Όπως αναφέρθηκε στα προηγούμενα άρθρα μου (τρία από μια σειρά πέντε άρθρων), οι βασικές ανάγκες που πρέπει να καλύπτονται για να μεγαλώνουν τα παιδιά (έως έξι χρόνων) με υγεία σε σώμα, μυαλό και συναίσθημα είναι μόνο πέντε. Θα τις ονομάσουμε και θα τις αναλύσουμε και σε αυτό και στα υπόλοιπα άρθρα. Φωτογραφία από Craig Adderley Όσο πιο καλά τις γνωρίζουμε, τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι η προσπάθειά μας ως γονείς και τόσο πιο ουσιαστική θα είναι η επικοινωνία με τα παιδιά μας. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να τις έχουμε κατά νου για να μπορούμε να στηρίξουμε και να καταλάβουμε τα παιδιά μας. Ας θυμηθούμε ότι οι βασικές αναπτυξιακές ανάγκες των παιδιών είναι οι εξής:
Θα τις αναλύσουμε σε πέντε ενότητες, για να υπάρχει ο χρόνος να παρατηρήσουμε μία-μία το πώς συναντάμε αυτές τις ανάγκες στην καθημερινότητά μας και να σκεφτούμε τι είναι αυτό που θα μπορούσαμε να αλλάξουμε στο περιβάλλον και στην συμπεριφορά μας, ώστε η κάθε ανάγκη να καλύπτεται και όχι να εμποδίζεται. Σε αυτό το τέταρτο στη σειρά άρθρο, θα αναφερθούμε στην ανάγκη των παιδιών για ανεξαρτησία. Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΓΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ Η Μαρία Μοντεσσόρι αναφέρει:
Σε όλη τη ζωή μας υπάρχουν συνεχώς φάσεις εξάρτησης και ανεξαρτησίας. Είναι απαραίτητο -για την φυσιολογική μας ανάπτυξη- να εξαρτιόμαστε από κάτι από το οποίο στη συνέχεια πρέπει να ανεξαρτητοποιηθούμε για να συνεχίσουμε να εξελισσόμαστε. Το έμβρυο για παράδειγμα είναι πλήρως εξαρτημένο από τη μήτρα για κάποιο διάστημα αλλά την κατάλληλη στιγμή αυτή η εξάρτηση πρέπει να σταματήσει για να γεννηθεί και να συνεχίσει να εξελίσσεται φυσιολογικά. Το ίδιο ισχύει για ένα βρέφος που θηλάζει, για ένα μωρό που το ταΐζουμε, το κουβαλάμε αγκαλιά κ.ο.κ. Το ίδιο ισχύει και για ένα μεγαλύτερο παιδί που μας χρειάζεται για να παίξει με τους φίλους του ή για να πάρει μία απόφαση αλλά και για έναν έφηβο που ενώ στην αρχή της εφηβείας εξαρτάται πλήρως από την οικογένειά του, σιγά σιγά πρέπει να ανεξαρτητοποιηθεί για να γίνει αυτόνομος και ενεργός ενήλικος.
Η παρατεταμένη εξάρτηση, παρεμποδίζει την φυσιολογική ανάπτυξη του ατόμου. Ας σκεφτούμε ένα παιδί που δεν μπορεί να ντυθεί μόνο του ή έναν μαθητή που δεν μπορεί να διαβάσει μόνος του ή ακόμα κι έναν ενήλικο που δεν μπορεί να μείνει μόνος στο σπίτι του. Όταν εμποδίζουμε ένα παιδί να δράσει ανεξάρτητο, του διαταράσσουμε τον κανονικό ρυθμό της ανάπτυξής του. Τότε το παιδί αντιδρά ενστικτωδώς με όλο του το “είναι” και η κατάληξη είναι να δημιουργούνται είτε επιθετικές συμπεριφορές (τα παιδιά που δεν δέχονται να συμβιβαστούν) είτε παθητικές συμπεριφορές (τα παιδιά που υποκύπτουν στην “αυθεντία” του ενήλικου). Χρειάζεται δηλαδή σε κάθε ηλικία, να παρατηρούμε το παιδί και να βλέπουμε πότε είναι έτοιμο να περάσει στην επόμενη φάση ανεξαρτησίας έτσι ώστε να μην εμποδίζεται η ανάπτυξή του. Μόνο με τη δική του ανεξάρτητη δράση, το παιδί, θα μπορέσει να τελειοποιήσει τα όργανα του αλλά και τις δεξιότητες που αρχίζει να κατακτά. «Σαν τον γυμναστή που αν γυμνάζεται αυτός για εμάς, δεν θα καταφέρουμε ποτέ να γυμναστούμε, όσο καλά κι αν περιγράφει τις ασκήσεις.» Στην ερώτηση: πότε αφήνουμε το παιδί να κάνει πράγματα χωρίς τη βοήθειά μας, η απάντηση είναι απλή: Από την αρχή της ζωής του, από τη στιγμή που είναι ικανό να ενεργεί. Φωτογραφία από cottonbro Σε διαφορετικές ηλικίες το παιδί, έχει διαφορετικές ανάγκες για ανεξαρτησία. Στο πρώτο στάδιο ανάπτυξης (δηλ. από τη γέννηση έως 6 περίπου χρόνων) -που εξετάζουμε πιο συγκεκριμένα- η ανεξαρτησία που χρειάζεται, είναι η ανεξαρτησία του να καλύψει τις ανάγκες της καθημερινότητάς του, σύμφωνα με τις δυνατότητές του π.χ. να ντυθεί, να φάει, να κινηθεί κλπ. και ότι άλλο χρειάζεται για να δομήσει έναν υγιή εαυτό. Η φράση που θα έλεγε το παιδί σε αυτό το στάδιο, αν μπορούσε με δυο λόγια να εκφράσει την ανάγκη του, θα ήταν: «Βοήθησέ με να το κάνω μόνος μου» (και όχι κάνε το εσύ για μένα!) Ανάλογα με την ηλικία και τις δεξιότητες που έχει κατακτήσει το παιδί πρέπει να έχει την ευκαιρία να δρα ανεξάρτητο για να φροντίζει τον εαυτό του, το περιβάλλον του ακόμη και τους άλλους. Ακόμα και ένα βρέφος μπορεί να κρατήσει ένα κουτάλι και να φάει μία μπουκιά κρέμας μόνο του. Ένα 2χρονο παιδί μπορεί να κόψει μια μπανάνα με ένα μαχαιράκι (π.χ. μαχαίρι βουτύρου). Ένα 5χρονο παιδί μπορεί να φτιάξει πρωινό κλπ.
