XΡΥΣΟΥΛΑ ΚΑΤΣΑΡΟΥ // DISTAFF • ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ Η Αυστραλή συγγραφέας Σάλυ Τζέιν Σμιθ έχει ζήσει σε πέντε ηπείρους και έχει επισκεφθεί τριάντα τρεις χώρες, αλλά δίνει τα εύσημα στην Ελλάδα που την έκανε συγγραφέα. Έχει εργαστεί σε μουσεία, πανεπιστήμια, ινστιτούτο ξένων γλωσσών, σε ίδρυμα για άτομα με αναπηρία, γκαλερί τέχνης και πάρκο άγριας ζωής. Το 2006, το λεωφορείο με το οποίο ταξίδευε στη Σρι Λάνκα συγκρούστηκε μετωπικά με άλλο όχημα και η Σάλυ τραυματίστηκε σοβαρά σωματικά και ψυχικά. Μετά από μια δεκαετία, ταξίδεψε στην Ελλάδα σε μια προσπάθεια να ανακτήσει τον πόθο της περιπλάνησής και απέδειξε ότι είναι δυνατό για μια εσωστρεφή, μεσήλικη γυναίκα με μικρό προϋπολογισμό κι εξοπλισμένη μόνο με έναν οδηγό και το ταξιδιωτικό ημερολόγιο της μητέρας της από το 1978, να βιώσει μια περιπέτεια που θα της αλλάξει τη ζωή. Το βιβλίο της, «UNPACKING FOR GREECE» μας διηγείται πώς ξαναβρήκε το κέφι για ζωή και η ίδια μιλάει στο Distaff για τη δικιά της Ελλάδα. Διάβασα στον ιστότοπό σας ότι θεωρείτε πως η «Ελλάδα σας έκανε συγγραφέα». Γιατί αυτό; Τι είναι τόσο ιδιαίτερο στην Ελλάδα για να σας εμπνεύσει; Είχα την τύχη να ζήσω σε πέντε ηπείρους και να ταξιδέψω σε 33 χώρες. Και το ελληνικό ταξίδι που μετουσιώθηκε στο «Unpacking for Greece» δεν ήταν το πρώτο διεθνές ταξίδι που άλλαξε τη ζωή μου με δραματικούς τρόπους. Λοιπόν, τι ήταν αυτό στην Ελλάδα που με έκανε συγγραφέα; Οι άνθρωποι μου έλεγαν συνεχώς ότι «πρέπει να γράψω ένα βιβλίο» για τα ταξίδια μου, αλλά αυτό έγινε στα σαράντα μου όταν ταξίδεψα στην Ελλάδα και βρήκα μία ιστορία που άξιζε να ειπωθεί. Ήταν στην Ελλάδα που έψαξα – και βρήκα – την επιθυμία για ταξίδια, επιθυμία που είχα χάσει σ΄ ένα καταστροφικό ατύχημα μια δεκαετία πριν. Στην Ελλάδα συμφιλιώθηκα με το θάνατο της μητέρας μου. Και ήταν στην Ελλάδα που άφησα πίσω τη θλίψη της μεσήλικης ζωής μου και πήρα ξανά τη ζωή στα χέρια μου. Αυτοί ήταν εσωτερικοί μετασχηματισμοί, αλλά η Ελλάδα ήταν ο καταλύτης – υπάρχει κάτι έντονο στον αέρα της Ελλάδας που εμφύσησε το πάθος στη ζωή μου, επιτρέποντάς μου να απομακρυνθώ από τον φόβο. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της αποκατάστασης της ζωής μου έγινε μέσω της γραφής, η οποία πρόσθεσε αυτογνωσία και σκοπό σε αυτό που προηγουμένως έμοιαζε σαν μια άνευ νοήματος ύπαρξη. Και αμφιβάλλω αν θα είχα γίνει ποτέ σοβαρός συγγραφέας αν δεν είχα βρει κατά λάθος ένα ησυχαστήριο για συγγραφείς στην Πελοπόννησο, όταν έψαχνα κάτι αντίστοιχο για μαθήματα γιόγκα. Κάτι πρέπει να «φυτεύτηκε» τις μέρες και τις νύχτες που έμεινα στη Λίμνισσα ( το ησυχαστήριο) γιατί λίγες εβδομάδες αφότου επέστρεψα στην Αυστραλία, ξύπνησα από ένα όνειρο ότι έγραφα ένα βιβλίο. Χρειάστηκαν σχεδόν επτά χρόνια γραψίματος, σβησίματος κι αναδιατύπωσης, αλλά τώρα μπορώ να κρατήσω αυτό το βιβλίο στα χέρια μου. Πώς σας άλλαξε η Ελλάδα; Όταν με