Έμπε ντε Μποναφίνι (1928 – 2022): μία γυναίκα σύμβολο της αντίστασης στη δικατοτορία της Αργεντινής16/1/2023 Η μητέρα... των Μητέρων της Πλατείας του Μάη, η Έμπε Ντε Μποναφίνι πέθανε σε ηλικία 93 ετών στο νοσοκομείο όπου είχε εισαχθεί λόγω ξαφνικής επιδείνωσης της υγείας της. Ο πρόεδρος Αλμπέρτο Φερνάντες και η αντιπρόεδρος Κριστίνα Φερνάντες ντε Κίρχνερ την αποχαιρέτησαν με θλίψη και συγκινητικά μηνυματα και η κυβέρνηση κήρυξε τριήμερο πένθος. Το Εθνικό Δίκτυο H.I.J.O.S. (Hijos e Hijas por la Identidad y la Justicia contra el Olvido y el Silencio -Γιοι και Κόρες για την Ταυτότητα και τη Δικαιοσύνη ενάντια στη Λήθη και της Σιωπή) οργάνωσε συγκέντρωση στη μνήμη της, εκεί στην Πλατεία του Μάη που πριν από 45 χρόνια στα χρόνια της απάνθρωπης δικτατορίας, γυναίκες με άσπρες μαντίλες στο κεφάλι αψήφησαν τον τρόμο και ξεκίνησαν τις σιωπηλές πορείες κρατώντας τις φωτογραφίες των αγνοούμενων παιδιών τους. Η Έμπε γεννήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1928 σε μια εργατική συνοικία της Ενσενάδα, στην επαρχία του Μπουένος Άιρες. Ήταν η μεγαλύτερη κόρη μιας οικογένειας της οποίας ο πατέρας έβγαζε τα προς το ζην δουλεύοντας σε εργοστάσιο καπέλων. Ονειρευόταν να γίνει δασκάλα αλλά ούτε η μητέρα ούτε ο πατέρας της συμφωνούσαν. Την έστειλαν να μάθει να ράβει και συνέχισε με την υφαντική.
Γνώρισε τον Ουμπέρτο Μποναφίνι στη γειτονιά, ήταν εργάτης όπως ο πατέρας της. Παντρεύτηκαν το 1949. Λίγο αργότερα, γεννήθηκε ο Χόρχε, τρία χρόνια μετά ο Ραούλ και το 1965, γεννήθηκε η Αλεχάντρα. Οι γιοι της κατάφεραν να σπουδάσουν και ως φοιτητές στρατεύτηκαν σε επαναστατικά κινήματα. Τον Φεβρουάριο του 1977, ο Ραούλ της τηλεφώνησε και της είπε ότι είχαν συλλάβει τον Χόρχε. «Εκείνη την ημέρα άλλαξα για πάντα. Ξέχασα ποια ήμουν. Εγινα μια μητέρα-λέαινα-κυνηγός», έλεγε στον βιογράφο της Αλεχάνδρο Ντιάγκο. Λίγο αργότερα, άρχισε η αναζήτηση: ο άνδρας της υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές το χειρόγραφο habeas corpus, ενώ ξεκίνησαν και οι οι επισκέψεις στα αστυνομικά τμήματα, διαστήρια, νοσοκομεία και υπουργεία για να μάθει πού βρισκόταν ο μεγαλύτερος γιος της. Εκεί, άλλες γυναίκες, απλές, απελπισμένες που κι αυτές αναζητούσαν τα παιδιά τους και 14 από αυτές αποφάσισαν να σταθούν στην Πλατεία του Μάη, απέναντι από το προεδρικό μέγαρο για να πιέσουν τον δικτάτορα Χόρχε Βιντέλα να παραλάβει το γράμμα διαμαρτυρίας τους. Ηταν 30 Απριλίου του 1977: η πρώτη από τις χιλιάδες πορείες τους που θα ακολουθούσαν κάθε Πέμπτη μεσημέρι ζητώντας να μάθουν την τύχη των 30.000 αγνοούμενων της δικτατορίας και την τιμωρία των ενόχων. Στην αρχή κάθονταν και συζητούσαν αλλά, όταν κηρύχθηκε κατάσταση πολιορκίας, η αστυνομία τις έδιωξε από τον χώρο και, προκειμένου να αναγνωρίζονται ως ομάδα στις λιτανείες της κοντινής εκκλησίας, αποφάσισαν να φορέσουν το λευκό