Υπάρχουν συνεχώς σημάδια (σωματικά και πνευματικά) που μας δείχνουν ότι το παιδί είναι έτοιμο να αποκτήσει περισσότερη ανεξαρτησία. Μέσα από τις γνώσεις μας, την παρατήρηση και τη σύνδεση με το παιδί μας θα μπορέσουμε να τα διακρίνουμε. Για παράδειγμα όταν το παιδί ουρλιάζει «μόνος/η μου!», γύρω στα 2,5 του χρόνια, ουρλιάζει για ανεξαρτησία. Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει ότι είναι έτοιμο να τα κάνει όλα μόνο του αλλά σημαίνει ότι όσα μπορεί, θα πρέπει να το σεβόμαστε και να το αφήνουμε να τα κάνει μόνο του (ακόμα κι αν πάρει περισσότερο χρόνο, ακόμα κι αν βάλει ρούχα που δεν ταιριάζουν μεταξύ τους, ακόμα κι αν φάει λιγότερο φαγητό κ.ο.κ). Μπορούμε εύκολα να δούμε ότι η ανάγκη για ανεξαρτησία επιδρά και με τις άλλες βασικές ανάγκες του παιδιού. Για παράδειγμα σε ένα κατάλληλα διαμορφωμένο περιβάλλον ένα παιδί μπορεί που ντύνεται μόνο του, εκτός από την ανάγκη του για ανεξαρτησία καλύπτει ταυτόχρονα την ανάγκη του για κίνηση (καθώς ντύνεται βελτιώνει τις κινητικές του δεξιότητες), την ανάγκη του για τάξη (όταν ξέρει πάντα που θα βρει τα ρούχα που χρειάζεται) κ.ο.κ. Φυσικά όταν μιλάμε για ανεξαρτησία μιλάμε για την δυνατότητα να επιλέξει και να δράσει με αυτονομία και ελευθερία αλλά όχι με ασυδοσία. Όπως υποστηρίζουμε στην Μοντεσσοριανή εκπαίδευση, «το παιδί πρέπει να έχει πλήρη ελευθερία να πράξει… το σωστό». Λέγοντας “σωστό” αναφερόμαστε φυσικά σε αυτό που είναι σωστό για την ανάπτυξή του και όχι σε διάφορες δικές μας πεποιθήσεις ή αγκυλώσεις. Για παράδειγμα το παιδί θα πρέπει να είναι ελεύθερο να φάει μόνο του (αφού του δείξουμε πώς και αφού ετοιμάσουμε κατάλληλα το περιβάλλον) αλλά δεν μπορεί να πετάει το φαΐ του στο αδελφάκι του αφού η ανάγκη του να τραφεί είναι αναπτυξιακή ενώ το να πετάει το φαΐ δεν είναι (εκεί μπαίνουν τα όρια). Μέσα από τη δραστηριότητα το παιδί γνωρίζει το περιβάλλον του, δημιουργεί την “τράπεζα πληροφοριών” του, αναπτύσσει τις δεξιότητές του, το σώμα του κλπ. Μέσα από την ανεξάρτητη δραστηριότητα όμως αναπτύσσει και άλλες πολύ σημαντικές δεξιότητες. Όταν τα παιδιά νιώθουν ότι μπορούν να εκφράσουν και να καλύψουν μόνα τους τις ανάγκες τους, νιώθουν όμορφα, ικανά, δημιουργικά, αυξάνεται η αυτοπεποίθηση και η αυτοεκτίμησή τους. Βοηθώντας το παιδί να κάνει πράγματα μόνο του, το ενθαρρύνουμε να γίνει ανεξάρτητο, το ενθαρρύνουμε… «...να αναπτύξει το πνεύμα του με δικές του εμπειρίες και όχι ξένες...» Τη Λιάνα Χαρίση μπορείτε να τη βρείτε στο www.facebook.com/lianaswonder Μην διστάσετε να μας στείλετε σχόλια ή ερωτήσεις για περισσότερες πληροφορίες και διευκρινήσεις πάνω στο άρθρο
0 Comments
Όπως αναφέρθηκε στα προηγούμενα άρθρα μου (δύο από μια σειρά πέντε άρθρων), οι βασικές ανάγκες που πρέπει να καλύπτονται για να μεγαλώνουν τα παιδιά μας με υγεία σε σώμα, μυαλό και συναίσθημα είναι μόνο πέντε και θα τις ονομάσουμε και θα τις αναλύσουμε και σε αυτό και στα επόμενα άρθρα. Φωτογραφία από Jonas Mohamadi Ας θυμηθούμε τις βασικές αναπτυξιακές ανάγκες των παιδιών που είναι οι εξής:
Όταν δεν γνωρίζουμε αυτές τις θεμελιώδεις ανάγκες, μπορεί να νιώθουμε αδύναμοι, απελπισμένοι, να σκεφτόμαστε ότι έχουμε ένα δύστροπο, κακομαθημένο ή προβληματικό ... (και άλλους παρόμοιους χαρακτηρισμούς) παιδί. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να τις έχουμε κατά νου για να γίνεται όλο και πιο εύκολο να φροντίσουμε τα παιδιά μας και να επικοινωνήσουμε μαζί τους. Σε αυτό το τρίτο στη σειρά άρθρο, θα αναφερθούμε στην ανάγκη των παιδιών για κίνηση. Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΓΙΑ ΚΙΝΗΣΗ Η Μαρία Μοντεσσόρι μέσα από επιστημονική έρευνα και παρατήρηση, ανέλυσε πολύ διεξοδικά την ανάγκη του παιδιού για κίνηση. Θα εξηγήσουμε -μέσα από τα γραπτά της στα βιβλία “Το μυστικό της παιδικής ηλικίας” και “Δεκτικός Νους” - τι σημαίνει η ανάγκη του παιδιού για κίνηση.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η κίνηση και η δράση ενός μικρού παιδιού, είναι διαφορετική από αυτή του ενήλικα. Εμείς κινούμαστε-δρούμε για να επιτύχουμε έναν σκοπό. Το παιδί όμως κινείται και δρα για να δημιουργήσει τον εαυτό του. Για παράδειγμα, όταν περπατάμε ως ενήλικες, το κάνουμε για να φτάσουμε σε ένα στόχο εξωτερικό. Το παιδί όμως περπατά για να αναπτύξει τα όργανά του (πόδια, μύες κλπ.) και άλλες λειτουργίες (ισορροπία, συντονισμός κλπ.) για αυτό και το κάνει με τον δικό του διαφορετικό ρυθμό, που σαφώς είναι πιο αργός. Μέσα από την κίνηση το παιδί, αναπτύσσει το σώμα του, βελτιώνει τις δεξιότητές του και γνωρίζει το περιβάλλον του. Επιπλέον είναι πολύ σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι μέσα από την κίνηση δηλ. τη δράση, το παιδί εκφράζει αλλά και χτίζει τη βούλησή του (γιατί να έχει τη θέληση να κάνει κάποιος κάτι, εάν ξέρει ότι δεν μπορεί να δράσει για να το πραγματοποιήσει;). Από τη στιγμή που γεννιέται κάθε παιδί είναι από τη φύση εφοδιασμένο με μια ορμή και μια ανάγκη να κινηθεί και να παρατηρεί συνεχώς τις κινήσεις που κάνουν οι άνθρωποι γύρω του.
Γύρω στα 2,5-4 του χρόνια ένα παιδί -που έχει κατακτήσει κάποιες κινήσεις- κάνει κάτι ακόμη πιο δύσκολο, προσπαθεί να συντονίσει την κίνησή του. Προσπαθεί δηλαδή να είναι πολύ πιο συνειδητές οι κινήσεις του που σημαίνει ότι πρέπει το σώμα του και ο εγκέφαλός του να συνεργαστούν. Προσπαθεί δηλαδή να κινηθεί σύμφωνα με τη θέλησή του.
