Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο άρθρο μου (το πρώτο από μια σειρά πέντε άρθρων) οι βασικές ανάγκες, που πρέπει να καλύπτονται για να μεγαλώνουν τα παιδιά μας με υγεία σε σώμα, μυαλό και συναίσθημα, είναι μόνον πέντε και θα τις ονομάσουμε και θα τις αναλύσουμε σε μία σειρά από πέντε άρθρα. Όσο πιο καλά τις γνωρίζουμε, τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι η προσπάθειά μας ως γονείς και τόσο πιο ουσιαστική θα είναι η επικοινωνία μας με τα παιδιά μας. Photo from Anna Shvets Ας θυμηθούμε ότι οι βασικές αναπτυξιακές ανάγκες των παιδιών είναι οι εξής:
Σε αυτό το δεύτερο στη σειρά άρθρο, θα αναφερθούμε στην ανάγκη των παιδιών για γλώσσα. Μιλώντας για γλώσσα εννοούμε ό,τι έχει σχέση με τον προφορικό λόγο και την επικοινωνία γενικότερα. Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΓΙΑ ΓΛΩΣΣΑ Ως ανθρώπινα όντα, έχουμε ανάγκη να επικοινωνήσουμε και το κυριότερο μέσον για αυτό, είναι η γλώσσα δηλ. ο προφορικός λόγος. Με τη γλώσσα, μοιραζόμαστε τις γνώσεις μας, τις ανάγκες μας, περιγράφουμε τις σκέψεις μας, τα συναισθήματά μας και γενικότερα εκφράζουμε τον εσωτερικό μας κόσμο. Η Μαρία Μοντεσσόρι μέσα από επιστημονική έρευνα και παρατήρηση, ανέλυσε πολύ διεξοδικά την ανάγκη του παιδιού για γλώσσα. Θα εξηγήσουμε -μέσα από τα γραπτά της στα βιβλία “Το μυστικό της παιδικής ηλικίας” και “ Τί πρέπει να ξέρετε για το παιδί σας ” - τί σημαίνει η ανάγκη για γλώσσα.
Οι μελέτες της -που επικυρώνονται από όλες τις σύγχρονες επιστήμες- δείχνουν ότι κάθε παιδί, από τη στιγμή που είναι έμβρυο και αναπτύσσει την ακοή του και μέχρι τα έξι πρώτα χρόνια από την γέννησή του, έχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία, ικανότητα και ανάγκη να μάθει και να αφομοιώσει τη γλώσσα του περιβάλλοντός του και σε καμία άλλη ηλικία δεν θα μπορέσει να το κάνει με την ίδια ευκολία.
Το παιδί μαθαίνει μόνο του, χωρίς καμία δυσκολία, τη γλώσσα του περιβάλλοντός του, όσο πολύπλοκη και να είναι αυτή και ίσως κάποιοι να μην έχουν συνειδητοποιήσει ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτής της κατάκτησης, γίνεται μέσα στα δύο πρώτα χρόνια της ζωής του. Ταυτόχρονα στο ίδιο διάστημα διαμορφώνει και σωματικά όλα τα όργανα που θα χρειαστεί για τη γλώσσα (π.χ. στοματική κοιλότητα, φωνητικές χορδές κλπ.). Όλη αυτή η θαυμαστή δημιουργία του παιδιού δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή αφού: «Όλα γίνονται στην ησυχία και τη σκοτεινιά!» Πριν δηλαδή το παιδί πει την πρώτη του φράση, έχει παρατηρήσει, αφομοιώσει, ενσαρκώσει και μάθει σχεδόν όλες τις ιδιαιτερότητες (όπως την προφορά, την τονικότητα, την προσωδία, την γραμματική, την σύνταξη κλπ.) της γλώσσας του περιβάλλοντός του και έχει διαμορφώσει τα όργανα που θα χρειαστεί για να την μιλήσει.
