XΡΥΣΟΥΛΑ ΚΑΤΣΑΡΟΥ // DISTAFF • ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ Η Αυστραλή συγγραφέας Σάλυ Τζέιν Σμιθ έχει ζήσει σε πέντε ηπείρους και έχει επισκεφθεί τριάντα τρεις χώρες, αλλά δίνει τα εύσημα στην Ελλάδα που την έκανε συγγραφέα. Έχει εργαστεί σε μουσεία, πανεπιστήμια, ινστιτούτο ξένων γλωσσών, σε ίδρυμα για άτομα με αναπηρία, γκαλερί τέχνης και πάρκο άγριας ζωής. Το 2006, το λεωφορείο με το οποίο ταξίδευε στη Σρι Λάνκα συγκρούστηκε μετωπικά με άλλο όχημα και η Σάλυ τραυματίστηκε σοβαρά σωματικά και ψυχικά. Μετά από μια δεκαετία, ταξίδεψε στην Ελλάδα σε μια προσπάθεια να ανακτήσει τον πόθο της περιπλάνησής και απέδειξε ότι είναι δυνατό για μια εσωστρεφή, μεσήλικη γυναίκα με μικρό προϋπολογισμό κι εξοπλισμένη μόνο με έναν οδηγό και το ταξιδιωτικό ημερολόγιο της μητέρας της από το 1978, να βιώσει μια περιπέτεια που θα της αλλάξει τη ζωή. Το βιβλίο της, «UNPACKING FOR GREECE» μας διηγείται πώς ξαναβρήκε το κέφι για ζωή και η ίδια μιλάει στο Distaff για τη δικιά της Ελλάδα. Διάβασα στον ιστότοπό σας ότι θεωρείτε πως η «Ελλάδα σας έκανε συγγραφέα». Γιατί αυτό; Τι είναι τόσο ιδιαίτερο στην Ελλάδα για να σας εμπνεύσει; Είχα την τύχη να ζήσω σε πέντε ηπείρους και να ταξιδέψω σε 33 χώρες. Και το ελληνικό ταξίδι που μετουσιώθηκε στο «Unpacking for Greece» δεν ήταν το πρώτο διεθνές ταξίδι που άλλαξε τη ζωή μου με δραματικούς τρόπους. Λοιπόν, τι ήταν αυτό στην Ελλάδα που με έκανε συγγραφέα; Οι άνθρωποι μου έλεγαν συνεχώς ότι «πρέπει να γράψω ένα βιβλίο» για τα ταξίδια μου, αλλά αυτό έγινε στα σαράντα μου όταν ταξίδεψα στην Ελλάδα και βρήκα μία ιστορία που άξιζε να ειπωθεί. Ήταν στην Ελλάδα που έψαξα – και βρήκα – την επιθυμία για ταξίδια, επιθυμία που είχα χάσει σ΄ ένα καταστροφικό ατύχημα μια δεκαετία πριν. Στην Ελλάδα συμφιλιώθηκα με το θάνατο της μητέρας μου. Και ήταν στην Ελλάδα που άφησα πίσω τη θλίψη της μεσήλικης ζωής μου και πήρα ξανά τη ζωή στα χέρια μου. Αυτοί ήταν εσωτερικοί μετασχηματισμοί, αλλά η Ελλάδα ήταν ο καταλύτης – υπάρχει κάτι έντονο στον αέρα της Ελλάδας που εμφύσησε το πάθος στη ζωή μου, επιτρέποντάς μου να απομακρυνθώ από τον φόβο. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της αποκατάστασης της ζωής μου έγινε μέσω της γραφής, η οποία πρόσθεσε αυτογνωσία και σκοπό σε αυτό που προηγουμένως έμοιαζε σαν μια άνευ νοήματος ύπαρξη. Και αμφιβάλλω αν θα είχα γίνει ποτέ σοβαρός συγγραφέας αν δεν είχα βρει κατά λάθος ένα ησυχαστήριο για συγγραφείς στην Πελοπόννησο, όταν έψαχνα κάτι αντίστοιχο για μαθήματα γιόγκα. Κάτι πρέπει να «φυτεύτηκε» τις μέρες και τις νύχτες που έμεινα στη Λίμνισσα ( το ησυχαστήριο) γιατί λίγες εβδομάδες αφότου επέστρεψα στην Αυστραλία, ξύπνησα από ένα όνειρο ότι έγραφα ένα βιβλίο. Χρειάστηκαν σχεδόν επτά χρόνια γραψίματος, σβησίματος κι αναδιατύπωσης, αλλά τώρα μπορώ να κρατήσω αυτό το βιβλίο στα χέρια μου. Πώς σας άλλαξε η Ελλάδα; Όταν με ρωτάνε γιατί έγραψα βιβλία για την Ελλάδα