Αυτήν την κίνηση όπου το σώμα (κίνηση) και ο εγκέφαλος (βούληση- θέληση) συνεργάζονται αρμονικά, η Μαρία Μοντεσσόρι ονομάζει «συντονισμένη κίνηση». Το παιδί αλληλοεπιδρώντας με το περιβάλλον του, φτάνει στο σημείο να θυμάται, να μπορεί να καταλαβαίνει και να σκέπτεται με λογική, να χτίζει μεθοδικά τη σκέψη του, να εκφράζει τη βούλησή του και τελικά να προσαρμόζεται στην κουλτούρα, τη χώρα και την εποχή του. Οι κινητικές ικανότητες που σχετίζονται με τη λογική είναι η ομιλία και η δραστηριότητα των χεριών που εξυπηρετεί τη σκέψη στην πραγμάτωση και ολοκλήρωση ενός έργου. Γι’ αυτόν τον λόγο το χέρι είναι κάτι σαν ένας εξωτερικός εγκέφαλος για το παιδί. Με αυτό αντιλαμβάνεται το περιβάλλον του, το αγγίζει αλλά και μπορεί στη συνέχεια να το διαχειριστεί ή και να το μεταμορφώσει.
Όταν το περιβάλλον δίνει ερεθίσματα για δημιουργική «δουλειά» τότε η κίνηση και η βούληση δρουν συντονισμένα. Το παιδί που λειτουργεί ανεμπόδιστα, καταφέρνει να συγκεντρώνεται όλο και πιο πολύ, να αυξάνει τον αυτοέλεγχο του και την υπομονή του. Έτσι στα έξι του χρόνια, μπορεί να εξελιχθεί σε ένα ανεξάρτητο, ήρεμο, χαρούμενο πλάσμα που δρα, αντιλαμβάνεται και έχει έλεγχο των κινήσεών του, ενώ προηγουμένως ζούσε σε ένα τελείως διαφορετικό επίπεδο. Φωτογραφία από Jonathan Borba Το παιδί μέσα από την συντονισμένη κίνηση εκφράζει το “εγώ” του και δομεί τη συνείδησή του. Σε αυτό το σημείο καλό είναι να τονιστεί ότι η συντονισμένη κίνηση είναι τελείως διαφορετική από την συνεχή, χωρίς στόχο κίνηση. Μία ά-στοχη κίνηση δεν θα συνέβαλε στην φυσιολογική ανάπτυξη του παιδιού, όπως ακριβώς δεν θα συνέβαλε σε αυτήν την ανάπτυξη και μία βούληση που δεν γίνεται πράξη. Δεν πρέπει δηλαδή, να μπερδεύουμε την κίνηση που βοηθάει το παιδί να αναπτυχθεί και να καλύψει τις ανάγκες της καθημερινότητας (π.χ. θέλω να φάω, να ντυθώ, να πλύνω ένα φρούτο κλπ.) με την άτακτη, ή επιθετική, ή χωρίς αναπτυξιακό στόχο κίνηση (π.χ. χτυπάω το αδελφάκι μου, ή τρέχω μακριά από τη μαμά μου κ.ο.κ).
`Ενώ όλοι παραδεχόμαστε εύκολα ότι πρέπει να αφήσουμε τα παιδιά να ενεργούν ελεύθερα, στην πράξη, ασυνείδητα τους βάζουμε ένα σωρό εμπόδια. Αν και θέλουμε να τα αφήσουμε να εξερευνήσουν, να κινηθούν, να αυτοεξυπηρετηθούν, να μάθουν κλπ. τους λέμε συνεχώς π.χ. μη, δεν μπορείς, δεν ξέρεις, πρόσεχε, θα το σπάσεις, θα χτυπήσεις, θα βρωμίσεις, θα αρρωστήσεις… Ή για να τα προστατεύσουμε τα περιορίζουμε σε ριλάξ, παρκοκρέβατα, σε καρότσια ή πίσω από κάγκελα… Ή παρεμβαίνουμε στις επιλογές τους και στη δραστηριότητά τους περιορίζοντας τους έτσι αυτή τη ζωτική ανάγκη για επιλογή, κίνηση και δράση. Όταν η συνεργασία της θέλησης και της κίνησης εμποδίζεται από εξωγενείς παράγοντες (π.χ. από εμάς ή από ένα ακατάλληλο περιβάλλον) τότε αυτό θα επηρεάσει αρνητικά τη συμπεριφορά του παιδιού. Η κίνηση και η βούληση, θα δρουν ανεξάρτητα με αποτέλεσμα την αποτυχία δόμησης μιας ενοποιημένης προσωπικότητας. Ο ρόλος μας λοιπόν ως ενήλικες είναι να βοηθήσουμε το μικρό παιδί να συντονίσει την κίνησή του με διάφορους τρόπους:
Γενικότερα η συμμετοχή του παιδιού στην οικογενειακή ρουτίνα και τα αντικείμενα που χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας ζωή στο σπίτι (π.χ. κουτάλι, ποτήρι, σφουγγάρι, κορδόνια, μανταλάκια, ρούχα κλπ.), είναι τα καλύτερα εργαλεία που χρειάζεται το παιδί για να δυναμώσει και να αναπτύξει την κίνησή του, στα πρώτα του χρόνια. Επίσης δίνοντάς του επιλογές και τη δυνατότητα να αυτοεξυπηρετείται, δυναμώνουμε την αυτοπεποίθησή του και το βοηθάμε να χτίσει τη βούλησή του. Έτσι βοηθάμε το παιδί να φέρει σε αρμονία την κίνησή του με τα θέλω του και να χτίσει πάνω σε μία γερή βάση την προσωπικότητά του. «Η κίνηση είναι το μόνο χειροπιαστό μέσο που εγκαθιστά καθαρές σχέσεις ανάμεσα στο “εγώ” και την εξωτερική πραγματικότητα» Ας συνειδητοποιήσουμε λοιπόν, πόσο σοβαρό έργο επιτελεί το παιδί δρώντας και ας σεβαστούμε το πόσο σημαντική είναι για την ανάπτυξή του η ανάγκη του για συντονισμένη κίνηση. Τη Λιάνα Χαρίση μπορείτε να τη βρείτε στο www.facebook.com/lianaswonder Μην διστάσετε να μας στείλετε σχόλια ή ερωτήσεις για περισσότερες πληροφορίες και διευκρινήσεις πάνω στο άρθρο Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο άρθρο μου (το πρώτο από μια σειρά πέντε άρθρων) οι βασικές ανάγκες, που πρέπει να καλύπτονται για να μεγαλώνουν τα παιδιά μας με υγεία σε σώμα, μυαλό και συναίσθημα, είναι μόνον πέντε και θα τις ονομάσουμε και θα τις αναλύσουμε σε μία σειρά από πέντε άρθρα. Όσο πιο καλά τις γνωρίζουμε, τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι η προσπάθειά μας ως γονείς και τόσο πιο ουσιαστική θα είναι η επικοινωνία μας με τα παιδιά μας. Photo from Anna Shvets Ας θυμηθούμε ότι οι βασικές αναπτυξιακές ανάγκες των παιδιών είναι οι εξής:
Σε αυτό το δεύτερο στη σειρά άρθρο, θα αναφερθούμε στην ανάγκη των παιδιών για γλώσσα. Μιλώντας για γλώσσα εννοούμε ό,τι έχει σχέση με τον προφορικό λόγο και την επικοινωνία γενικότερα. Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΓΙΑ ΓΛΩΣΣΑ Ως ανθρώπινα όντα, έχουμε ανάγκη να επικοινωνήσουμε και το κυριότερο μέσον για αυτό, είναι η γλώσσα δηλ. ο προφορικός λόγος. Με τη γλώσσα, μοιραζόμαστε τις γνώσεις μας, τις ανάγκες μας, περιγράφουμε τις σκέψεις μας, τα συναισθήματά μας και γενικότερα εκφράζουμε τον εσωτερικό μας κόσμο. Η Μαρία Μοντεσσόρι μέσα από επιστημονική έρευνα και παρατήρηση, ανέλυσε πολύ διεξοδικά την ανάγκη του παιδιού για γλώσσα. Θα εξηγήσουμε -μέσα από τα γραπτά της στα βιβλία “Το μυστικό της παιδικής ηλικίας” και “ Τί πρέπει να ξέρετε για το παιδί σας ” - τί σημαίνει η ανάγκη για γλώσσα.