Στα πρώτα έξι χρόνια, διακρίνουμε τρεις φάσεις κατά τις οποίες το παιδί δείχνει έντονο ενδιαφέρον, ενθουσιασμό και ευαισθησία για διαφορετικά στοιχεία της γλώσσας και έτσι μπορεί σταδιακά και με μια λογική σειρά, να τα κατακτήσει. 1η φάση ευαισθησίας: Από τις πρώτες εβδομάδες (μετά τη γέννησή του), το μωρό δείχνει έντονο ενδιαφέρον και ενθουσιασμό στον ενήλικο που του μιλάει. Κοιτώντας τον στα μάτια και στρέφοντας όλη την προσοχή του σε αυτόν, καταφέρνει και καταγράφει όλους τους ήχους της ανθρώπινης φωνής. Το νεογέννητο, αποτυπώνει πρώτα τους ήχους και μετά τις συλλαβές (ακολουθώντας μία προοδευτική λογική διαδικασία) και στη συνέχεια προσπαθεί να αναπαραγάγει τους ήχους που έχει αφομοιώσει. 2η φάση ευαισθησίας: Το παιδί, αρχίζει να αποκτά τα ονόματα των αντικειμένων και να τα βάζει σε μία τάξη. Δείχνει «δίψα» για τις λέξεις. Η ερώτηση που κάνει συνέχεια, σε αυτή τη φάση, είναι «τί είναι αυτό;». Γύρω στους 18 μήνες, αρχίζει να αποκτά μία στοιχειώδη γραμματική και τέλος έρχεται η σύνταξη. Γύρω στα δυόμισι του χρόνια μπορεί να μιλήσει με λεξιλόγιο παρόμοιο με αυτό των ενηλίκων. 3η φάση ευαισθησίας: Γύρω στα 3,5-6 του χρόνια το παιδί εκφράζει ένα έντονο ενδιαφέρον για μία λίγο διαφορετική γλώσσα, αυτή που χρησιμοποιούμε δηλ. στις κοινωνικές μας συναναστροφές (λέγοντας π.χ. «ευχαριστώ», «παρακαλώ», «θα μπορούσα» κλπ.) Στην ίδια επίσης φάση (3,5 - 4,5χρ), αφού το παιδί έχει ήδη κατακτήσει τη δομή του προφορικού λόγου, μπορούμε να το εισάγουμε στην αλφάβητο, με τραγούδια, παιχνίδια, στιχάκια κλπ. Έτσι βοηθάμε σιγά σιγά να ανοίξουν οι ορίζοντές του οδηγώντας το και στο γραπτό λόγο. Οι μελέτες δείχνουν ότι ο άνθρωπος δεν αναπτύσσει τη γλώσσα επειδή την κατέχει από πριν (λόγω κληρονομικότητας) αλλά επειδή την αφομοιώνει από το περιβάλλον του. Χρέος μας είναι να σεβαστούμε αυτό το τεράστιο έργο και να βοηθήσουμε το παιδί, δημιουργώντας το κατάλληλο περιβάλλον που θα βοηθήσει το παιδί να παρατηρήσει, να μιμηθεί και να αφομοιώσει σωστά τη γλώσσα του. Χρειάζεται δηλ. να αφαιρέσουμε τα εμπόδια που θα το δυσκόλευαν στην φυσιολογική κατάκτηση της γλώσσας του περιβάλλοντός του. Φυσικά δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι κάποιος θα εμπόδιζε συνειδητά το παιδί του να μάθει να μιλάει και να εκφραστεί. Μιλάμε για τα εμπόδια που ασυνείδητα βάζουμε στα παιδιά και τα δυσκολεύουμε στον τομέα αυτό. Φωτογραφία από Alex Smith Ας σκεφτούμε λοιπόν λίγο πιο καλά:
Χρειάζεται δηλαδή να προσφέρουμε στο παιδί ένα πλούσιο περιβάλλον, μέσα στο οποίο το παιδί θα πάρει τα κατάλληλα ερεθίσματα για να μάθει να επικοινωνεί σωστά σε λεκτικό αλλά και συναισθηματικό επίπεδο. Τι μπορούμε να κάνουμε:
Βοηθώντας το παιδί να αποκτήσει μια πλούσια και ακριβή εικόνα της μητρικής του γλώσσας, το βοηθάμε να δημιουργήσει έναν μηχανισμό έκφρασης και ένα μέσο επικοινωνίας με τον εξωτερικό κόσμο για να αντιμετωπίσει με αξιοπρέπεια και αυτοπεποίθηση την καθημερινότητά του και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ζωής. Η Μαρία Μοντεσσόρι μιλώντας για τη μητρική γλώσσα λέει:
Ας την τιμήσουμε λοιπόν και ας την μεταδώσουμε όπως της -και όπως του (παιδιού)- αξίζει! Τη Λιάνα Χαρίση μπορείτε να τη βρείτε στο www.facebook.com/lianaswonder Μην διστάσετε να μας στείλετε σχόλια ή ερωτήσεις για περισσότερες πληροφορίες και διευκρινήσεις πάνω στο άρθρο
0 Comments
Ως γονείς κάθε στιγμή αναρωτιόμαστε για το παιδί μας: γιατί το κάνει αυτό, τι προσπαθεί να μου δείξει, γιατί δεν με ακούει, γιατί φωνάζει, πώς να καταλάβω τι θέλει, τι έχει πραγματικά ανάγκη και πολλά άλλα παρόμοια. Photo from bin Ziegler Η αλήθεια είναι ότι τα παιδιά από την στιγμή που γεννιούνται ξέρουν τι έχουν ανάγκη. Είναι σαν η φύση να τα έχει εξοπλίσει με έναν εσωτερικό δάσκαλο που τα ωθεί να μας κοιτάζουν βαθιά στα μάτια για να συνδεθούν μαζί μας, να δίνουν προσοχή σε κάθε μας λέξη και κάθε κίνησή μας, ώστε να χτίσουν κι αυτά τις δικές τους κινήσεις και να κατακτήσουν τη μητρική τους γλώσσα, να μας ειδοποιήσουν, όταν είναι άρρωστα ή λερωμένα ή πεινάνε και χρειάζονται τη βοήθειά μας κλπ. Τι στέκεται τότε εμπόδιο στην ανάπτυξή τους και μπορεί να γίνονται επιθετικά, αγενή, παθητικά, χωρίς πρωτοβουλίες κ.ά. και γιατί είναι δύσκολο μερικές φορές να καταλάβουμε τι πραγματικά έχουν ανάγκη; Το εμπόδιο είναι μόνον ένα: Η έλλειψη γνώσεων γύρω από τις ανάγκες των παιδιών. Είναι η έλλειψη γνώσεων γύρω από τις ανάγκες των παιδιών, που δεν μας βοηθάει να προετοιμάσουμε κατάλληλα το περιβάλλον στο οποίο ζουν και γι’ αυτό δυσκολεύονται (Βλ. άρθρο «περί καλών και κακών παιδιών) Είναι η έλλειψη γνώσεων γύρω από τις ανάγκες των παιδιών που μας κάνει να αντιδρούμε αυτόματα σύμφωνα με τις δικές μας ασυνείδητες (ή μερικές φορές συνειδητές) πεποιθήσεις που μας συγκρατούν, μας εμποδίζουν να κάνουμε πράγματα ή μας ωθούν να κάνουμε πράγματα με τα οποία βαθιά μέσα μας δεν νιώθουμε καλά. Είναι γεγονός ότι πολλοί από εμάς θα δυσκολεύονταν να απαντήσουν στην ερώτηση ποιες είναι οι βασικές ανάγκες των παιδιών (πέρα από τις φυσικές ανάγκες και την ασφάλεια) και κάποιοι άλλοι θα μιλούσαν για ώρες προσπαθώντας να τις απαριθμήσουν και να τις ταξινομήσουν. Δεν θα φαινόταν μαγικό όμως, αν έλεγε κάποιος ότι οι βασικές ανάγκες των παιδιών είναι μόνον πέντε; Κι όμως είναι έτσι