναι σωστό για την ανάπτυξή του και όχι σε διάφορες δικές μας πεποιθήσεις ή αγκυλώσεις. Για παράδειγμα το παιδί θα πρέπει να είναι ελεύθερο να φάει μόνο του (αφού του δείξουμε πώς και αφού ετοιμάσουμε κατάλληλα το περιβάλλον) αλλά δεν μπορεί να πετάει το φαΐ του στο αδελφάκι του αφού η ανάγκη του να τραφεί είναι αναπτυξιακή ενώ το να πετάει το φαΐ δεν είναι (εκεί μπαίνουν τα όρια). Μέσα από τη δραστηριότητα το παιδί γνωρίζει το περιβάλλον του, δημιουργεί την “τράπεζα πληροφοριών” του, αναπτύσσει τις δεξιότητές του, το σώμα του κλπ. Μέσα από την ανεξάρτητη δραστηριότητα όμως αναπτύσσει και άλλες πολύ σημαντικές δεξιότητες. Όταν τα παιδιά νιώθουν ότι μπορούν να εκφράσουν και να καλύψουν μόνα τους τις ανάγκες τους, νιώθουν όμορφα, ικανά, δημιουργικά, αυξάνεται η αυτοπεποίθηση και η αυτοεκτίμησή τους. Βοηθώντας το παιδί να κάνει πράγματα μόνο του, το ενθαρρύνουμε να γίνει ανεξάρτητο, το ενθαρρύνουμε… «...να αναπτύξει το πνεύμα του με δικές του εμπειρίες και όχι ξένες...» Τη Λιάνα Χαρίση μπορείτε να τη βρείτε στο www.facebook.com/lianaswonder Μην διστάσετε να μας στείλετε σχόλια ή ερωτήσεις για περισσότερες πληροφορίες και διευκρινήσεις πάνω στο άρθρο
0 Comments
Όπως αναφέρθηκε στα προηγούμενα άρθρα μου (δύο από μια σειρά πέντε άρθρων), οι βασικές ανάγκες που πρέπει να καλύπτονται για να μεγαλώνουν τα παιδιά μας με υγεία σε σώμα, μυαλό και συναίσθημα είναι μόνο πέντε και θα τις ονομάσουμε και θα τις αναλύσουμε και σε αυτό και στα επόμενα άρθρα. Φωτογραφία από Jonas Mohamadi Ας θυμηθούμε τις βασικές αναπτυξιακές ανάγκες των παιδιών που είναι οι εξής:
Όταν δεν γνωρίζουμε αυτές τις θεμελιώδεις ανάγκες, μπορεί να νιώθουμε αδύναμοι, απελπισμένοι, να σκεφτόμαστε ότι έχουμε ένα δύστροπο, κακομαθημένο ή προβληματικό ... (και άλλους παρόμοιους χαρακτηρισμούς) παιδί. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να τις έχουμε κατά νου για να γίνεται όλο και πιο εύκολο να φροντίσουμε τα παιδιά μας και να επικοινωνήσουμε μαζί τους. Σε αυτό το τρίτο στη σειρά άρθρο, θα αναφερθούμε στην ανάγκη των παιδιών για κίνηση. Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΓΙΑ ΚΙΝΗΣΗ Η Μαρία Μοντεσσόρι μέσα από επιστημονική έρευνα και παρατήρηση, ανέλυσε πολύ διεξοδικά την ανάγκη του παιδιού για κίνηση. Θα εξηγήσουμε -μέσα από τα γραπτά της στα βιβλία “Το μυστικό της παιδικής ηλικίας” και “Δεκτικός Νους” - τι σημαίνει η ανάγκη του παιδιού για κίνηση.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η κίνηση και η δράση ενός μικρού παιδιού, είναι διαφορετική από αυτή του ενήλικα. Εμείς κινούμαστε-δρούμε για να επιτύχουμε έναν σκοπό. Το παιδί όμως κινείται και δρα για να δημιουργήσει τον εαυτό του. Για παράδειγμα, όταν περπατάμε ως ενήλικες, το κάνουμε για να φτάσουμε σε ένα στόχο εξωτερικό. Το παιδί όμως περπατά για να αναπτύξει τα όργανά του (πόδια, μύες κλπ.) και άλλες λειτουργίες (ισορροπία, συντονισμός κλπ.) για αυτό και το κάνει με τον δικό του διαφορετικό ρυθμό, που σαφώς είναι πιο αργός. Μέσα από την κίνηση το παιδί, αναπτύσσει το σώμα του, βελτιώνει τις δεξιότητές του και γνωρίζει το περιβάλλον του. Επιπλέον είναι πολύ σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι μέσα από την κίνηση δηλ. τη δράση, το παιδί εκφράζει αλλά και χτίζει τη βούλησή του (γιατί να έχει τη θέληση να κάνει κάποιος κάτι, εάν ξέρει ότι δεν μπορεί να δράσει για να το πραγματοποιήσει;). Από τη στιγμή που γεννιέται κάθε παιδί είναι από τη φύση εφοδιασμένο με μια ορμή και μια ανάγκη να κινηθεί και να παρατηρεί συνεχώς τις κινήσεις που κάνουν οι άνθρωποι γύρω του.