και δεν είναι Έλληνες, απαντώ ότι ήταν η «Ελλάδα που μου έδωσε πίσω το κέφι για ζωή»! Η εξερεύνηση της Ελλάδας ήταν επίσης μια εξερεύνηση του εαυτού μου, αλλά αυτό το εσωτερικό ταξίδι δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει το ίδιο μονοπάτι πουθενά αλλού στον κόσμο. Είναι σημαντικό ότι το ρητό «Γνώρισε τον εαυτό σου» γράφτηκε κάποτε στην είσοδο του Ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς, χαιρετίζοντας τους προσκυνητές που έρχονταν από μακριά. Για χιλιάδες χρόνια, η Ελλάδα προσελκύει ταξιδιώτες που αναζητούν τον εαυτό τους. Νιώθω σαν η Ελλάδα να γύρισε σελίδα στη ζωή μου, από το άγχος της μέσης ηλικίας στην ολοκλήρωση της μέσης ζωής. Μέρος αυτού ήταν μια εξελισσόμενη διαδικασία απόρριψης των συναισθηματικών αποσκευών δεκαετιών, αλλά υπήρξαν και στιγμιαίες επιφοιτήσεις, όπως η ξαφνική συνειδητοποίησή μου, καθώς βρισκόμουν στη Σαντορίνη, του πόσο προνομιούχος ήμουν που μπορούσα να ταξιδέψω στον κόσμο. Εκείνη τη στιγμή, «ξεφορτώθηκα» την ενοχλητική δυσαρέσκεια που ένιωθα για χρόνια. Έφυγα από την Ελλάδα με ένα πάθος για τη ζωή που δεν είχα όταν έφτασα. Τι σας έκανε να «ερωτευτείτε» την Ελλάδα; Η Ελλάδα έχει τόσα πολλά να αγαπήσει κανείς: τοπία που κόβουν την ανάσα, ιστορία χιλιάδων ετών, εκπληκτικό φαγητό, φιλοξενία, ήχους και μυρωδιές που δεν μπορώ να βρω στην Αυστραλία. Και το κυριότερο: κάθε τόπος μπορεί να συνδεθεί με το παρελθόν, την ιστορία και να γεννήσει τη δικιά του νέα ιστορία. Και η αγάπη μου για την Ελλάδα δεν έχει σβήσει. Μόλις επέστρεψε μετά από επτά εβδομάδες στην Κρήτη και πέντε στις Κυκλάδες, με μία μικρή στάση στην Αθήνα και τη Λίμνισσα, το σπίτι μου στη ώρα. Βίωσα και πάλι πολλά όμορφα πράγματα αλλά κάτι πραγματικά ανεπάντεχο έγινε στη Αίγινα. Έμεινα δύο βράδια στο νησί, γιατί ήταν το νησί που είχε επισκεφτεί η μητέρα μου το 1978. Σχεδίαζα να δω τους ναούς του Απόλλωνα και της Αφαίας, αλλά ένα τυχαίο σχόλιο της σπιτονοικοκυράς μου με έστειλε νωρίς το πρωί για επίσκεψη στην ιερά μονή του Αγίου Νεκταρίου και, κυρίως, στην Παλαιόχωρα. Ο οικισμός αυτός ήταν καταφύγιο από τους πειρατές για εκατοντάδες χρόνια. Τώρα, τα σπίτια του και τα περισσότερα άλλα κτίρια έχουν καταρρεύσει. Αυτό που έχει απομείνει είναι δεκάδες πετρόχτιστες εκκλησίες που καλύπτουν την πλαγιά του λόφου σαν ένα σκόρπιο μωσαϊκό ευλογιών. Είναι ένα μέρος με πολύ δυνατή αύρα και πέρασα ώρες εκεί, εντελώς μόνη, περιπλανώμενη στα κατάφυτα μονοπάτια από τη μια εκκλησία στην άλλη. Πώς ορίζει κανείς μια τέτοια εμπειρία και πώς γεμίζει την καρδιά με μια μυστηριώδη χαρά; Υποθέτω ότι αυτή είναι η πρόκληση της συγγραφής. Τι διαφορές βρήκατε από την Ελλάδα της μητέρας σας του 1978 και της δικιάς σα;. Το μικρό ημερολόγιο της μητέρας μου με το φθαρμένο κόκκινο εξώφυλλό του, με έμαθε περισσότερα για το ποια ήταν η μητέρα μου παρά για τη χώρα της Ελλάδας. Αλλά μια διαφορά που έδειξε, πολύ δυναμικά, είναι ότι πλέον σεβόμαστε την κληρονομία