Το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Τριωδίου στην Άμφισσα ζωντανεύει το στοιχειό του Κωνσταντή στη Χάρμαινα, ξεσηκώνοντας ντόπιους κι επισκέπτες σ’ ένα μοναδικό αποκριάτικο έθιμο. Φωτογραφίες: http://www.harmaina.gr/stoixeio/photos Η Χάρμαινα είναι η γειτονιά των Ταμπάκηδων. Η τέχνη της βυρσοδεψίας εμφανίστηκε στην Άμφισσα πριν από το 1600 και υπήρξε βασική πηγή πλούτου για την πόλη μέχρι τον Μεσοπόλεμο. Σ’ ένα βυρσοδεψείο της δούλευε ο Κωνσταντής. Εργαζόταν σκληρά, με ελάχιστα χρήματα, αλλά δεν τον ένοιαζε. Ήταν ερωτευμένος με την όμορφη Λενιώ, που βοηθούσε στα αμπέλια και στα ελαιόδεντρα που είχε ο πατέρας της. Ήταν μοναχοθυγατέρα και ανεκτίμητη για τους γονείς της. Αγαπούσε τον Κωνσταντή και λαχταρούσε να τον συναντήσει, στο Κάστρο της Ωριάς. Οι δύο νέοι ήταν ερωτευμένοι και έπλαθαν όνειρα για το μέλλον τους. Η ζωή απλωνόταν μπροστά τους. και Μια μέρα, ο Κωνσταντής φόρτωσε το κάρο του με ολοκαίνουργα δέρματα και έφυγε από την πόλη. Είχε να παραδώσει τα εμπορεύματα και ν΄ αγοράσει εργαλεία, απαραίτητα για την δουλειά του. Περιόδευε από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό για βδομάδες και οι παραγγελίες των δερμάτων ολοένα αυξανόταν. Όλες του οι προσπάθειες, δεν πήγανε στράφι και μετά από κάμποσο καιρό γύρισε στην Άμφισσα με ένα δαχτυλίδι για την αγαπημένη του. Έτρεξε ανυπόμονα στο σπίτι της Λενιώς για να την ζητήσει. Πλησιάζοντας, άρχισε να ανησυχεί γιατί το σπίτι το’ νοιωσε περίεργο. Ήταν αμπαρωμένο και μια σκιά θανάτου πλανιόταν στον αέρα. Έμαθε από τους γείτονες και τον καρδιακό του φίλο Γιάννο, τον απρόσμενο θάνατο της αγαπημένης του. Η Λενιώ, είχε πάει στην Πηγή της Χάρμαινας, για να γεμίσει την στάμνα της δροσερό νερό. Ξαφνικά, χάλασε ο καιρός και άρχισαν να πέφτουν αστραπές και κεραυνοί. Μία καταρρακτώδης βροχή πλημμύρισε τους χωματόδρομους. Άρχισε να σουρουπώνει, ερημιά, ψυχή δεν φαινόταν τριγύρω. Ήταν μόνη της κάτω από τα γέρικα πλατάνια. Ο αέρας φυσούσε με μανία και τίποτα δεν άφηνε όρθιο. Δεν πρόλαβε να φύγει. Ένας κεραυνός τη χτύπησε και σωριάστηκε εκεί, στην πηγή τους, μ’ ένα φρεσκοκομμένο ματσάκι γιασεμί, να ανεμίζει στα μακριά μαλλιά της. Οι γονείς της, μη μπορώντας ν’ αντέξουν το θάνατο της μονάκριβης θυγατέρας τους, πούλησαν το βιό τους, κακήν κακώς και έφυγαν από την πόλη. Ο Κωνσταντής δεν άντεξε το χαμό της αγαπημένης του και αυτοκτόνησε με την ελπίδα ότι θα πήγαινε κοντά της. Η εκκλησία όμως δεν δέχθηκε να τον θάψει, επειδή είχε διαπράξει