ρωτάνε γιατί έγραψα βιβλία για την Ελλάδα και δεν είναι Έλληνες, απαντώ ότι ήταν η «Ελλάδα που μου έδωσε πίσω το κέφι για ζωή»! Η εξερεύνηση της Ελλάδας ήταν επίσης μια εξερεύνηση του εαυτού μου, αλλά αυτό το εσωτερικό ταξίδι δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει το ίδιο μονοπάτι πουθενά αλλού στον κόσμο. Είναι σημαντικό ότι το ρητό «Γνώρισε τον εαυτό σου» γράφτηκε κάποτε στην είσοδο του Ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς, χαιρετίζοντας τους προσκυνητές που έρχονταν από μακριά. Για χιλιάδες χρόνια, η Ελλάδα προσελκύει ταξιδιώτες που αναζητούν τον εαυτό τους. Νιώθω σαν η Ελλάδα να γύρισε σελίδα στη ζωή μου, από το άγχος της μέσης ηλικίας στην ολοκλήρωση της μέσης ζωής. Μέρος αυτού ήταν μια εξελισσόμενη διαδικασία απόρριψης των συναισθηματικών αποσκευών δεκαετιών, αλλά υπήρξαν και στιγμιαίες επιφοιτήσεις, όπως η ξαφνική συνειδητοποίησή μου, καθώς βρισκόμουν στη Σαντορίνη, του πόσο προνομιούχος ήμουν που μπορούσα να ταξιδέψω στον κόσμο. Εκείνη τη στιγμή, «ξεφορτώθηκα» την ενοχλητική δυσαρέσκεια που ένιωθα για χρόνια. Έφυγα από την Ελλάδα με ένα πάθος για τη ζωή που δεν είχα όταν έφτασα. Τι σας έκανε να «ερωτευτείτε» την Ελλάδα; Η Ελλάδα έχει τόσα πολλά να αγαπήσει κανείς: τοπία που κόβουν την ανάσα, ιστορία χιλιάδων ετών, εκπληκτικό φαγητό, φιλοξενία, ήχους και μυρωδιές που δεν μπορώ να βρω στην Αυστραλία. Και το κυριότερο: κάθε τόπος μπορεί να συνδεθεί με το παρελθόν, την ιστορία και να γεννήσει τη δικιά του νέα ιστορία. Και η αγάπη μου για την Ελλάδα δεν έχει σβήσει. Μόλις επέστρεψε μετά από επτά εβδομάδες στην Κρήτη και πέντε στις Κυκλάδες, με μία μικρή στάση στην Αθήνα και τη Λίμνισσα, το σπίτι μου στη ώρα. Βίωσα και πάλι πολλά όμορφα πράγματα αλλά κάτι πραγματικά ανεπάντεχο έγινε στη Αίγινα. Έμεινα δύο βράδια στο νησί, γιατί ήταν το νησί που είχε επισκεφτεί η μητέρα μου το 1978. Σχεδίαζα να δω τους ναούς του Απόλλωνα και της Αφαίας, αλλά ένα τυχαίο σχόλιο της σπιτονοικοκυράς μου με έστειλε νωρίς το πρωί για επίσκεψη στην ιερά μονή του Αγίου Νεκταρίου και, κυρίως, στην Παλαιόχωρα. Ο οικισμός αυτός ήταν καταφύγιο από τους πειρατές για εκατοντάδες χρόνια. Τώρα, τα σπίτια του και τα περισσότερα άλλα κτίρια έχουν καταρρεύσει. Αυτό που έχει απομείνει είναι δεκάδες πετρόχτιστες εκκλησίες που καλύπτουν την πλαγιά του λόφου σαν ένα σκόρπιο μωσαϊκό ευλογιών. Είναι ένα μέρος με πολύ δυνατή αύρα και πέρασα ώρες εκεί, εντελώς μόνη, περιπλανώμενη στα κατάφυτα μονοπάτια από τη μια εκκλησία στην άλλη. Πώς ορίζει κανείς μια τέτοια εμπειρία και πώς γεμίζει την καρδιά με μια μυστηριώδη χαρά; Υποθέτω ότι αυτή είναι η πρόκληση της συγγραφής. Τι διαφορές βρήκατε από την Ελλάδα της μητέρας σας του 1978 και της δικιάς σα;. Το μικρό ημερολόγιο της μητέρας μου με το φθαρμένο κόκκινο εξώφυλλό του, με έμαθε περισσότερα για το ποια ήταν η μητέρα μου παρά για τη χώρα της Ελλάδας. Αλλά