της κάθε χώρας, Η μητέρα μου δεν ήταν άνθρωπος που έπαιρνε στα ελαφριά τη ιστορία κάθε χώρας, οπότε ένιωσα εξαιρετικά άβολα όταν διάβασα ότι «πήρε μάρμαρο» στο Ναό του Ολυμπίου Διός. Αντιλαμβάνομαι ότι λειτουργούσε σύμφωνα με τις συμπεριφορές της εποχής, αλλά με έκανε να σκεφτώ βαθιά τον αντίκτυπο που έχουμε οι ταξιδιώτες στα μέρη που επισκεπτόμαστε – από το να μαζεύει ο τουρίστας ένα βότσαλο ως προσωπικό αναμνηστικό χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ακεραιότητα του αρχαιολογικού χώρου, μέχρι τον Έλγιν που ξερίζωσε τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Είμαι ευγνώμων που έχουμε μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση τώρα, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει μια αλαζονεία στη βιομηχανία του μαζικού τουρισμού. Αν και το «Unpacking forGreece» έχει δημιουργηθεί ως μια ευχάριστη ταξιδιωτική ανάγνωση, ελπίζω ότι οι λεπτές παρατηρήσεις στις σελίδες του μπορεί να κάνουν τους αναγνώστες να σκεφτούν πώς μπορούμε να ταξιδέψουμε πιο προσεκτικά. Και με περισσότερο σεβασμό. Τι σας ελκύει σε μία χώρα; Τα τοπία, οι άνθρωποι, ο πολιτισμός ή το φαγητό; Η εύκολη απάντηση είναι «όλα αυτά». Και η απλή απάντηση είναι «ο πολιτισμός» – σε τελική ανάλυση, πήρα την απόφασή μου να ταξιδέψω στην Ελλάδα όταν ξεφύλλιζα τον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Αλλά υπάρχει κάτι βαθύτερο και πιο σύνθετο από οποιαδήποτε από αυτές τις απαντήσεις. Θα παραθέσω απόσπασμα από το «Unpacking for Greece», από το πρώτο κεφάλαιο, το οποίο μιλά για ένα ατύχημα με λεωφορείο που είχα όταν ταξίδευα μόνη μου στη Σρι Λάνκα δέκα χρόνια πριν από την πρώτη μου επίσκεψη στην Ελλάδα: «Κάθε βήμα στην καθημερινή τοπική ζωή ήταν ένα επίτευγμα. Η αποκρυπτογράφηση ενός χάρτη, η ολοκλήρωση μιας αγοράς με εξωτικά νομίσματα ή η εύρεση του σωστού λεωφορείου ήταν σημαντικές νίκες στην αναζήτηση της κάθε μέρας. Μικρά περιστατικά – μία ανταλλαγή ενός χαμόγελου με έναν συνεπιβάτη ή ένα νεύμα χαιρετισμού - ήταν ακόμη πιο πολύτιμα από την αίσθηση σύνδεσης που είχα με τον τόπο όταν περιπλανιόμουν στα μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς του. Η περιήγηση σε άγνωστα τοπία, ενώ πάλευα με μια άγνωστη γλώσσα, ήταν η πιο υπέροχη περιπέτεια. Και, όταν τα πράγματα δεν πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο, γελούσα με τον εαυτό μου και έκανα ό,τι μπορούσα για να αποσπάσω κάθε ίχνος απόλαυσης από το απροσδόκητο». Λίγες σελίδες αργότερα, έγραψα για την παρόρμηση που με έστειλε σε εκείνο το πρώτο ταξίδι στην Ελλάδα: «Το μόνο πράγμα που μπορούσα να σκεφτώ για να ξεφύγω από το κενό που ένιωθα, ήταν να ταξιδέψω, μόνη, κάπου θαυμάσια. Κάπου με πλούσια κληρονομιά και δελεαστικά φαγητά. Κάπου θα έπρεπε να καταλάβω μια άγνωστη γλώσσα. Κάπου θα έπρεπε να βρω το δρόμο μου με τρένο και με βάρκα και με τα πόδια… … και με λεωφορείο». Αν και εκτιμώ κάθε ευκαιρία που έχω να ταξιδέψω, όπου κι αν είναι, μερικές