Αν και η θέση των γυναικών την εποχή που ξέσπασε η επανάσταση περιορίζονταν κυρίως στο σπίτι, πολλές ήταν εκείνες που άφησαν την σφραγίδα τους στην Επανάσταση του 1821. Κάποιες, όπως η Μαντώ Μαυρογένους ή η Λασκαρίνα Πινότση, γνωστή ως Μπουμπουλίνα, κυριάρχησαν στην ιστορία, κάποιες πήραν τα όπλα και στάθηκαν γενναία στο πλευρό των ανδρών χωρίς να είναι ιδιαίτερα γνωστές, όπως η Δόμνα Βισβίζη κ.ά, ενώ οι περισσότερες βοήθησαν τροφοδοτώντας τα ελληνικά στρατεύματα. Μαντώ Μαυρογένους Η Μαντώ Μαυρογένους (Τεργέστη, 1796 – Πάρος, Ιούλιος 1840), καταγόταν από ελληνική οικογένεια της Ρουμανίας, η οποία έφυγε κρυφά, με την οικογένειά της, για την Ιταλία. Εγκαταστάθηκαν στην Τεργέστη και εκεί ο πατέρας της Νικόλαος ασχολήθηκε με το εμπόριο. Με την έναρξη της Επανάστασης, η Μαντώ πήγε στην Μύκονο και ξεσήκωσε τους κατοίκους εναντίον των Τούρκων. Με πλοία εξοπλισμένα με δικά της έξοδα, καταδίωξε διακόσιους Αλγερινούς που λυμαινόταν τις Κυκλάδες και αργότερα πολέμησε στη Κάρυστο, στη Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά. Κάτοχος της γαλλικής γλώσσας, συνέταξε συγκινητική έκκληση προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της Ελλάδας. Για τον Αγώνα διέθεσε όλη της την περιουσία. Για τη συνολική δραστηριότητά της ο Ιωάννης Καποδίστριας της απένειμε -τιμή μοναδική σε γυναίκα- το αξίωμα του επίτιμου αντιστράτηγου και της παραχώρησε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο. Τη Μαντώ γνώρισε από κοντά ο Γάλλος Rybaud το 1821 και την περιγράφει σαν ευγενική προσωπικότητα με φλογερό πατριωτισμό. Συγκρίνοντάς την με τη Μπουμπουλίνα αναφέρει: “Από τη μια μεριά [Μπουμπουλίνα] το θάρρος, σπάνιο σε γυναίκες, που συνοδεύεται όμως από τη βουλιμία για το κέρδος… Κι’ από την άλλη [Μαντώ] η φιλοπατρία σε όλη της την καθαρότητα, χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας, η απόλυτη αυτοθυσία, η πιο συγκινητική απρονοησία για το προσωπικό μέλλον. Μου έλεγε η Μαντώ: Δεν με νοιάζει τι θα γίνω αν είναι να ελευθερωθεί η πατρίδα μου. Όταν θα έχω χρησιμοποιήσει όλα όσα μπορώ να διαθέσω για την ιερή υπόθεση της ελευθερίας, θα τρέξω στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να τους ενθαρρύνω με την απόφασή μου να πεθάνω, αν χρειαστεί, για την ελευθερία“. Στο μεταξύ, μάλλον σε μάχες στη Φθιώτιδα, όπου πήρε μέρος, η Μαντώ γνωρίζεται με τον Δ. Υψηλάντη και ερωτεύονται. Στον αρραβώνα τους αντιτάσσονται πολλοί από τους ισχυρούς πολιτικούς, που τρομοκρατούνται στο ενδεχόμενο ενοποίησης των δυο ισχυρών οικογενειών και τελικά έπειτα από πολλές ραδιουργίες ο Κωλέττης πετυχαίνει να διαλυθεί η σχέση. Απογοητευμένη η Μαντώ εμφανίζεται, την άνοιξη του 1827, στη Γ΄ Εθνοσυνέλευση, που συνεδριάζει πλέον στην Τροιζήνα. Είναι η μόνη γυναίκα μεταξύ των ακροατών και ζητάει, μάταια, κάνοντας νεύματα, να της επιτραπεί να διαβάσει μια καταγγελία κατά του Υψηλάντη για αθέτηση υπόσχεσης γάμου. Μετά την Επανάσταση, καταδιωκόμενη από τον Ιωάννη Κωλέττη (ο οποίος συμμετείχε και στην Α’ Εθνοσυνέλευση που έγινε το Δεκέμβριο του 1821 στην