μια διαφορά που έδειξε, πολύ δυναμικά, είναι ότι πλέον σεβόμαστε την κληρονομία της κάθε χώρας, Η μητέρα μου δεν ήταν άνθρωπος που έπαιρνε στα ελαφριά τη ιστορία κάθε χώρας, οπότε ένιωσα εξαιρετικά άβολα όταν διάβασα ότι «πήρε μάρμαρο» στο Ναό του Ολυμπίου Διός. Αντιλαμβάνομαι ότι λειτουργούσε σύμφωνα με τις συμπεριφορές της εποχής, αλλά με έκανε να σκεφτώ βαθιά τον αντίκτυπο που έχουμε οι ταξιδιώτες στα μέρη που επισκεπτόμαστε – από το να μαζεύει ο τουρίστας ένα βότσαλο ως προσωπικό αναμνηστικό χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ακεραιότητα του αρχαιολογικού χώρου, μέχρι τον Έλγιν που ξερίζωσε τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Είμαι ευγνώμων που έχουμε μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση τώρα, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει μια αλαζονεία στη βιομηχανία του μαζικού τουρισμού. Αν και το «Unpacking forGreece» έχει δημιουργηθεί ως μια ευχάριστη ταξιδιωτική ανάγνωση, ελπίζω ότι οι λεπτές παρατηρήσεις στις σελίδες του μπορεί να κάνουν τους αναγνώστες να σκεφτούν πώς μπορούμε να ταξιδέψουμε πιο προσεκτικά. Και με περισσότερο σεβασμό. Τι σας ελκύει σε μία χώρα; Τα τοπία, οι άνθρωποι, ο πολιτισμός ή το φαγητό; Η εύκολη απάντηση είναι «όλα αυτά». Και η απλή απάντηση είναι «ο πολιτισμός» – σε τελική ανάλυση, πήρα την απόφασή μου να ταξιδέψω στην Ελλάδα όταν ξεφύλλιζα τον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Αλλά υπάρχει κάτι βαθύτερο και πιο σύνθετο από οποιαδήποτε από αυτές τις απαντήσεις. Θα παραθέσω απόσπασμα από το «Unpacking for Greece», από το πρώτο κεφάλαιο, το οποίο μιλά για ένα ατύχημα με λεωφορείο που είχα όταν ταξίδευα μόνη μου στη Σρι Λάνκα δέκα χρόνια πριν από την πρώτη μου επίσκεψη στην Ελλάδα: «Κάθε βήμα στην καθημερινή τοπική ζωή ήταν ένα επίτευγμα. Η αποκρυπτογράφηση ενός χάρτη, η ολοκλήρωση μιας αγοράς με εξωτικά νομίσματα ή η εύρεση του σωστού λεωφορείου ήταν σημαντικές νίκες στην αναζήτηση της κάθε μέρας. Μικρά περιστατικά – μία ανταλλαγή ενός χαμόγελου με έναν συνεπιβάτη ή ένα νεύμα χαιρετισμού - ήταν ακόμη πιο πολύτιμα από την αίσθηση σύνδεσης που είχα με τον τόπο όταν περιπλανιόμουν στα μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς του. Η περιήγηση σε άγνωστα τοπία, ενώ πάλευα με μια άγνωστη γλώσσα, ήταν η πιο υπέροχη περιπέτεια. Και, όταν τα πράγματα δεν πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο, γελούσα με τον εαυτό μου και έκανα ό,τι μπορούσα για να αποσπάσω κάθε ίχνος απόλαυσης από το απροσδόκητο». Λίγες σελίδες αργότερα, έγραψα για την παρόρμηση που με έστειλε σε εκείνο το πρώτο ταξίδι στην Ελλάδα: «Το μόνο πράγμα που μπορούσα να σκεφτώ για να ξεφύγω από το κενό που ένιωθα, ήταν να ταξιδέψω, μόνη, κάπου θαυμάσια. Κάπου με πλούσια κληρονομιά και δελεαστικά φαγητά. Κάπου θα έπρεπε να καταλάβω μια άγνωστη γλώσσα. Κάπου θα έπρεπε να βρω το δρόμο μου με τρένο