ακριβώς! Οι βασικές ανάγκες που πρέπει να καλύπτονται για να μεγαλώνουν τα παιδιά μας με υγεία σε σώμα, μυαλό και συναίσθημα είναι μόνον πέντε και θα τις ονομάσουμε και θα τις αναλύσουμε σε αυτό και στα επόμενα άρθρα. Όσο πιο καλά τις γνωρίζουμε, τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι η προσπάθειά μας ως γονείς και τόσο πιο ουσιαστική θα είναι η επικοινωνία μας με τα παιδιά μας. Όταν όμως δεν γνωρίζουμε αυτές τις θεμελιώδεις ανάγκες τους, μπορεί να νιώθουμε αδύναμοι, απελπισμένοι, να σκεφτόμαστε ότι έχουμε ένα δύστροπο, κακομαθημένο ή προβληματικό ... (και άλλους παρόμοιους χαρακτηρισμούς) παιδί. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να τις έχουμε κατά νου για να γίνεται όλο και πιο εύκολο να φροντίσουμε τα παιδιά μας και να επικοινωνήσουμε μαζί τους. Οι βασικές αναπτυξιακές ανάγκες των παιδιών είναι οι εξής:
Θα τις αναλύσουμε σε πέντε ενότητες, καταρχήν για να μην γίνει ένα μακροσκελές και κουραστικό άρθρο και κατά δεύτερο και κυριότερο λόγο για να υπάρχει ο χρόνος να παρατηρήσουμε μία-μία το πώς συναντάμε αυτές τις ανάγκες στην καθημερινότητά μας. Μαθαίνοντας, συνειδητοποιώντας, αναγνωρίζοντας κάθε ανάγκη χρειάζεται να πάρουμε το χρόνο μας και να παρατηρήσουμε πώς την εκφράζει το παιδί μας, πότε άθελά μας την καταπιέζουμε και τι είναι αυτό που θα μπορούσαμε να αλλάξουμε στο περιβάλλον και στην συμπεριφορά μας ώστε η κάθε ανάγκη να καλύπτεται και όχι να εμποδίζεται. Σε αυτό το άρθρο θα αναφερθούμε στην ανάγκη των παιδιών για τάξη. Είναι ίσως η ανάγκη που είναι λιγότερο κατανοητή αφού σπανίως συνδέουμε την παιδική ηλικία με την έννοια της τάξης. Photo from Gustavo Fring Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΓΙΑ ΤΑΞΗ Η Μαρία Μοντεσσόρι μέσα από επιστημονική έρευνα και παρατήρηση, ανέλυσε πολύ διεξοδικά την ανάγκη του παιδιού για τάξη. Τόνισε επίσης ότι ειδικά τα πρώτα χρόνια από την γέννησή του, ένα παιδί έχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία και ανάγκη να υπάρχει τάξη γύρω του. Πρέπει να θυμόμαστε όμως ότι το παιδί δεν αισθάνεται την τάξη όπως εμείς αλλά σαν μία πιο «μαθηματική» έννοια που έχει σχέση με την ταξινόμηση, την κωδικοποίηση, την οργάνωση και όχι με τα πρέπει των ενηλίκων. Θα εξηγήσουμε -μέσα από τα γραπτά της στα βιβλία “Το μυστικό της παιδικής ηλικίας” και “Παιδαγωγικό Μανιφέστο” - τί σημαίνει η ανάγκη για τάξη, αφού στο μυαλό των περισσότερων ανθρώπων, η τάξη δεν είναι κάτι που έχει συνδεθεί με την παιδική ηλικία. «Σε εμάς τους μεγάλους μοιάζει παράδοξο και θαυμαστό συνάμα ότι τα παιδιά δείχνονται για ένα διάστημα ευαίσθητα απέναντι στην τάξη. Κι εμείς που