Επίδαυρο), ξαναγύρισε στη Μύκονο και τον Ιούλιο του 1840 πέθανε στην Πάρο φτωχή. Λασκαρίνα “Μπουμπουλίνα” Πινότση Η Λασκαρίνα “Μπουμπουλίνα” Πινότση (Κωνσταντινούπολη, 11 Μαΐου1771 – Σπέτσες, 22 Μαΐου1825) είχε καταγωγή από την ‘Υδρα. Γεννήθηκε μέσα στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 1771, όταν η μητέρα της Σκεύω επισκέφτηκε τον σύζυγό της, Σταυριανό Πινότση, τον οποίο είχαν φυλακίσει οι Οθωμανοί για τη συμμετοχή του στα Ορλωφικά (1769-1770). Μετά τον θάνατο του Πινότση στη φυλακή, μητέρα και κόρη επέστρεψαν στην ‘Υδρα. Μετακόμισαν στις Σπέτσες 4 χρόνια αργότερα, όταν η μητέρα της παντρεύτηκε τον Δημήτριο Λαζάρου-Ορλώφ. Από την ένωση αυτή η Μπουμπουλίνα απέκτησε οκτώ ετεροθαλή αδέρφια. Παντρεύτηκε δυο φορές, στην ηλικία των 17 με τον Σπετσιώτη Δημήτριο Γιάννουζα και στην ηλικία των 30 ετών με τον Σπετσιώτη πλοιοκτήτη και πλοίαρχο Δημήτριο Μπούμπουλη. Και οι δυο σκοτώθηκαν από Αλγερινούς πειρατές. Της άφησαν, ωστόσο, μια τεράστια περιουσία, την οποία ξόδεψε εξ ολοκλήρου για να αγοράσει καράβια και εξοπλισμό για την Ελληνική Επανάσταση. Όταν η Μπουμπουλίνα έγινε χήρα για δεύτερη φορά, είχε έξι παιδιά: τρία από τον πρώτο της γάμο, τον Ιωάννη,τον Γεώργιο και τη Μαρία, και τρία από τον δεύτερο γάμο της: την Σκεύω, την Ελένη και τον Νικόλαο. Επίσης είχε και τεράστια περιουσία την οποία είχε κληρονομήσει από τους συζύγους της, έχοντας υπό την κατοχή της πλοία, γη και χρήματα (τα μετρητά που είχε κληρονομήσει από τον Μπούμπουλη ήταν πάνω από 300.000 τάλαρα. Κατάφερε να αυξήσει την περιουσία της με σωστή διαχείριση και εμπορικές δραστηριότητες. Αρχικά έγινε συνέταιρος σε αρκετά πλοία ενώ αργότερα κατασκεύασε τρία δικά της, το ένα από τα οποία με το όνομα Αγαμέμνων πήρε μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, μήκους 48 πήχεων και έχοντας 18 κανόνια, η ναυπήγηση του οποίου κόστισε 75.000 τάλαρα. Το 1816 η Οθωμανική Αυτοκρατορία θέλησε να κατασχέσει την περιουσία της με τη δικαιολογία ότι τα πλοία του δεύτερου άντρα της, συμμετείχαν με τον ρωσικό στόλο στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, μετά απὀ καταγγελίες συγγενών της, που εποφθαλμιούσαν την περιουσία της. Τότε η Μπουμπουλίνα πήγε στην Κωνσταντινούπολη με το πλοίο της Κανάκης, όπου συνάντησε τον Ρώσο, Φιλέλληνα πρεσβευτή Στρογκόνωφ, από τον οποίο ζήτησε να την προστατέψει επικαλούμενη τις υπηρεσίες του συζύγου της στον ρωσικό στόλο και το γεγονός ότι τα πλοία της είχαν τότε ρωσική σημαία, βάση της Συνθήκης Κιουτσούκ-Καϊναρτζή μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, το 1774. Τότε εκείνος για να την σώσει από την επικείμενη σύλληψή της από τους Τούρκους, την έστειλε στην Κριμαία της νότιας Ρωσίας, στη Μαύρη Θάλασσα, σε ένα κτήμα που της δόθηκε από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α’. Πριν όμως πάει εκεί, κατάφερε να συναντήσει τη μητέρα του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, την Βαλιντέ Σουλτάνα. Η Σουλτάνα εντυπωσιάστηκε από τον χαρακτήρα της Μπουμπουλίνας και έπεισε τον γιο της να υπογράψει φιρμάνι, με