και με βάρκα και με τα πόδια… … και με λεωφορείο». Αν και εκτιμώ κάθε ευκαιρία που έχω να ταξιδέψω, όπου κι αν είναι, μερικές χώρες με ελκύουν περισσότερο από άλλες. Με ελκύει μια γλώσσα που είναι νέα για μένα, μια κουζίνα που βγαίνει κατευθείαν απ΄ ένα οικογενειακό τραπέζικαι μια φιλόξενη κουλτούρα που δημιουργεί μία χαρούμενη αντίθεση με τη φυσική μου εσωστρέφεια. Πόσο δύσκολο είναι να επικοινωνήσετε με τους ανθρώπους της χώρας που επισκέπτεστε και να εξοικειωθείτε με τον τρόπο ζωής τους; Από τη μια πιστεύω ότι λίγη έρευνα και κοινή λογική βοηθάνε πολύ. Δεν είναι δύσκολο να μάθουμε μερικές ευγενικές φράσεις, να κουβαλάμε ένα σάλι για να καλύψουμε τους ώμους μας σε έναν θρησκευτικό χώρο ή να παρατηρήσουμε πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι γύρω μας ώστε να «αναμειχτούμε με το πλήθος». Παρόλο που είμαι πολύ εσωστρεφής, έχω διαπιστώσει ότι αυτές οι απλές συνήθειες έχουν βοηθήσει να συνδεθώ με άτομα που συναντώ στα ταξίδια μου. Μάλιστα, αρκετά απ’ αυτά έχουν γίνει φίλοι με τους οποίους έχω μείνει σε επαφή για χρόνια. Συχνά όμως παρεξηγώ τον τρόπο ζωής και κάνω λάθη – μόλις πριν από το τρίτο μου ταξίδι στην Ελλάδα έμαθα πόσο προσβλητικό μπορεί να είναι μια ανοιχτή παλάμη! Στην Κρήτη, φέτος τον Απρίλιο, μια από τις πολύτιμες στιγμές επικοινωνίας μου ήταν ένας πολύ σύντομος διάλογος με έναν πωλητή εισιτηρίων στον υπέροχο αρχαιολογικό χώρο της Απτέρας. Το περιέγραψα σε μια ανάρτηση στο Instagram ως ένα μικρό παράδειγμα της ζεστασιάς των Ελλήνων στις καθημερινές τους αλληλεπιδράσεις με αγνώστους από άλλες χώρες. Μερικές φορές αστειεύομαι ότι η πιο χρήσιμη ελληνική φράση μου είναι: «Συγνώμη, δεν καταλαβαίνω», αλλά όσο λίγες λέξεις κι αν μιλάω ελληνικά, οι Έλληνες πάντα (ή, τουλάχιστον, με ελάχιστες εξαιρέσεις) με έκαναν να νιώθω ευπρόσδεκτη. Ωστόσο, η κατανόηση μιας χώρας είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτές τις επιφανειακές αλληλεπιδράσεις ενός τουρίστα, και ξέρω ότι δεν είμαι καν κοντά στο να κατανοήσω πλήρως την Ελλάδα. Το βιβλίο μου είναι η προσωπική μου εμπειρία από μια απίστευτη χώρα, αλλά ποτέ δεν ξεχνάω ότι είναι η εμπειρία ενός ξένου και προσπαθώ να είμαι ξεκάθαρη σχετικά με αυτό στο βιβλίο. Δεν μπορώ ποτέ να ισχυριστώ ότι μιλάω για την Ελλάδα. Μπορώ μόνο να εκφράσω τη δική μου αγάπη για τη χώρα όσο καλύτερα μπορώ. Ποια χώρα θέλετε πολύ να επισκεφτείτε; Εκτός από την Ελλάδα; Γιατί έχω ακόμα να επισκεφτώ πολλά μέρη στην Ελλάδα, αλλά αν έπρεπε να διαλέξω μία άλλη χώρα, θα επέλεγα το Ιράν. Κι αν η χώρα από μόνη της γοητεύει αρκετά, ακόμα περισσότερο γοητεύομαι από την ιστορική σύνδεση Ελλάδας-Ιράν. Γράφετε κάτι τώρα; Ναι! Αν όλα πάνε καλά, το «Repacking for Greece» θα εκδοθεί στα μέσα του 2024. Το βιβλίο αυτό…επισκέπτεται τους Δελφούς, τη Κέρκυρα, την Κεφαλλονιά, το Ναύπλιο και τον Πόροκαι Ύδρα. Συνεχίζει επίσης το προσωπικό μου ταξίδι στην προσπάθειά μου να κυνηγήσω κάτι νέο. Επίσης, το ταξίδι μου αυτό, με έμαθε να ρίχνω τους ρυθμούς μου και να ευχαριστιέμαι όσα η ζωή μου προσφέρει μέρα με τη μέρα.