πιστεύαμε ακράδαντα, πως το παιδί είναι από τη φύση του ακατάστατο!» Εάν σκεφτούμε καλά όμως, θα δούμε ότι στην φύση υπάρχει πάντα η τάξη. Όταν κοιτάζουμε τα άστρα που λάμπουν στον ουρανό, που πάντα ακολουθούν την τροχιά τους και πάντα παραμένουν σταθερά στη θέση τους, λέμε «Τι θαυμαστή που είναι η τάξη της δημιουργίας!». Έτσι και στην διαδικασία της ανάπτυξης του ανθρώπου, η φύση ακολουθεί μια συγκεκριμένη τάξη. Άτακτο λέμε κάποιον που ο εσωτερικός του κόσμος δεν είναι σε τάξη. Η τάξη είναι που μας κάνει να είμαστε πνευματικά υγιείς. Η τάξη γύρω μας και μέσα μας αλλά και η ικανότητα της ταξινόμησης, είναι αυτή που μας κάνει να νιώθουμε ασφάλεια καιοικειότητα. «Ταχτοποιώ σημαίνει ότι ξέρω τη θέση κάθε πράγματος στον περίγυρο, ότι θυμάμαι πού βρίσκεται. Δηλαδή, ότι προσανατολίζομαι μέσα στο περιβάλλον, ότι το κατέχω σε όλες του τις λεπτομέρειες. Ο περίγυρος της ψυχής είναι ο γνωστός μας χώρος. Εκεί, όπου περπατάμε με τα μάτια κλειστά, όπου βρίσκουμε αμέσως ό,τι γυρέψουμε. Τον έχουμε ανάγκη. Μονάχα κοντά του νιώθουμε ήσυχοι και ασφαλισμένοι.» Αν δεν είχαμε την ικανότητα να ταξινομήσουμε τα όμοια με τα όμοια, το μυαλό μας θα έμοιαζε χαοτικό, σαν ένα σουπερμάρκετ που θα είχε όλα τα πράγματα ριγμένα μες στη μέση. «Πρόκειται για εσωτερική λειτουργία, που δεν αναφέρεται στη διάκριση μεταξύ των πραγμάτων, αλλά στη διάκριση των σχέσεων ανάμεσά τους. Για τούτο και προσλαμβάνει το περιβάλλον σαν μία ολότητα με τα ουσιαστικά της μέρη σε πλήρη αλληλεξάρτηση. Σ’ έναν τέτοιο περίγυρο, γνωστό στο σύνολό του, εύκολα μπορείς να βρεις το δρόμο σου, να κινηθείς, να φτάσεις τους στόχους σου. Χωρίς αυτή την κατάκτηση δεν θα ήταν δυνατή η συνειδητοποίηση των σχέσεων. Θα ’ταν σαν να είχε κανείς τα έπιπλα, όχι όμως και σπίτι να τα βάλει. Σε τί θα χρησίμευε λοιπόν η συλλογή εικόνων, αν δεν υπήρχε η τάξη, που να τις συναρμολογεί; Αν ο άνθρωπος ξεχώριζε μόνο τα αντικείμενα κι όχι τη σύνδεσή τους, θα βρισκόταν σε ένα χάος χωρίς διέξοδο». Η έννοια της τάξης λοιπόν, έχει θεμελιώδη ρόλο στην ανάπτυξη ενός παιδιού. Δεν είναι σαν την τάξη που έχουμε στο μυαλό μας ως ενήλικες αλλά, είναι μια ζωτική ανάγκη που η έλλειψή της προκαλεί άγχος και «πόνο» στα βάθη της ψυχής ενός μικρού παιδιού. Είναι η έλλειψη τάξης που αναστατώνει ένα δίχρονο παιδί όταν για παράδειγμα του δίνουμε να φάει ένα μήλο κομμένο με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που συνηθίζουμε ή ακόμα όταν μας δει με διαφορετικό κούρεμα ή γενικότερα όταν του ζητάμε να κάνει κάτι διαφορετικά από αυτό που συνηθίζει και δεν πρέπει την όποια αντίδρασή του να την θεωρούμε παραξενιά ή καπρίτσιο. «Τα μικρά παιδιά εκδηλώνουν ένα πραγματικό πάθος για την τάξη. Το μικρό παιδί δεν μπορεί να ζήσει μέσα στην ακαταστασία, υποφέρει...