μαντήλι στο κεφάλι. Επέστρεψαν στην Πλατεία και επί ώρες επαναλάμβαναν μια σιωπηλή πορεία γύρω γύρω φορώντας τα λευκά μαντήλια τους. Εκεί τις συνάντησαν οι δημοσιογράφοι του Μουντιάλ Ποδοσφαίρου το 1978 και μέσω αυτών βγήκαν στο εξωτερικό οι καταγγελίες για τα εγκλήματα της δικτατορίας. Στις 6 Δεκεμβρίου 1977 στρατιωτικοί πήραν και τον δεύτερο γιο της, τον Ραούλ, ενώ προετοίμαζε με άλλες γυναίκες ψήφισμα που θα κατήγγειλε δημοσίως τα όσα υπέφεραν πολλές οικογένειες. Δύο ημέρες νωρίτερα είχαν απαγάγει δύο από τις συντρόφισσές της, την Μαρί Πόνσε ντε Μπιάνκο και την Έστερ Μπαγιεστρίνο ντε Καρεάγα. Η Ασουσένα Βιγιαφλόρ, μία από τις ιδρύτριες της ομάδας έπεισε την «Εμπε να προχωρήσουν και τελικά κατάφεραν την εφημερίδα La Nación να δημοσιεύσει το κείμενο στις 10 Δεκεμβρίου, Παγκόσμια Ημέρα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Την ίδια μέρα, μια συμμορία από τη Σχολή Μηχανικών του Πολεμικού Ναυτικού (ESMA) απήγαγε την Ασουσένα. Οι απαγωγές των Μητέρων συνεχίστηκαν και οι οικογένειες των υπολοίπων ζητούσαν σταματήσουν. «Ήταν μια μάχη με τις ίδιες μας τις οικογένειες γιατί ο φόβος είναι μια φυλακή, αλλά ποτέ δεν σκεφτήκαμε να εγκαταλείψουμε» δήλωσε η Έμπε. Τα χτυπήματα συνεχίστηκαν. Το 1978, απήγαγαν τη νύφη της, Μαρία Ελένα Μπουνιόνε Σεπέδα, σύντροφο του Χόρχε. Το 1979 η ομάδα απέκτησε και νομική μορφή και η Μποναφίνι μαζί με άλλα μέλη της κατέθεσαν στη Διαμερικανική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: οι μαρτυρίες και τα τεκμήρια που κατέθεσαν, μετά την πτώση της δικτατορίας ήταν η βάση για την πρώτη δίκη που έγινε το 1985 κατά της ηγεσίας των πραξικοπηματιών που καταδικάστηκαν σε πολυετή κάθειρξη οι περισσότεροι και σε ισόβια ο δικτάτορας Βιντέλα. Το 1990, ο τότε πρόεδρος Κάρλος Μένεμ έδωσε αμνηστία στους πραξικοπηματίες και η Έμπε ξεσηκώθηκε και πάλι. «Την ημέρα της αμνηστίας νιώσαμε θυμό, αδυναμία, μίσος. Δεν μπορώ να πω ότι δεν μισώ εκείνους που εξαφάνισαν περισσότερους από 30.000 ανθρώπους, που δολοφόνησαν, βίασαν και έκλεψαν τα παιδιά μας. Τους μισώ από τα βάθη της καρδιάς μου. Αυτός είναι ο λόγος που δεν θα συγχωρήσω και δεν θα ξεχάσω», είχε δηλώσει. Σε συνέντευξή της στο Εθνικό Πανεπιστήμιο του Σαν Μαρτίν (UNSaM) ρωτήθηκε πώς θα ήθελε να την θυμούνται. «Θέλω ο κόσμος να ξέρει ότι δεν είμαι η Σούπερ Γούμαν» απάντησε. Ήθελε να ξέρουν ότι ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα που βγήκε στους δρόμους για να αναζητήσει τα παιδιά της και στην πορεία έγινε η Μητέρα των 30.000 εξαφανισμένων, η Μητέρα του αγώνα. «Την ημέρα που θα πεθάνω, δεν χρειάζεται να κλαίνε», είπε σε μια άλλη συνέντευξη. «Πρέπει να χορέψουν, να τραγουδήσουν, να κάνουν πάρτι στην Πλατεία του Μάη γιατί στη ζωή μου έκανα αυτό που ήθελα να κάνω, είπα αυτά που ήθελα να πω και πάλεψα με όλη μου τη δύναμη».
0 Comments
Leave a Reply. |