Οι μελέτες της -που επικυρώνονται από όλες τις σύγχρονες επιστήμες- δείχνουν ότι κάθε παιδί, από τη στιγμή που είναι έμβρυο και αναπτύσσει την ακοή του και μέχρι τα έξι πρώτα χρόνια από την γέννησή του, έχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία, ικανότητα και ανάγκη να μάθει και να αφομοιώσει τη γλώσσα του περιβάλλοντός του και σε καμία άλλη ηλικία δεν θα μπορέσει να το κάνει με την ίδια ευκολία.
Το παιδί μαθαίνει μόνο του, χωρίς καμία δυσκολία, τη γλώσσα του περιβάλλοντός του, όσο πολύπλοκη και να είναι αυτή και ίσως κάποιοι να μην έχουν συνειδητοποιήσει ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτής της κατάκτησης, γίνεται μέσα στα δύο πρώτα χρόνια της ζωής του. Ταυτόχρονα στο ίδιο διάστημα διαμορφώνει και σωματικά όλα τα όργανα που θα χρειαστεί για τη γλώσσα (π.χ. στοματική κοιλότητα, φωνητικές χορδές κλπ.). Όλη αυτή η θαυμαστή δημιουργία του παιδιού δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή αφού: «Όλα γίνονται στην ησυχία και τη σκοτεινιά!» Πριν δηλαδή το παιδί πει την πρώτη του φράση, έχει παρατηρήσει, αφομοιώσει, ενσαρκώσει και μάθει σχεδόν όλες τις ιδιαιτερότητες (όπως την προφορά, την τονικότητα, την προσωδία, την γραμματική, την σύνταξη κλπ.) της γλώσσας του περιβάλλοντός του και έχει διαμορφώσει τα όργανα που θα χρειαστεί για να την μιλήσει.
Στα πρώτα έξι χρόνια, διακρίνουμε τρεις φάσεις κατά τις οποίες το παιδί δείχνει έντονο ενδιαφέρον, ενθουσιασμό και ευαισθησία για διαφορετικά στοιχεία της γλώσσας και έτσι μπορεί σταδιακά και με μια λογική σειρά, να τα κατακτήσει. 1η φάση ευαισθησίας: Από τις πρώτες εβδομάδες (μετά τη γέννησή του), το μωρό δείχνει έντονο ενδιαφέρον και ενθουσιασμό στον ενήλικο που του μιλάει. Κοιτώντας τον στα μάτια και στρέφοντας όλη την προσοχή του σε αυτόν, καταφέρνει και καταγράφει όλους τους ήχους της ανθρώπινης φωνής. Το νεογέννητο, αποτυπώνει πρώτα τους ήχους και μετά τις συλλαβές (ακολουθώντας μία προοδευτική λογική διαδικασία) και στη συνέχεια προσπαθεί να αναπαραγάγει τους ήχους που έχει αφομοιώσει. 2η φάση ευαισθησίας: Το παιδί, αρχίζει να αποκτά τα ονόματα των αντικειμένων και να τα βάζει σε μία τάξη. Δείχνει «δίψα» για τις λέξεις. Η ερώτηση που κάνει συνέχεια, σε αυτή τη φάση, είναι «τί είναι αυτό;». Γύρω στους 18 μήνες, αρχίζει να αποκτά μία στοιχειώδη γραμματική και τέλος έρχεται η σύνταξη. Γύρω στα δυόμισι του χρόνια μπορεί να μιλήσει με λεξιλόγιο παρόμοιο με αυτό των ενηλίκων. 3η φάση ευαισθησίας: Γύρω στα 3,5-6 του χρόνια το παιδί εκφράζει ένα έντονο ενδιαφέρον για μία λίγο διαφορετική γλώσσα, αυτή που χρησιμοποιούμε δηλ. στις κοινωνικές μας συναναστροφές (λέγοντας π.χ. «ευχαριστώ», «παρακαλώ», «θα μπορούσα» κλπ.) Στην ίδια επίσης φάση (3,5 - 4,5χρ), αφού το παιδί έχει ήδη κατακτήσει τη δομή του προφορικού λόγου, μπορούμε να το εισάγουμε στην αλφάβητο, με τραγούδια, παιχνίδια, στιχάκια κλπ. Έτσι βοηθάμε σιγά σιγά να ανοίξουν οι ορίζοντές του οδηγώντας το και στο γραπτό λόγο. Οι μελέτες δείχνουν ότι ο άνθρωπος δεν αναπτύσσει τη γλώσσα επειδή την κατέχει από πριν (λόγω κληρονομικότητας) αλλά επειδή την αφομοιώνει από το περιβάλλον του. Χρέος μας είναι να σεβαστούμε αυτό το τεράστιο έργο και να βοηθήσουμε το παιδί, δημιουργώντας το κατάλληλο περιβάλλον που θα βοηθήσει το παιδί να παρατηρήσει, να μιμηθεί και να αφομοιώσει σωστά τη γλώσσα του. Χρειάζεται δηλ. να αφαιρέσουμε τα εμπόδια που θα το δυσκόλευαν στην φυσιολογική κατάκτηση της γλώσσας του περιβάλλοντός του. Φυσικά δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι κάποιος θα εμπόδιζε συνειδητά το παιδί του να μάθει να μιλάει και να εκφραστεί. Μιλάμε για τα εμπόδια που ασυνείδητα βάζουμε στα παιδιά και τα δυσκολεύουμε στον τομέα αυτό. Φωτογραφία από Alex Smith Ας σκεφτούμε λοιπόν λίγο πιο καλά:
Χρειάζεται δηλαδή να προσφέρουμε στο παιδί ένα πλούσιο περιβάλλον, μέσα στο οποίο το παιδί θα πάρει τα κατάλληλα ερεθίσματα για να μάθει να επικοινωνεί σωστά σε λεκτικό αλλά και συναισθηματικό επίπεδο. Τι μπορούμε να κάνουμε:
Βοηθώντας το παιδί να αποκτήσει μια πλούσια και ακριβή εικόνα της μητρικής του γλώσσας, το βοηθάμε να δημιουργήσει έναν μηχανισμό έκφρασης και ένα μέσο επικοινωνίας με τον εξωτερικό κόσμο για να αντιμετωπίσει με αξιοπρέπεια και αυτοπεποίθηση την καθημερινότητά του και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ζωής. Η Μαρία Μοντεσσόρι μιλώντας για τη μητρική γλώσσα λέει:
Ας την τιμήσουμε λοιπόν και ας την μεταδώσουμε όπως της -και όπως του (παιδιού)- αξίζει! Τη Λιάνα Χαρίση μπορείτε να τη βρείτε στο www.facebook.com/lianaswonder Μην διστάσετε να μας στείλετε σχόλια ή ερωτήσεις για περισσότερες πληροφορίες και διευκρινήσεις πάνω στο άρθρο Ως γονείς κάθε στιγμή αναρωτιόμαστε για το παιδί μας: γιατί το κάνει αυτό, τι προσπαθεί να μου δείξει, γιατί δεν με ακούει, γιατί φωνάζει, πώς να καταλάβω τι θέλει, τι έχει πραγματικά ανάγκη και πολλά άλλα παρόμοια. Photo from bin Ziegler Η αλήθεια είναι ότι τα παιδιά από την στιγμή που γεννιούνται ξέρουν τι έχουν ανάγκη. Είναι σαν η φύση να τα έχει εξοπλίσει με έναν εσωτερικό δάσκαλο που τα ωθεί να μας κοιτάζουν βαθιά στα μάτια για να συνδεθούν μαζί μας, να δίνουν προσοχή σε κάθε μας λέξη και κάθε κίνησή μας, ώστε να χτίσουν κι αυτά τις δικές τους κινήσεις και να κατακτήσουν τη μητρική τους γλώσσα, να μας ειδοποιήσουν, όταν είναι άρρωστα ή λερωμένα ή πεινάνε και χρειάζονται τη βοήθειά μας κλπ. Τι στέκεται τότε εμπόδιο στην ανάπτυξή τους και μπορεί να γίνονται επιθετικά, αγενή, παθητικά, χωρίς πρωτοβουλίες κ.ά. και γιατί είναι δύσκολο μερικές φορές να καταλάβουμε τι πραγματικά έχουν ανάγκη; Το εμπόδιο είναι μόνον ένα: Η έλλειψη γνώσεων γύρω από τις ανάγκες των παιδιών. Είναι η έλλειψη γνώσεων γύρω από τις ανάγκες των παιδιών, που δεν μας βοηθάει να προετοιμάσουμε κατάλληλα το περιβάλλον στο οποίο ζουν και γι’ αυτό δυσκολεύονται (Βλ. άρθρο «περί καλών και κακών παιδιών) Είναι η έλλειψη γνώσεων γύρω από τις ανάγκες των παιδιών που μας κάνει να αντιδρούμε αυτόματα σύμφωνα με τις δικές μας ασυνείδητες (ή μερικές φορές συνειδητές) πεποιθήσεις που μας συγκρατούν, μας εμποδίζουν να κάνουμε πράγματα ή μας ωθούν να κάνουμε πράγματα με τα οποία βαθιά μέσα μας δεν νιώθουμε καλά. Είναι γεγονός ότι πολλοί από εμάς θα δυσκολεύονταν να απαντήσουν στην ερώτηση ποιες είναι οι βασικές ανάγκες των παιδιών (πέρα από τις φυσικές ανάγκες και την ασφάλεια) και κάποιοι άλλοι θα μιλούσαν για ώρες προσπαθώντας να τις απαριθμήσουν και να τις ταξινομήσουν. Δεν θα φαινόταν μαγικό όμως, αν έλεγε κάποιος ότι οι βασικές ανάγκες των παιδιών είναι μόνον πέντε; Κι όμως είναι έτσι ακριβώς! Οι βασικές ανάγκες που πρέπει να καλύπτονται για να μεγαλώνουν τα παιδιά μας με υγεία σε σώμα, μυαλό και συναίσθημα είναι μόνον πέντε και θα τις ονομάσουμε και θα τις αναλύσουμε σε αυτό και στα επόμενα άρθρα. Όσο πιο καλά τις γνωρίζουμε, τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι η προσπάθειά μας ως γονείς και τόσο πιο ουσιαστική θα είναι η επικοινωνία μας με τα παιδιά μας. Όταν όμως δεν γνωρίζουμε αυτές τις θεμελιώδεις ανάγκες τους, μπορεί να νιώθουμε αδύναμοι, απελπισμένοι, να σκεφτόμαστε ότι έχουμε ένα δύστροπο, κακομαθημένο ή προβληματικό ... (και άλλους παρόμοιους χαρακτηρισμούς) παιδί. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να τις έχουμε κατά νου για να γίνεται όλο και πιο εύκολο να φροντίσουμε τα παιδιά μας και να επικοινωνήσουμε μαζί τους. Οι βασικές αναπτυξιακές ανάγκες των παιδιών είναι οι εξής:
Θα τις αναλύσουμε σε πέντε ενότητες, καταρχήν για να μην γίνει ένα μακροσκελές και κουραστικό άρθρο και κατά δεύτερο και κυριότερο λόγο για να υπάρχει ο χρόνος να παρατηρήσουμε μία-μία το πώς συναντάμε αυτές τις ανάγκες στην καθημερινότητά μας. Μαθαίνοντας, συνειδητοποιώντας, αναγνωρίζοντας κάθε ανάγκη χρειάζεται να πάρουμε το χρόνο μας και να παρατηρήσουμε πώς την εκφράζει το παιδί μας, πότε άθελά μας την καταπιέζουμε και τι είναι αυτό που θα μπορούσαμε να αλλάξουμε στο περιβάλλον και στην συμπεριφορά μας ώστε η κάθε ανάγκη να καλύπτεται και όχι να εμποδίζεται. Σε αυτό το άρθρο θα αναφερθούμε στην ανάγκη των παιδιών για τάξη. Είναι ίσως η ανάγκη που είναι λιγότερο κατανοητή αφού σπανίως συνδέουμε την παιδική ηλικία με την έννοια της τάξης. Photo from Gustavo Fring Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΓΙΑ ΤΑΞΗ Η Μαρία Μοντεσσόρι μέσα από επιστημονική έρευνα και παρατήρηση, ανέλυσε πολύ διεξοδικά την ανάγκη του παιδιού για τάξη. Τόνισε επίσης ότι ειδικά τα πρώτα χρόνια από την γέννησή του, ένα παιδί έχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία και ανάγκη να υπάρχει τάξη γύρω του. Πρέπει να θυμόμαστε όμως ότι το παιδί δεν αισθάνεται την τάξη όπως εμείς αλλά σαν μία πιο «μαθηματική» έννοια που έχει σχέση με την ταξινόμηση, την κωδικοποίηση, την οργάνωση και όχι με τα πρέπει των ενηλίκων. Θα εξηγήσουμε -μέσα από τα γραπτά της στα βιβλία “Το μυστικό της παιδικής ηλικίας” και “Παιδαγωγικό Μανιφέστο” - τί σημαίνει η ανάγκη για τάξη, αφού στο μυαλό των περισσότερων ανθρώπων, η τάξη δεν είναι κάτι που έχει συνδεθεί με την παιδική ηλικία. «Σε εμάς τους μεγάλους μοιάζει παράδοξο και θαυμαστό συνάμα ότι τα παιδιά δείχνονται για ένα διάστημα ευαίσθητα απέναντι στην τάξη. Κι εμείς που πιστεύαμε ακράδαντα, πως το παιδί είναι από τη φύση του ακατάστατο!» Εάν σκεφτούμε καλά όμως, θα δούμε ότι στην φύση υπάρχει πάντα η τάξη. Όταν κοιτάζουμε τα άστρα που λάμπουν στον ουρανό, που πάντα ακολουθούν την τροχιά τους και πάντα παραμένουν σταθερά στη θέση