Το παιδάκι παρατηρεί αμέσως την ακαταστασία (ή την αλλαγή) που οι ενήλικοι και τα μεγαλύτερα παιδιά θα παράβλεπαν εύκολα.» Το παιδί, όπως έχω αναφέρει σε προηγούμενα άρθρα, έχει την ανάγκη να γνωρίσει και να προσαρμοστεί στο περιβάλλον του. Προσαρμογή σημαίνει ότι μπορεί να βάλει σε τάξη τις ατελείωτες εμπειρίες και τα αμέτρητα ερεθίσματα και συναισθήματα που το βομβαρδίζουν. Για να μην πνιγεί από την σύγχυση, πρέπει να μπορεί να τακτοποιεί, να ταξινομεί και να βάζει σε λογική σειρά, τις εμπειρίες του. Όταν υπάρχει τάξη, το παιδί προσαρμόζεται στο κοινωνικό του περιβάλλον και στο χώρο γύρω του και αποκτά εμπιστοσύνη και σιγουριά. Νιώθει ασφάλεια στο περιβάλλον του και έτσι θα μπορέσει να κινηθεί ανεξάρτητο, να δράσει με ελεύθερη βούληση και να φτάσει τους στόχους του. Η εξωτερική τάξη, δημιουργεί και εσωτερική τάξη, δημιουργεί εσωτερική ηρεμία και εσωτερικά σημεία αναφοράς. Η τάξη είναι σαν μία πυξίδα, που βοηθάει το παιδί να προσανατολιστεί και η Μαρία Μοντεσσόρι μιλάει για δύο είδη προσανατολισμών: α. Ο εξωτερικός προσανατολισμός: Αναφέρεται στο πώς βλέπει το παιδί τον εαυτό του σε σχέση με το περιβάλλον του. Μέχρι τα 2 του χρόνια, το παιδί, έχει γνωρίσει το άμεσό του περιβάλλον, ξέρει τη θέση κάθε πράγματος και έχει ανάγκη να τα βρίσκει στην ίδια θέση. Αυτή η ανάγκη του συνεχίζεται και αργότερα (μέχρι τα 3,5). Έτσι το παιδί μπορεί να δημιουργήσει μία εικόνα και να θυμάται πού βρίσκεται το καθετί και όταν θελήσει, θα μπορέσει να λειτουργήσει μέσα σε αυτό το περιβάλλον, να χρησιμοποιήσει τα πράγματα που του προσφέρει, να δουλέψει με αυτά και να κυριαρχήσει τελικά στο περιβάλλον του, έχοντας ταυτόχρονα αποκτήσει αυτοπεποίθηση, δύναμη, σιγουριά και αυτοεκτίμηση. «Η ίδια θέση των αντικειμένων αποτελεί για το παιδί σημείο αναφοράς για τον προσανατολισμό της παρατήρησής του. Η τοποθέτηση ενός αντικειμένου σε άλλη θέση μπορεί να αναστατώσει το παιδί, να του προκαλέσει μία κρίση δακρύων που την χαρακτηρίζουμε σαν καπρίτσιο.» β. Ο εσωτερικός προσανατολισμός: Έχει σχέση με μία μυϊκή αίσθηση, η οποία βοηθάει το παιδί να ταξινομεί και να θυμάται τις κινήσεις του σώματός του. Η αιχμή αυτής της ευαισθησίας είναι στους 12-18μήνες, την εποχή δηλ. που το παιδί θέλει να κουβαλάει βαριά αντικείμενα, να σπρώχνει καροτσάκια, να κάνει τούμπες κλπ. Είναι η εποχή που κατακτά την σωματική του ισορροπία και στη συνέχεια κατακτά και τη μυϊκή μνήμη του σώματός του στο χώρο. Έτσι θα μπορέσει να βάλει την κίνησή του σε τάξη. Μετά τα δύο πρώτα