0 Comments
XΡΥΣΟΥΛΑ ΚΑΤΣΑΡΟΥ // DISTAFF • ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ Ακολουθώντας τους νόμους της φύσης, χωρίς παρεμβατικές ενέργειες με βαριά μηχανήματα και χωρίς τη χρήση χημικών φυτοφαρμάκων, η Μαρία Φίνου καλλιεργεί βότανα σε μια έκταση 10 στρεμμάτων, ανάμεσα στον Παρνασσό και τον Καλλίδρομο και μυρίζεται μαζί μας τις…μυρωδιές, τα αρώματα και τα χρώματα των ελληνικών βοτάνων. Είχες πάντα σχέση με τη γη; θέλω να πω ασχολείται η οικογένεια σου με καλλιέργειες ή ήταν δικό σου πάθος; Προέρχομαι από αγροτική οικογένεια και από μικρά, εγώ και τα αδέλφια μου βοηθούσαμε σε όλες τις δουλειές καπνά, βαμβάκια, ελιές, αμπέλια. Δοκίμασα γενικά διάφορες δουλειές στην πορεία της ζωής μου, άλλες εύκολες, άλλες δύσκολες. Αποφάσισα να πάω και στην Αθήνα για ένα χρονικό διάστημα-πέντε χρόνια- αλλά μετά αποφάσισα να επιστρέψω και να ασχοληθώ με τη γη. Ψάχνοντας για το τι θα κάνω, διάβασα στο ίντερνετ ένα άρθρο για τα αρωματικά φυτά το οποίο και μου κίνησε το ενδιαφέρον, διάβασα κι άλλα σχετικά με τα βότανα, πήρα πληροφορίες κι από ένα γεωπόνο. Κατέληξα στα βότανα για διάφορους λόγους. Θεώρησα ότι ήταν εύκολα, δεν είχαν μεγάλη ανάγκη για νερό, μπορούσαν κάλλιστα να ποτιστούν από το νερό της βροχής, δεν είχαν δηλαδή ανάγκη για πότισμα όπως οι άλλες καλλιέργειες, τα λιπάσματα ήταν προαιρετικά, θα μπορούσα να τα χρησιμοποιώ μόνο αν ήθελα μεγαλύτερη παραγωγή ενώ και τα ζιζάνια που φυτρώνουν δεν επηρέαζαν την παραγωγή, δεν είχαν ασθένειες όπως οι άλλες καλλιέργειες, δεν επηρεάζονται από τις καιρικές συνθήκες, είτε παγετό, καύσωνα, είτε βροχές και επίσης αυτές οι καλλιέργειες είναι πολυετείς, δεν είμαι αναγκασμένη κάθε χρόνο να φυτεύω ξανά και ξανά, να έχω δηλαδή οργώματα, σκαλίσματα κι όλες αυτές τις αγροτικές εργασίες που είναι επίμονες. Για αυτούς λοιπόν τους λόγους αποφάσισα να ασχοληθώ με τα βότανα κι επίσης στη ουσία δεν θα είχα καθόλου έξοδα πέρα αυτών του πρώτου φυτέματος. Αλλά και το ότι τα φυτεύω με το χέρι, είναι κάτι προσιτό γιατί όλες τις δουλειές που κάναμε από μικρά, τις κάναμε με το χέρι. Όταν βέβαια ξεκίνησα πριν από 12 χρόνια, τα βότανα και τα αρωματικά φυτά δεν ήταν ακόμα τόσο γνωστά ώστε να έχουν φτιάξει μηχανήματα που θα βοηθούσαν τουλάχιστον στο φύτεμα και καθώς είχα πουλήσει ό,τι μηχανήματα είχε ο πατέρας μου στην ουσία ξεκίνησα μόνο με τα χωράφια. Θεωρείς ότι υπάρχει η αναγκαία ζήτηση στην αγορά; Και μπορούν ελληνικά βότανα να προωθηθούν και στο εξωτερικό; Τώρα έχει αρχίσει η ζήτηση για τα ελληνικά βότανα. Μέχρι πριν, η διαδικασία ήταν πρωτόγονη: πηγαίναν στα βουνά, τα μάζευαν, κατέστρεφαν το φυσικό περιβάλλον και τα έδιωχναν στο εξωτερικό. Τώρα όμως η νομοθεσία έχει αλλάξει, δεν μπορεί ο καθένας να πάει να μαζέψει