χώρες με ελκύουν περισσότερο από άλλες. Με ελκύει μια γλώσσα που είναι νέα για μένα, μια κουζίνα που βγαίνει κατευθείαν απ΄ ένα οικογενειακό τραπέζικαι μια φιλόξενη κουλτούρα που δημιουργεί μία χαρούμενη αντίθεση με τη φυσική μου εσωστρέφεια. Πόσο δύσκολο είναι να επικοινωνήσετε με τους ανθρώπους της χώρας που επισκέπτεστε και να εξοικειωθείτε με τον τρόπο ζωής τους; Από τη μια πιστεύω ότι λίγη έρευνα και κοινή λογική βοηθάνε πολύ. Δεν είναι δύσκολο να μάθουμε μερικές ευγενικές φράσεις, να κουβαλάμε ένα σάλι για να καλύψουμε τους ώμους μας σε έναν θρησκευτικό χώρο ή να παρατηρήσουμε πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι γύρω μας ώστε να «αναμειχτούμε με το πλήθος». Παρόλο που είμαι πολύ εσωστρεφής, έχω διαπιστώσει ότι αυτές οι απλές συνήθειες έχουν βοηθήσει να συνδεθώ με άτομα που συναντώ στα ταξίδια μου. Μάλιστα, αρκετά απ’ αυτά έχουν γίνει φίλοι με τους οποίους έχω μείνει σε επαφή για χρόνια. Συχνά όμως παρεξηγώ τον τρόπο ζωής και κάνω λάθη – μόλις πριν από το τρίτο μου ταξίδι στην Ελλάδα έμαθα πόσο προσβλητικό μπορεί να είναι μια ανοιχτή παλάμη! Στην Κρήτη, φέτος τον Απρίλιο, μια από τις πολύτιμες στιγμές επικοινωνίας μου ήταν ένας πολύ σύντομος διάλογος με έναν πωλητή εισιτηρίων στον υπέροχο αρχαιολογικό χώρο της Απτέρας. Το περιέγραψα σε μια ανάρτηση στο Instagram ως ένα μικρό παράδειγμα της ζεστασιάς των Ελλήνων στις καθημερινές τους αλληλεπιδράσεις με αγνώστους από άλλες χώρες. Μερικές φορές αστειεύομαι ότι η πιο χρήσιμη ελληνική φράση μου είναι: «Συγνώμη, δεν καταλαβαίνω», αλλά όσο λίγες λέξεις κι αν μιλάω ελληνικά, οι Έλληνες πάντα (ή, τουλάχιστον, με ελάχιστες εξαιρέσεις) με έκαναν να νιώθω ευπρόσδεκτη. Ωστόσο, η κατανόηση μιας χώρας είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτές τις επιφανειακές αλληλεπιδράσεις ενός τουρίστα, και ξέρω ότι δεν είμαι καν κοντά στο να κατανοήσω πλήρως την Ελλάδα. Το βιβλίο μου είναι η προσωπική μου εμπειρία από μια απίστευτη χώρα, αλλά ποτέ δεν ξεχνάω ότι είναι η εμπειρία ενός ξένου και προσπαθώ να είμαι ξεκάθαρη σχετικά με αυτό στο βιβλίο. Δεν μπορώ ποτέ να ισχυριστώ ότι μιλάω για την Ελλάδα. Μπορώ μόνο να εκφράσω τη δική μου αγάπη για τη χώρα όσο καλύτερα μπορώ. Ποια χώρα θέλετε πολύ να επισκεφτείτε; Εκτός από την Ελλάδα; Γιατί έχω ακόμα να επισκεφτώ πολλά μέρη στην Ελλάδα, αλλά αν έπρεπε να διαλέξω μία άλλη χώρα, θα επέλεγα το Ιράν. Κι αν η χώρα από μόνη της γοητεύει αρκετά, ακόμα περισσότερο γοητεύομαι από την ιστορική σύνδεση Ελλάδας-Ιράν. Γράφετε κάτι τώρα; Ναι! Αν όλα πάνε καλά, το «Repacking for Greece» θα εκδοθεί στα μέσα του 2024. Το βιβλίο αυτό…επισκέπτεται τους Δελφούς, τη Κέρκυρα, την Κεφαλλονιά, το Ναύπλιο και τον Πόροκαι Ύδρα. Συνεχίζει επίσης το προσωπικό μου ταξίδι στην προσπάθειά μου να κυνηγήσω κάτι νέο. Επίσης, το ταξίδι μου αυτό, με έμαθε να ρίχνω τους ρυθμούς μου και να ευχαριστιέμαι όσα η ζωή μου προσφέρει μέρα με τη μέρα.
0 Comments
|