Γύρω στα 2,5-4 του χρόνια ένα παιδί -που έχει κατακτήσει κάποιες κινήσεις- κάνει κάτι ακόμη πιο δύσκολο, προσπαθεί να συντονίσει την κίνησή του. Προσπαθεί δηλαδή να είναι πολύ πιο συνειδητές οι κινήσεις του που σημαίνει ότι πρέπει το σώμα του και ο εγκέφαλός του να συνεργαστούν. Προσπαθεί δηλαδή να κινηθεί σύμφωνα με τη θέλησή του.
Αυτήν την κίνηση όπου το σώμα (κίνηση) και ο εγκέφαλος (βούληση- θέληση) συνεργάζονται αρμονικά, η Μαρία Μοντεσσόρι ονομάζει «συντονισμένη κίνηση». Το παιδί αλληλοεπιδρώντας με το περιβάλλον του, φτάνει στο σημείο να θυμάται, να μπορεί να καταλαβαίνει και να σκέπτεται με λογική, να χτίζει μεθοδικά τη σκέψη του, να εκφράζει τη βούλησή του και τελικά να προσαρμόζεται στην κουλτούρα, τη χώρα και την εποχή του. Οι κινητικές ικανότητες που σχετίζονται με τη λογική είναι η ομιλία και η δραστηριότητα των χεριών που εξυπηρετεί τη σκέψη στην πραγμάτωση και ολοκλήρωση ενός έργου. Γι’ αυτόν τον λόγο το χέρι είναι κάτι σαν ένας εξωτερικός εγκέφαλος για το παιδί. Με αυτό αντιλαμβάνεται το περιβάλλον του, το αγγίζει αλλά και μπορεί στη συνέχεια να το διαχειριστεί ή και να το μεταμορφώσει.
Όταν το περιβάλλον δίνει ερεθίσματα για δημιουργική «δουλειά» τότε η κίνηση και η βούληση δρουν συντονισμένα. Το παιδί που λειτουργεί ανεμπόδιστα, καταφέρνει να συγκεντρώνεται όλο και πιο πολύ, να αυξάνει τον αυτοέλεγχο του και την υπομονή του. Έτσι στα έξι του χρόνια, μπορεί να εξελιχθεί σε ένα ανεξάρτητο, ήρεμο, χαρούμενο πλάσμα που δρα, αντιλαμβάνεται και έχει έλεγχο των κινήσεών του, ενώ προηγουμένως ζούσε σε ένα τελείως διαφορετικό επίπεδο. Φωτογραφία από Jonathan Borba Το παιδί μέσα από την συντονισμένη κίνηση εκφράζει το “εγώ” του και δομεί τη συνείδησή του. Σε αυτό το σημείο καλό είναι να τονιστεί ότι η συντονισμένη κίνηση είναι τελείως διαφορετική από την συνεχή, χωρίς στόχο κίνηση. Μία ά-στοχη κίνηση δεν θα συνέβαλε στην φυσιολογική ανάπτυξη του παιδιού, όπως ακριβώς δεν θα συνέβαλε σε αυτήν την ανάπτυξη και μία βούληση που δεν γίνεται πράξη. Δεν πρέπει δηλαδή, να μπερδεύουμε την κίνηση που βοηθάει το παιδί να αναπτυχθεί και να καλύψει τις ανάγκες της καθημερινότητας (π.χ. θέλω να φάω, να ντυθώ, να πλύνω ένα φρούτο κλπ.) με την άτακτη, ή επιθετική, ή χωρίς αναπτυξιακό στόχο κίνηση (π.χ. χτυπάω το αδελφάκι μου, ή τρέχω μακριά από τη μαμά μου κ.ο.κ).