τόσο εύκολα βότανα. Η ανάγκη που υπάρχει στην αγορά, καλύπτεται από εισαγωγές καθώς μεγαλύτερη σημασία παίζουν οι χαμηλές τιμές παρά η ποιότητα. Το πιο ποιοτικό θα το αναζητήσει ένα μικρό, «ψαγμένο» μαγαζί. Τώρα, θα έλεγα, γίνεται η στροφή προς το ποιοτικό, ελληνικό βότανο. Σε ό,τι αφορά στο εξωτερικό, ναι υπάρχει ενδιαφέρον, η παραγωγή όμως είναι μικρή και δεν είναι τόσο εύκολο να στείλουμε προϊόντα εκτός Ελλάδας. Για να γίνει αυτό, πρέπει οι παραγωγοί να ενωθούν και να βρεθεί τρόπος να πάνε έξω, προσωπικά το θεωρώ δύσκολο γιατί τα έξοδα αποστολής είναι πάρα μεγάλα, της τάξης των 40 ευρώ για ένα απλό ταχυδρομικό δέμα. Έτσι εγώ προσπαθώ να δικτυωθώ στην Ελλάδα με μικρά μαγαζιά, να πουλάω μέσω του e-shop και να με γνωρίσει ο κόσμος καλύτερα. Διάβασα πως όλα γίνονται χειρωνακτικά και χωρίς λιπάσματα. Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία σε όλο αυτό; Όταν φυτεύεις με το χέρι σου δίνεται ο έλεγχος ότι τα βάζεις καλά στη γη, κλείνεις και πατάς. Επίσης, μπαίνουν σε πιο σωστές αποστάσεις, ενώ αν είναι πιο αδύνατα κάποια φυρά, μπορείς να βάλεις και δύο και τρία μαζί, ενώ με μηχάνημα δεν θα μπορούσα να κάνω αυτόν τον έλεγχο. Το ότι δεν χρησιμοποιώ λιπάσματα, είναι καθαρά επιλογή μου, γιατί ξέρω πόσο κακό κάνουν, όταν χρησιμοποιούσαμε φυτοφάρμακα και λιπάσματα και θέλω να προστατέψω το περιβάλλον. Φυσικά, η χρήση λιπασμάτων δεν είναι απαγορευτική, υπάρχου και βιολογικά, αλλά τη στιγμή που αναζητώ την ποιότητα και όχι την ποσότητα μου είναι άχρηστα. Όταν καλλιεργώ 10 στρέμματα, οι δουλειές που απαιτούνται είναι διαχειρίσιμες: μπορώ να κόψω τα χορτάρια με ένα μηχάνημα, να κάνω τη συλλογή σε κάποια φυτά αποκλειστικά με το χέρι, σε κάποια να χρησιμοποιήσω ένα μικρό μηχάνημα οπότε μπορούσα να επιλέξω τη φυσική καλλιέργεια και να ακολουθώ τους νόμους της φύσης, κάτι που σημαίνει ότι τα φυτά θα ποτιστούν όταν θα βρέξει, θα αφήσω τα χορτάρια να μεγαλώσουν για να αποτελούν ασπίδα προστασίας από τον καύσωνα, από τις παγωνιές του χειμώνα. Επίσης, τα χορτάρια συγκρατούν τα ποσοστά της υγρασίας την άνοιξη κι έτσι το φυτό έχει την απαραίτητη υγρασία για να μεγαλώσει χωρίς πότισμα. Η κοπή θα γίνει αφού το φυτό ανθίσει και περάσουν οι μέλισσες για να πάρουν το νέκταρ κι αυτό γιατί έχω παρατηρήσει πως αν το κάνω πριν, τα αρώματα δεν είναι τα ίδια. Θα μπορούσες ίσως να μας περιγράψεις μια μέρα σου όταν συλλέγεις ή κι όταν φυτεύεις; Όταν φτάνει η ώρα συλλογής, πηγαίνω στο χωράφι όχι πολύ νωρίς, γύρω στις εννιά για να μην έχει πολλή υγρασία ή το απόγευμα στις 5 για να μη έχει ζέστη. Όταν μαζέψω τη ποσότητα που θέλω, έρχομαι στο εργαστήριο, απλώνω τα φυτά πάνω στα τελάρα για να στεγνώσουν, θα βάλω αφρυγαντήρα για να τραβήξει την υγρασία κι ανάλογα με το βότανο θα περιμένω από τρεις ως πέντε ημέρες ( εκτός από το χαμομήλι που χρειάζεται 10 ημέρες) για να φύγει η υγρασία. Τότε τα βάζω σε σακιά για αποθήκευση, τόσο