τους, λέμε «Τι θαυμαστή που είναι η τάξη της δημιουργίας!». Έτσι και στην διαδικασία της ανάπτυξης του ανθρώπου, η φύση ακολουθεί μια συγκεκριμένη τάξη. Άτακτο λέμε κάποιον που ο εσωτερικός του κόσμος δεν είναι σε τάξη. Η τάξη είναι που μας κάνει να είμαστε πνευματικά υγιείς. Η τάξη γύρω μας και μέσα μας αλλά και η ικανότητα της ταξινόμησης, είναι αυτή που μας κάνει να νιώθουμε ασφάλεια καιοικειότητα. «Ταχτοποιώ σημαίνει ότι ξέρω τη θέση κάθε πράγματος στον περίγυρο, ότι θυμάμαι πού βρίσκεται. Δηλαδή, ότι προσανατολίζομαι μέσα στο περιβάλλον, ότι το κατέχω σε όλες του τις λεπτομέρειες. Ο περίγυρος της ψυχής είναι ο γνωστός μας χώρος. Εκεί, όπου περπατάμε με τα μάτια κλειστά, όπου βρίσκουμε αμέσως ό,τι γυρέψουμε. Τον έχουμε ανάγκη. Μονάχα κοντά του νιώθουμε ήσυχοι και ασφαλισμένοι.» Αν δεν είχαμε την ικανότητα να ταξινομήσουμε τα όμοια με τα όμοια, το μυαλό μας θα έμοιαζε χαοτικό, σαν ένα σουπερμάρκετ που θα είχε όλα τα πράγματα ριγμένα μες στη μέση. «Πρόκειται για εσωτερική λειτουργία, που δεν αναφέρεται στη διάκριση μεταξύ των πραγμάτων, αλλά στη διάκριση των σχέσεων ανάμεσά τους. Για τούτο και προσλαμβάνει το περιβάλλον σαν μία ολότητα με τα ουσιαστικά της μέρη σε πλήρη αλληλεξάρτηση. Σ’ έναν τέτοιο περίγυρο, γνωστό στο σύνολό του, εύκολα μπορείς να βρεις το δρόμο σου, να κινηθείς, να φτάσεις τους στόχους σου. Χωρίς αυτή την κατάκτηση δεν θα ήταν δυνατή η συνειδητοποίηση των σχέσεων. Θα ’ταν σαν να είχε κανείς τα έπιπλα, όχι όμως και σπίτι να τα βάλει. Σε τί θα χρησίμευε λοιπόν η συλλογή εικόνων, αν δεν υπήρχε η τάξη, που να τις συναρμολογεί; Αν ο άνθρωπος ξεχώριζε μόνο τα αντικείμενα κι όχι τη σύνδεσή τους, θα βρισκόταν σε ένα χάος χωρίς διέξοδο». Η έννοια της τάξης λοιπόν, έχει θεμελιώδη ρόλο στην ανάπτυξη ενός παιδιού. Δεν είναι σαν την τάξη που έχουμε στο μυαλό μας ως ενήλικες αλλά, είναι μια ζωτική ανάγκη που η έλλειψή της προκαλεί άγχος και «πόνο» στα βάθη της ψυχής ενός μικρού παιδιού. Είναι η έλλειψη τάξης που αναστατώνει ένα δίχρονο παιδί όταν για παράδειγμα του δίνουμε να φάει ένα μήλο κομμένο με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που συνηθίζουμε ή ακόμα όταν μας δει με διαφορετικό κούρεμα ή γενικότερα όταν του ζητάμε να κάνει κάτι διαφορετικά από αυτό που συνηθίζει και δεν πρέπει την όποια αντίδρασή του να την θεωρούμε παραξενιά ή καπρίτσιο. «Τα μικρά παιδιά εκδηλώνουν ένα πραγματικό πάθος για την τάξη. Το μικρό παιδί δεν μπορεί να ζήσει μέσα στην ακαταστασία, υποφέρει...Το παιδάκι παρατηρεί αμέσως την ακαταστασία (ή την αλλαγή) που οι ενήλικοι και τα μεγαλύτερα παιδιά θα παράβλεπαν εύκολα.» Το παιδί, όπως έχω αναφέρει σε προηγούμενα άρθρα, έχει την ανάγκη να γνωρίσει και να προσαρμοστεί στο περιβάλλον του. Προσαρμογή σημαίνει ότι μπορεί να βάλει σε τάξη τις ατελείωτες εμπειρίες και τα αμέτρητα ερεθίσματα και συναισθήματα που το βομβαρδίζουν. Για να μην πνιγεί από την σύγχυση, πρέπει να μπορεί να τακτοποιεί, να ταξινομεί και να βάζει σε λογική σειρά, τις εμπειρίες του. Όταν υπάρχει τάξη, το παιδί προσαρμόζεται στο κοινωνικό του περιβάλλον και στο χώρο γύρω του και αποκτά εμπιστοσύνη και σιγουριά. Νιώθει ασφάλεια στο περιβάλλον του και έτσι θα μπορέσει να κινηθεί ανεξάρτητο, να δράσει με ελεύθερη βούληση και να φτάσει τους στόχους του. Η εξωτερική τάξη, δημιουργεί και εσωτερική τάξη, δημιουργεί εσωτερική ηρεμία και εσωτερικά σημεία αναφοράς. Η τάξη είναι σαν μία πυξίδα, που βοηθάει το παιδί να προσανατολιστεί και η Μαρία Μοντεσσόρι μιλάει για δύο είδη προσανατολισμών: α. Ο εξωτερικός προσανατολισμός: Αναφέρεται στο πώς βλέπει το παιδί τον εαυτό του σε σχέση με το περιβάλλον του. Μέχρι τα 2 του χρόνια, το παιδί, έχει γνωρίσει το άμεσό του περιβάλλον, ξέρει τη θέση κάθε πράγματος και έχει ανάγκη να τα βρίσκει στην ίδια θέση. Αυτή η ανάγκη του συνεχίζεται και αργότερα (μέχρι τα 3,5). Έτσι το παιδί μπορεί να δημιουργήσει μία εικόνα και να θυμάται πού βρίσκεται το καθετί και όταν θελήσει, θα μπορέσει να λειτουργήσει μέσα σε αυτό το περιβάλλον, να χρησιμοποιήσει τα πράγματα που του προσφέρει, να δουλέψει με αυτά και να κυριαρχήσει τελικά στο περιβάλλον του, έχοντας ταυτόχρονα αποκτήσει αυτοπεποίθηση, δύναμη, σιγουριά και αυτοεκτίμηση. «Η ίδια θέση των αντικειμένων αποτελεί για το παιδί σημείο αναφοράς για τον προσανατολισμό της παρατήρησής του. Η τοποθέτηση ενός αντικειμένου σε άλλη θέση μπορεί να αναστατώσει το παιδί, να του προκαλέσει μία κρίση δακρύων που την χαρακτηρίζουμε σαν καπρίτσιο.» β. Ο εσωτερικός προσανατολισμός: Έχει σχέση με μία μυϊκή αίσθηση, η οποία βοηθάει το παιδί να ταξινομεί και να θυμάται τις κινήσεις του σώματός του. Η αιχμή αυτής της ευαισθησίας είναι στους 12-18μήνες, την εποχή δηλ. που το παιδί θέλει να κουβαλάει βαριά αντικείμενα, να