`Ενώ όλοι παραδεχόμαστε εύκολα ότι πρέπει να αφήσουμε τα παιδιά να ενεργούν ελεύθερα, στην πράξη, ασυνείδητα τους βάζουμε ένα σωρό εμπόδια. Αν και θέλουμε να τα αφήσουμε να εξερευνήσουν, να κινηθούν, να αυτοεξυπηρετηθούν, να μάθουν κλπ. τους λέμε συνεχώς π.χ. μη, δεν μπορείς, δεν ξέρεις, πρόσεχε, θα το σπάσεις, θα χτυπήσεις, θα βρωμίσεις, θα αρρωστήσεις… Ή για να τα προστατεύσουμε τα περιορίζουμε σε ριλάξ, παρκοκρέβατα, σε καρότσια ή πίσω από κάγκελα… Ή παρεμβαίνουμε στις επιλογές τους και στη δραστηριότητά τους περιορίζοντας τους έτσι αυτή τη ζωτική ανάγκη για επιλογή, κίνηση και δράση. Όταν η συνεργασία της θέλησης και της κίνησης εμποδίζεται από εξωγενείς παράγοντες (π.χ. από εμάς ή από ένα ακατάλληλο περιβάλλον) τότε αυτό θα επηρεάσει αρνητικά τη συμπεριφορά του παιδιού. Η κίνηση και η βούληση, θα δρουν ανεξάρτητα με αποτέλεσμα την αποτυχία δόμησης μιας ενοποιημένης προσωπικότητας. Ο ρόλος μας λοιπόν ως ενήλικες είναι να βοηθήσουμε το μικρό παιδί να συντονίσει την κίνησή του με διάφορους τρόπους:
Γενικότερα η συμμετοχή του παιδιού στην οικογενειακή ρουτίνα και τα αντικείμενα που χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας ζωή στο σπίτι (π.χ. κουτάλι, ποτήρι, σφουγγάρι, κορδόνια, μανταλάκια, ρούχα κλπ.), είναι τα καλύτερα εργαλεία που χρειάζεται το παιδί για να δυναμώσει και να αναπτύξει την κίνησή του, στα πρώτα του χρόνια. Επίσης δίνοντάς του επιλογές και τη δυνατότητα να αυτοεξυπηρετείται, δυναμώνουμε την αυτοπεποίθησή του και το βοηθάμε να χτίσει τη βούλησή του. Έτσι βοηθάμε το παιδί να φέρει σε αρμονία την κίνησή του με τα θέλω του και να χτίσει πάνω σε μία γερή βάση την προσωπικότητά του. «Η κίνηση είναι το μόνο χειροπιαστό μέσο που εγκαθιστά καθαρές σχέσεις ανάμεσα στο “εγώ” και την εξωτερική πραγματικότητα» Ας συνειδητοποιήσουμε λοιπόν, πόσο σοβαρό έργο επιτελεί το παιδί δρώντας και ας σεβαστούμε το πόσο σημαντική είναι για την ανάπτυξή του η ανάγκη του για συντονισμένη κίνηση. Τη Λιάνα Χαρίση μπορείτε να τη βρείτε στο www.facebook.com/lianaswonder Μην διστάσετε να μας στείλετε σχόλια ή ερωτήσεις για περισσότερες πληροφορίες και διευκρινήσεις πάνω στο άρθρο |
Archives
November 2020
Categories |