μεγάλα ώστε να καλύπτονται για να μην μπαίνει ούτε σκόνη, ούτε να τα βλέπει ο ήλιος για να μην αλλοιωθεί το χρώμα τους. Μέχρι να στεγνώσει ένα βότανο, ασχολούμαι μ’ ένα άλλο, για παράδειγμα, το καθαρίζω από ξένα σώματα. Όταν είναι καθαρά, τα βάζω σε χάρτινα κιβώτια. Αυτά θα θέλουν τρίψιμο για να μειωθεί ο όγκος τους και να μπορώ να τα τοποθετήσω μέσα στα σακουλάκια. Με λίγα λόγια, κόβω, πηγαίνω στο εργαστήρι, τα βάζω στα τελάρα για να αποξηραθούν και στη συνέχεια τα επεξεργάζομαι αφαιρώντας ξένα σώματα. Με βότανα όπως η ρίγανη, το δεντρολίβανο, το θυμάρι ή τη λεβάντα, αφού έχουν ξεραθεί καλά, θα πρέπει να τα βγάλω από τα κλωνάρια τους, τα τρίβω (για 10 κιλά, για παράδειγμα ρίγανη, τρίβω τουλάχιστον 20 κιλά) και τα περνάω τουλάχιστον 10 φορές από σίτα για φύγει η σκόνη, τα χοντρά τα φύλλα ή ξυλαράκια. Κάποια άλλα φυτά, όπως η μέντα, το μελισσόχορτο, η λουϊζα, προσπαθώ να αφαιρέσω όσο γίνεται τα φύλλα, να φύγει το κεντρικό στέλεχος. Αυτά δεν τρίβονται, αυτά τα πιέζω γιατί δεν πρέπει να είναι πολύ ψιλά. Για το φύτεμα, κυρίως πάω Φεβρουάριο και Μάρτιο για να εκμεταλλευτώ την περίοδο των βροχών. Το χωράφι είναι καθαρισμένο και φυτεύω σε πέντε ώρες περίπου γύρω στις 300 ρίζες. Τις ρίχνω με τις αποστάσεις που θέλω να είναι γιατί κάθε φυτό θέλει διαφορετικές αποστάσεις και ένα εργαλείο δικής μου κατασκευής, ανοίγω τρύπες στο χώμα, βάζω το κάθε φυτό, το πιέζω ώστε να καλυφθεί η ρίζα του με το χώμα. Αφού τελειώσω, γεμίζω ένα βυτίο με νερό και ένα ειδικό μοτέρ που έχω στο αμάξι μου, τα ποτίζω το πρώτο διάστημα, αν δεν βρέξει ώστε να πιάσει η ρίζα. Ποιο είναι το βότανο με τη μεγαλύτερη δυσκολία στην καλλιέργεια ή συλλογή του; Το χαμομήλι γιατί εξαρτάται πολύ από τις καιρικές συνθήκες. Τον Μάιο που το μαζεύω, δεν πρέπει να έχει βρέξει καθόλου το προηγούμενο διάστημα γιατί αλλιώς θα πέσουν τα άνθη και πάει η χρονιά τσάμπα. Όπως είπα ξανά, θέλει και το μεγαλύτερο διάστημα για να ξεραθεί- 10 μέρες- και είναι και δύσκολο στο καθάρισμα γιατί πρέπει να αφήσω όσο το δυνατό μικρότερο κλωναράκι σ΄ένα φυτό ήδη μικρό. Ποια τα σχέδια σου για το μέλλον και πού βρίσκουμε προϊόντα σου (εκτός από το site); Θα ήθελα να επεκταθώ σε διάφορα μαγαζιά ώστε να με μάθει περισσότερος κόσμος και να επισκέπτεται και το e-shop μου, αλλά σύμφωνα με τις ποσότητες που παράγω δεν μπορώ να επεκταθώ πάρα πολύ, για να γίνει αυτό, θα πρέπει να εξελιχθώ σε έμπορο- αγρότη και να συνάψω συνεργασίες με άλλους καλλιεργητές που έχουν πιστοποιημένα βιολογικά προϊόντα και την ίδια φιλοσοφία με μένα, ωστόσο, προς το παρόν κινούμαι μόνο με τα δικά μου προϊόντα. Μέσα από μία οικοτεχνία, η Ελένη Σιβρή αναβιώνει την λεσβιακή παράδοση καλλιεργώντας ενδημικές ποικιλίες τριαντάφυλλου, σύκου και αμπέλου τις οποίες και τις μεταποιεί σε προϊόντα υψηλής ποιότητας Η Ελένη κατάγεται από ένα ορεινό χωριό της Λέσβου, τη Φίλια, στο οποίο πέρασε όλη την παιδική