το αμάρτημα της αυτοκτονίας. Από τότε, ο Κωνσταντής στοίχειωσε και καταφεύγει στο λημέρι του, την Πηγή της Χάρμαινας. Μοιρολογούσε για τα νιάτα που δεν έζησε, θρηνούσε για την αγάπη που έχασε. Το Στοιχείο της Χάρμαινας, ήταν ένα ανθρωπόμορφο τέρας, πανύψηλο, με μακρουλά χέρια. Είχε άγριο και φριχτό παρουσιαστικό. Φύλαγε την Πηγή της Χάρμαινας, που δούλευαν οι ταμπάκηδες της πόλης και τους προστάτευε από κάθε κακό και από τ’ άλλα στοιχειά της περιοχής. Τους αγαπούσε τους βυρσοδέψες, τους ένιωθε δικούς του ανθρώπους. Κι όταν κάποιος απ’ αυτούς, ήταν ετοιμοθάνατος, τότε γύριζε έξω από το σπίτι του και άρχιζε ένα αξιοθρήνητο ουρλιαχτό πόνου. Όταν το έζωνε η μοναξιά, το στοιχειό περιφερόταν από σοκάκι σε σοκάκι, βγάζοντας άγριες στριγκλιές και βογκητά. Μαζί με τα ουρλιαχτά ακούγονταν και περίεργοι θόρυβοι και σύρσιμο από αλυσίδες. Ακολουθούσε πάντα την ίδια διαδρομή. Περνούσε από το σπίτι της Λενιώς, από το πατρικό του και από τα σπίτια των φίλων του. Τότε ο κόσμος κλειδαμπαρωνόταν στα σπίτια τους και γεμάτοι φόβο, προσεύχονταν στο Θεό να τους φυλάει. Στην Άμφισσα όμως, εκτός από το Χαρμαινιώτικο, υπήρχαν και άλλα στοιχειά. Το καθένα από αυτά, προστάτευε κάποια πηγή νερού, κάποια συνοικία, τους αμπελώνες, τα ελαιόδεντρα κα. Πολλές φορές τα στοιχειά συγκρούονταν μεταξύ τους και πάλευαν μερόνυχτα ολόκληρα. Πάντα όμως νικούσε το Χαρμαινιώτικο, γιατί ήταν το πιο δυνατό και έξυπνο. Η πάλη γινόταν στην Χάρμαινα, κάτω από τα πλατάνια και τα πεύκα. Οι Αμφισσιώτες φοβόνταν και έμεναν σπίτια τους. Περίμεναν καρτερικά, ώσπου να τελειώσουν όλα και να σταματήσουν οι κραυγές και τα ουρλιαχτά των στοιχειών. Μετά από τα τριπλάσια χρόνια της ηλικίας του Κωνσταντή και της Λενιώς μαζί, το Στοιχειό της Χάρμαινας, ησύχασε, καταλάγιασε. Έπαψε να φοβίζει τους ανθρώπους. Φαίνεται, ότι ο Θεός το συγχώρησε. Σήμερα κάθε τελευταίο Σαββατοκύριακο του Τριωδίου ζωντανεύει η ιστορία της αγάπης του Κωνσταντή με την Λενιώ. Τα σκαλιά που οδηγούν στην εκκλησία του Αι Νικόλα κοκκινίζουν και οι νεράιδες κατεβαίνουν αργά με δάδες αναμμένες στα χέρια τους. Από την εξέδρα που είναι στημένη στην πλατεία ακούγονται ουρλιαχτά και ήχοι από αλυσίδες που σέρνονται. Στοιχειά παλεύουν μεταξύ τους και νικητής είναι το στοιχειό της Χάρμαινας. Τότε νεράιδες, ξωτικά, κωδονοφόροι με τραγόμορφες στολές και άλλα υπερφυσικά πλάσματα με σφυρίχτρες και κρασί στα χέρια ξεχύνονται στην πλατεία Κεχαγιά και στην πόλη απλώνεται μια μεγάλη γιορτή.
0 Comments
|