σπρώχνει καροτσάκια, να κάνει τούμπες κλπ. Είναι η εποχή που κατακτά την σωματική του ισορροπία και στη συνέχεια κατακτά και τη μυϊκή μνήμη του σώματός του στο χώρο. Έτσι θα μπορέσει να βάλει την κίνησή του σε τάξη. Μετά τα δύο πρώτα χρόνια, αυτή η ευαισθησία για τάξη, αρχίζει να μειώνεται και στα 3,5 περίπου χρόνια καταφέρνει το παιδί, να μην ταράζεται πολύ όταν χαλάει η εξωτερική τάξη. Μέχρι 5 περίπου χρόνων όμως θέλει να διατηρεί την τάξη στο περιβάλλον του. Η τάξη δημιουργεί έναν «τακτοποιημένο» νου. Γύρω από την τάξη χτίζεται ολόκληρη η προσωπικότητά μας. Μία ενοποιημένη προσωπικότητα (όπου σώμα και πνεύμα συνεργάζονται αρμονικά), είναι μία προσωπικότητα σε τάξη. Το παιδί μέσα από τις εμπειρίες που αποκτά με τάξη, χτίζει την λογική του σκέψη αφού έτσι του επιτρέπεται να καταγράψει, να ταξινομήσει, να κατηγοριοποιήσει, να αναλύσει και στη συνέχεια να χρησιμοποιήσει όλες τις εμπειρίες του και να κατακτήσει τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος. «Είναι απόλυτα αναγκαίο για το παιδί να διατηρήσει τέλεια ξεκάθαρες τις εικόνες, που συλλαμβάνει. Γιατί μονάχα με την αποσαφήνιση και τη διαλογή εντυπώσεων, θα μπορέσει να μορφώσει την ίδια του τη λογική.» Τι μπορούμε να κάνουμε ως ενήλικες:
Αντίθετα, ένα περιβάλλον με αταξία, χωρίς καθημερινή ρουτίνα, με έλλειψη κανόνων και αρχών ή με περιορισμό κινήσεων ή ακόμα ένα περιβάλλον με υπερβολική έκθεση σε φανταστικά και όχι πραγματικά ερεθίσματα, θα ήταν ένα εχθρικό για την ανάπτυξη του παιδιού περιβάλλον και το παιδί που θα αναπτυσσόταν σε αυτό θα ήταν ένα «ά-τακτο» παιδί. Ας παρατηρήσουμε επομένως την επόμενη φορά που το παιδί μας αντιδράει, θυμώνει, αντιστέκεται ή ξεσπά, μήπως είναι κάτι από την ανάγκη του για τάξη που του έχουμε στερήσει; Όσο πιο μικρό είναι το παιδί μας, τόσο πιο μεγάλη είναι η ανάγκη του για τάξη. Όσο μεγαλώνει και κατακτά την προσαρμογή στο φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον και χτίζει την λογική του σκέψη, τότε σταματάει να έχει ανάγκη την απόλυτη τάξη αφού έχει ήδη ενσωματωθεί και νιώθει ασφαλές. Στην εφηβεία, η ανάγκη για τάξη εκμηδενίζεται αλλά ένα παιδί που έχει μεγαλώσει με τάξη, την αναπαράγει σε έναν βαθμό ως αυτοματισμό. Φυσικά πρέπει να τονίσουμε ότι δεν πρέπει να μπερδεύουμε την ανάγκη του μικρού παιδιού για τάξη, με την ψυχαναγκαστική ανάγκη για τάξη κάποιων ενηλίκων αλλά να την βλέπουμε σαν το στήριγμα που θα βοηθήσει το παιδί στα πρώτα του χρόνια να χτίσει μία υγιή προσωπικότητα. Επίσης, δεν πρέπει να μας ταράζει κάθε αλλαγή, απλά να έχουμε στο νου μας ότι πρέπει να στηρίξουμε το παιδί στην μετάβαση. Τέλος, είναι σημαντικό να μην χρησιμοποιούμε την ανάγκη για τάξη για να χειραγωγούμε τα παιδιά μας παρά μόνο για να τα βοηθήσουμε να νιώσουν ότι τα στηρίζουμε και ότι θέλουμε να δημιουργήσουμε μία δυνατή σύνδεση μαζί τους.
Κάποιες φορές διαπιστώνουμε ότι τα παιδιά μας μπορεί να έχουν μία όχι και τόσο καλή εικόνα του εαυτού τους. Όταν είναι μικρά μπορεί να κάνουν ό,τι τους λένε οι φίλοι τους, να μην παίρνουν καμία πρωτοβουλία, να βαριούνται κ.ά. Στην εφηβεία μπορεί να νιώθουν ότι είναι ανίκανα, μπορεί να παρασύρονται, να μην έχουν γνώμη, να μην μπορούν να πουν «όχι» κλπ. Άλλες φορές πάλι μπορεί να υπερεκτιμούνε τις δυνάμεις τους και να απογοητεύονται ή να θυμώνουν όταν αποτυγχάνουν ή να μην ξαναπροσπαθούν και ... τόσα άλλα. Photo from Ibrahem Bana Πώς βοηθάμε τα παιδιά να χτίσουν την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους; Τι μπορούμε να κάνουμε ως γονείς, για να ενθαρρύνουμε και να δυναμώσουμε τα παιδιά μας έτσι ώστε να έχουν μία καλή και ακριβή εικόνα του εαυτού τους; 1. Δίνουμε ανεξαρτησίες. Όταν ένα παιδί, κάθε στιγμή της ανάπτυξής του, έχει ανεξαρτησίες (ανάλογες των αναγκών και των δεξιοτήτων του), τότε από πολύ μικρή ηλικία μπορεί να γνωρίζει τις δυνάμεις του και να πιστεύει στον εαυτό του. Βοηθάμε λοιπόν το παιδί βήμα- βήμα, να κατακτήσει την ανεξαρτησία του, μέσα σε ένα δομημένο και καλά προετοιμασμένο περιβάλλον. Στην αρχή το βοηθάμε να κατακτήσει την ανεξαρτησία που αφορά στο σώμα του (ντύσιμο, φαΐ, τουαλέτα κλπ.) στη συνέχεια το βοηθάμε να κατακτήσει νοητική ανεξαρτησία (διάβασμα, αποφάσεις, επίλυση προβλημάτων κλπ.), κατά την εφηβεία αρχίζει να επιλέγει -και πρέπει να σεβόμαστε- τις δικές του αξίες και προβληματισμούς για το πώς θα ενταχθεί στην κοινωνία, ώσπου να φτάσει κατά την ενηλικίωση στην πλήρη ανεξαρτησία του. 2. Λειτουργούμε σαν θετικό πρότυπο. Αρχικά παρατηρούμε πώς μιλάμε για τον εαυτό μας και γινόμαστε πιο συνειδητοί πάνω σε αυτό. Δεν χρησιμοποιούμε προτάσεις όπως «δεν ήμουν ποτέ καλός στο ... π.