και εφηβική της ηλικία. Κι αν και στα 19 της χρόνια έφυγε για σπουδές και εργασία στην Αθήνα, είχε πάντα στο μυαλό της τις αφηγήσεις της γιαγιάς της Βαγγελιώς, μέσα από τις οποίες είχε μάθει για την αξία του μαγιάτικου τριαντάφυλλου από τα ροδοπέταλα του οποίου, μέσω μιας σχετικά απλής διαδικασίας, παράγεται το ροδόσταγμα. Τον Φεβρουάριο του 2014, με στόχο τη δημιουργία της δικής της καλλιέργειας τριαντάφυλλου και στη συνέχεια ενός εργαστηρίου μεταποίησης απ’ όπου θα μπορεί να φτιάχνει το ροδόσταγμα, επέστρεψε στο νησί της και με συνοδοιπόρο το σύζυγό της, καλλιεργεί ενδημικές ποικιλίες τριαντάφυλλου, σύκου και αμπέλου, από τις οποίες παράγει προϊόντα όπως το ροδόσταγμα, το ξύδι με τριαντάφυλλο (συνταγή χαμένη για τουλάχιστον 2 γενιές), το πετιμέζι σταφυλιού με εκχύλισμα αρμπαρόριζας και το πετιμέζι σύκου με εκχύλισμα αρμπαρόριζας. «Στόχος μου εξαρχής ήταν και παραμένει το να μπορέσω να επικοινωνήσω στον κόσμο τα μοναδικά αυτά τοπικά προϊόντα, όπως το ροδόσταγμα ή το πετιμέζι, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του λαϊκού πολιτισμού και της κουλτούρας της Λέσβου», αναφέρει η Ελένη. Έτσι, στοχεύει στη δημιουργία της δικής της επισκέψιμης οικοτεχνίας ενώ παράλληλα οραματίζεται και τη δημιουργία μιας συλλογικής προσπάθειας παραγωγών, οι οποίοι θα μπορέσουν να βάλουν τη Φίλια Λέσβου στον χάρτη, ως τόπο παραγωγής του ροδοστάγματος, αναδεικνύοντας τη μοναδικότητά του και τις αρχαίες του καταβολές. Πολλές γνώσεις, πόροι και συνταγές χάθηκαν στην πορεία των χρόνων και έτσι η Ελένη κλήθηκε να ξεκινήσει ουσιαστικά από το μηδέν, με γνώμονα μόνο τις μαρτυρίες της γιαγιάς της, τα δικά της βιώματα αλλά και τη συνεχή δίψα της για γνώση, μέσω σεμιναρίων και προγραμμάτων. Θέλοντας να αναπτύξει και να εξελίξει το όραμά της για τη δημιουργία της δικής της οικοτεχνίας, η παραγωγός αποφάσισε να συμπληρώσει αίτηση συμμετοχής στο πρόγραμμα επιτάχυνσης «Αγροανέλιξη» του οργανισμού «Νέα Γεωργία Νέα Γενιά», όπου και τελικά επιλέχθηκε ανάμεσα στους 15 συμμετέχοντες. Ο στόχος που έχει τεθεί μέσα από κατ’ ιδίαν συναντήσεις της Ελένης με εξειδικευμένους μέντορες που συμμετέχουν στο πρόγραμμα «Αγροανέλιξη», είναι η δημιουργία και παράλληλα ο εκσυγχρονισμός του εργαστηρίου μεταποίησης, με στόχο την μακροημέρευση και τη βιωσιμότητα της οικοτεχνίας της, κάτι το οποίο θα επιβλέπει η ομάδα του οργανισμού «Νέα Γεωργία Νέα Γενιά» για πολλούς ακόμη μήνες και μετά τη λήξη του προγράμματος. Ένας ακόμα μεγάλος στόχος για την Ελένη, είναι η δημιουργία μιας οικοτεχνίας ανοιχτής για τον κόσμο και προσβάσιμης σε όλους. Πρόθεσή της είναι ο επισκέπτης να έχει μια ολοκληρωμένη εμπειρία, από την διαδικασία συλλογής, μέχρι τη μεταποίηση αλλά και τη διαμονή σε έναν παραδοσιακό ξενώνα. Έτσι, θα μπορεί να έρθει σε επαφή με την λαϊκή κουλτούρα της Λέσβου αλλά και να αναβιώσει τον τρόπο με τον οποίο ζούσαν οι κάτοικοι της υπαίθρου. |