χρόνια, αυτή η ευαισθησία για τάξη, αρχίζει να μειώνεται και στα 3,5 περίπου χρόνια καταφέρνει το παιδί, να μην ταράζεται πολύ όταν χαλάει η εξωτερική τάξη. Μέχρι 5 περίπου χρόνων όμως θέλει να διατηρεί την τάξη στο περιβάλλον του. Η τάξη δημιουργεί έναν «τακτοποιημένο» νου. Γύρω από την τάξη χτίζεται ολόκληρη η προσωπικότητά μας. Μία ενοποιημένη προσωπικότητα (όπου σώμα και πνεύμα συνεργάζονται αρμονικά), είναι μία προσωπικότητα σε τάξη. Το παιδί μέσα από τις εμπειρίες που αποκτά με τάξη, χτίζει την λογική του σκέψη αφού έτσι του επιτρέπεται να καταγράψει, να ταξινομήσει, να κατηγοριοποιήσει, να αναλύσει και στη συνέχεια να χρησιμοποιήσει όλες τις εμπειρίες του και να κατακτήσει τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος. «Είναι απόλυτα αναγκαίο για το παιδί να διατηρήσει τέλεια ξεκάθαρες τις εικόνες, που συλλαμβάνει. Γιατί μονάχα με την αποσαφήνιση και τη διαλογή εντυπώσεων, θα μπορέσει να μορφώσει την ίδια του τη λογική.» Τι μπορούμε να κάνουμε ως ενήλικες:
Αντίθετα, ένα περιβάλλον με αταξία, χωρίς καθημερινή ρουτίνα, με έλλειψη κανόνων και αρχών ή με περιορισμό κινήσεων ή ακόμα ένα περιβάλλον με υπερβολική έκθεση σε φανταστικά και όχι πραγματικά ερεθίσματα, θα ήταν ένα εχθρικό για την ανάπτυξη του παιδιού περιβάλλον και το παιδί που θα αναπτυσσόταν σε αυτό θα ήταν ένα «ά-τακτο» παιδί. Ας παρατηρήσουμε επομένως την επόμενη φορά που το παιδί μας αντιδράει, θυμώνει, αντιστέκεται ή ξεσπά, μήπως είναι κάτι από την ανάγκη του για τάξη που του έχουμε στερήσει; Όσο πιο μικρό είναι το παιδί μας, τόσο πιο μεγάλη είναι η ανάγκη του για τάξη. Όσο μεγαλώνει και κατακτά την προσαρμογή στο φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον και χτίζει την λογική του σκέψη, τότε σταματάει να έχει ανάγκη την απόλυτη τάξη αφού έχει ήδη ενσωματωθεί και νιώθει ασφαλές. Στην εφηβεία, η ανάγκη για τάξη εκμηδενίζεται αλλά ένα παιδί που έχει μεγαλώσει με τάξη, την αναπαράγει σε έναν βαθμό ως αυτοματισμό. Φυσικά πρέπει να τονίσουμε ότι δεν πρέπει να μπερδεύουμε την ανάγκη του μικρού παιδιού για τάξη, με την ψυχαναγκαστική ανάγκη για τάξη κάποιων ενηλίκων αλλά να την βλέπουμε σαν το στήριγμα που θα βοηθήσει το παιδί στα πρώτα του χρόνια να χτίσει μία υγιή προσωπικότητα. Επίσης, δεν πρέπει να μας ταράζει κάθε αλλαγή, απλά να έχουμε στο νου μας ότι πρέπει να στηρίξουμε το παιδί στην μετάβαση. Τέλος, είναι σημαντικό να μην χρησιμοποιούμε την ανάγκη για τάξη για να χειραγωγούμε τα παιδιά μας παρά μόνο για να τα βοηθήσουμε να νιώσουν ότι τα στηρίζουμε και ότι θέλουμε να δημιουργήσουμε μία δυνατή σύνδεση μαζί τους.
|
Archives
November 2020
Categories |