χ. μαγείρεμα» ή «λειτούργησε μόνο επειδή ήμουν τυχερός» κλπ. Εάν διαπιστώσουμε ότι μιλάμε αρνητικά ή με γενικεύσεις για τον εαυτό μας, επαναπροσδιορίζουμε τον εξωτερικό μας διάλογό και αντικαταθιστούμε τις αρνητικές λέξεις- σκέψεις με θετικές δηλώσεις για τον εαυτό μας π.χ. «μου αρέσει να φροντίζω τους άλλους και την επόμενη φορά θα δώσω μεγαλύτερη προσοχή σε αυτήν την συνταγή» ή «χαίρομαι που η προσπάθειά μου είχε αποτέλεσμα» κλπ. Είναι πιο παραγωγικό για εμάς, μας βοηθάει να προχωρήσουμε αντί να αγχωνόμαστε ή να μεμψιμοιρούμε και βοηθάμε έτσι και τα παιδιά μας (αφού μας μιμούνται στα πάντα), να προσθέσουν αυτήν την συμπεριφορά στη δική τους ζωή. 3. Αποθαρρύνουμε τα παιδιά από το να μιλάνε άσχημα για τον εαυτό τους αλλά και για τους άλλους. Δίνουμε την πληροφορία ότι σαν οικογένεια δεν κριτικάρουμε και δεν σχολιάζουμε αρνητικά. Εάν από τις μικρές ηλικίες έχουν συνηθίσει να μην χρησιμοποιούνε «ταμπέλες» (π.χ. χοντρός, χαζός, κακό παιδί, άσχημος, γέρος, κουφός, τεμπέλης κλπ.) τότε θα αναπτύξουν κατανόηση και για τους άλλους αλλά και για τον εαυτό τους. Γύρω στην εφηβεία (ακόμα κι αν δεν έβαζαν ταμπέλες παλιότερα) συχνά χρησιμοποιούνε πολύ δραματικές εκφράσεις (είμαι π.χ. χάλια στη γυμναστική, τόσο ηλίθιος, κακάσχημος κλπ.) μπορούμε να βοηθήσουμε λέγοντας π.χ. «εμένα δεν μου αρέσει να χρησιμοποιώ τέτοιες εκφράσεις, θέλεις να μου πεις τι ήταν αυτό που σε δυσκόλεψε;». Ακόμα κι αν κάποιες φορές δεν φαίνεται να λειτουργεί αυτό και το παιδί μας συνεχίσει να είναι θυμωμένο, απογοητευμένο κλπ. ωστόσο θα έχει βιώσει έναν θετικό τρόπο αντιμετώπισης που θα του φανεί χρήσιμος αργότερα. 4. Αποφεύγουμε την σύγκριση. Μειώνουμε την εξάρτηση από τις εξωτερικές μετρήσεις επιτυχίας (βαθμοί, χρήματα, βραβεία κλπ). Τονίζουμε πάντα την προσπάθεια και τα βήματα που έχει καταφέρει το παιδί και δεν εστιάζουμε σε όσα δεν έχει κατακτήσει ακόμα, ούτε αναφερόμαστε σε όσα έχουν κατακτήσει οι συνομήλικοί του, τα αδελφάκια του, εμείς στην ηλικία του κλπ. Η αρνητική σύγκριση δεν είναι επικοδομητική και κάνει το παιδί να νιώθει άσχημα για τον εαυτό του. 5. Ενθαρρύνουμε την αυτοαξιολόγηση. Βοηθάμε το παιδί να σκεφτεί λίστες και ερωτήσεις που θα το βοηθήσουν στην αυτοαξιολόγησή του π.χ. έμαθα καινούριες λέξεις ή δυσκολεύομαι στις καταλήξεις ή κουράζομαι το μεσημέρι ή ευχαριστήθηκα πολύ τον αγώνα (κι ας χάσαμε) ή την επόμενη φορά θα δοκιμάσω αυτό κλπ. Η αυτοαξιολόγηση γίνεται πάντα με μόνο στόχο να εντοπίσει το παιδί τις αδυναμίες του αλλά και να βρεί τρόπους να τις βελτιώσει. Αντίθετα, οποιαδήποτε άλλη αξιολόγηση το φέρνει υπόλογο απέναντι σε κάποιον τρίτο και μπορεί να το κάνει να νιώσει άβολα ή αμήχανα και να μην το βοηθήσει να εξελιχθεί. Για τον ίδιο λόγο, αποφεύγουμε με κάθε τρόπο το κήρυγμα και την κριτική. 6. Φροντίζουμε να μοιραζόμαστε χρόνο και εμπειρίες με θετικούς ανθρώπους. Έτσι τα παιδιά μαθαίνουν να ανήκουν σε ένα όμορφο και υγιές περιβάλλον και μαθαίνουν να αντιμετωπίζουν με θετικό τρόπο -και όχι με γκρίνια- ακόμα και αυτά που δεν τους αρέσουν. Αντί για «πώς βρωμάνε αυτά τα σκουπίδια» μπορεί να είναι «θα τα πάω έξω και θα μετρήσω πόση ώρα μπορώ να κρατήσω την αναπνοή μου» κλπ. Ας προσπαθούμε αντί για γκρίνια να δημιουργούμε ένα θετικό κλίμα (π.χ. το κάνω σαν προσφορά στην οικογένειά μου κι όχι σαν αγγαρεία). Όταν είμαστε θετικοί, ευγενικοί και βοηθάμε τους άλλους, έχουμε την τάση να συμπεριφερόμαστε και να σκεφτόμαστε πιο όμορφα και για τον εαυτό μας. 7. Βοηθάμε να κάνουν μία υγιεινή ζωή. Είναι προφανές ότι η υγιεινή, ισορροπημένη διατροφή, η επαφή με τη φύση, ο καλός ύπνος κλπ., θα βοηθήσει το σώμα και το μυαλό των παιδιών να αποδώσει καλύτερα, και να αισθάνονται καλά με τον εαυτό τους. 8. Δημιουργούμε μία όμορφη καθημερινότητα. Δίνοντας σημασία και αξία στις καθημερινές μας ρουτίνες (π.χ. κάνοντας μαζί με όμορφη διάθεση δουλειές, βάζοντας λίγα φυλλαράκια σε ένα βαζάκι όταν τρώμε ή ένα αρωματικό κεράκι την ώρα του μπάνιου ή τραγουδώντας ένα γλυκό νανούρισμα πριν τον ύπνο), μπορούμε -να θυμόμαστε καθημερινά και- να δείχνουμε στο παιδί μας πόσο σημαντικό είναι για εμάς. Μέσα από αυτά θα νιώθει όμορφα, μέσα από αυτά θα αναγνωρίζει την αξία του και όχι μέσα από συγκρίσεις με άλλους ή μέσα από ακριβά δώρα ή σπουδαία επιτεύγματα. Η ζωή με τα παιδιά μας είναι μία συνεχής πρόκληση. Πάντα θα υπάρχουν αναποδιές, δυσκολίες, κρίσεις μικρές ή μεγαλύτερες και προβλήματα που δεν λύνονται από τη μια στιγμή στην άλλη. Το παιδί όμως, που μεγαλώνει με μία όμορφη καθημερινότητα, έχοντας συμμετοχή και δράση μέσα σε αυτήν, γύρω από θετικούς ανθρώπους που το φροντίζουν δίνοντάς του ανεξαρτησία, αγάπη, σεβασμό και αποδοχή, θα είναι ένα παιδί με γερές ρίζες και ξεκάθαρη εικόνα και πίστη στον εαυτό του και θα μπορεί να ανταπεξέλθει, υποστηρίζοντας τις αρχές και τις αξίες του, σε όλα όσα συναντήσει!
|
Archives
November 2020
Categories |