το οποίο δεν θα άγγιζε την περιουσία της και δεν θα την συνελάμβανε. Η Μπουμπουλίνα αφού έμεινε στην Κριμαία για περίπου τρεις μήνες περιμένοντας να ηρεμήσει η κατάσταση, έφυγε για στις Σπέτσες όταν κατάλαβε ότι ο κίνδυνος είχε πλέον απομακρυνθεί. Η Μπουμπουλίνα, έχοντας γίνει ήδη μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, που προετοίμαζε την ελληνική επανάσταση, και όντας η μόνη γυναίκα που μυήθηκε σε αυτή, στον κατώτερο βαθμό μύησης αφού οι γυναίκες δεν γίνονταν δεκτές, καθώς γυρνούσε στις Σπέτσες, αγόραζε μυστικά όπλα και πολεμοφόδια από τα ξένα λιμάνια, τα οποία μετά έκρυψε στο σπίτι της, ενώ ξεκίνησε την κατασκευή του πλοίου Αγαμέμνων, της ναυαρχίδας της, η οποία ολοκληρώθηκε το 1820. Για τη ναυπήγηση του Αγαμέμνονα καταγγέλθηκε στην Υψηλή Πύλη ότι ναυπήγησε κρυφά πολεμικό πλοίο, αλλά η Μπουμπουλίνα κατάφερε να ολοκληρώσει την κατασκευή του δωροδοκώντας τον απεσταλμένο Τούρκο επιθεωρητή στις Σπέτσες και πετυχαίνοντας την εξορία αυτών που την κατήγγειλαν. Την ίδια περίοδο έρχεται σε ρήξη με τα παιδιά του δεύτερου συζύγου της από τον πρώτο του γάμο-΄τον Παντελή και τον Γιάννη- όταν διεκδικούν το μερίδιο από την πατρική περιουσία. Κατέφυγαν όχι σε τουρκικό δικαστήριο, ούτε στην εκκλησιαστική αρχή στην οποία υπάγονταν: στην μητρόπολη Ναυπλίου και Άργους, αλλά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για μεγαλύτερο κύρος. Εκείνο έκδωσε επιτίμιο, ίνα η ρηθείσα Λασκαρίνα[…] φοβειθείσα[…] την αιώνιον κόλασιν […] παύσηται πάσης διαστροφής και ματαίας προφασεως και μη φανερώση εις μέσον οσάπερ κατακρατεί άσπρα, ομολογίας, ρουχικά ή άλλα κινητά και ακίνητα πράγματα […]. Στη συνέχεια καταφεύγουν τα δύο αδέλφια στους προεστούς των Σπετσών, οι οποίοι περιορίζονται σε μια καταγραφή της περιουσίας της χωρίς όμως και να δίνουν λύση στην ενδοοικογενειακή διαφορά. Με το επιτίμιο και την έκθεση των προκρίτων καταφεύγουν τα δύο αδέλφια στη συνέχεια, στο Βουλευτικό, το οποίο δεν έλαβε θέση, εκτιμώντας το μέγεθος της προσφοράς της Μπουμπουλίνας στον Ελληνικό Αγώνα. Μαριγώ Ζαραφοπούλα Γεννήθηκε στα Ταταύλα της Κωνσταντινούπολης όπου και κατοικούσε. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και όταν κατά τις αρχές του 1821, ο Ασημάκης Θεοδώρου πρόδωσε τα μυστικά της οργάνωσης στις οθωμανικές αρχές, ανέλαβε, χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες της με διάφορους αξιωματούχους, να πληροφορηθεί λεπτομέρειες για το συμβάν, αποστολή την οποία έφερε εις πέρας. Παράλληλα, χρησιμοποιώντας τις ίδιες γνωριμίες καθώς και τη σημαντική της περιουσία, πέτυχε την δραπέτευση των γιων του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη που διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη ως αιχμάλωτοι. Όταν αποκαλύφθηκε η συμμετοχή της ίδιας αλλά και του εμπόρου αδελφού της, Χατζηβασίλη, στη Φιλική Εταιρεία, διώχθηκε, ενώ ο αδελφός της καρατομήθηκε στις 23 Απριλίου του 1821. Τελικά, μετά από μεγάλες ταλαιπωρίες, η Ζαραφοπούλα κατάφερε να μεταβεί στην Ύδρα της επαναστατημένης Ελλάδας, κομίζοντας μαζί της μεγάλο χρηματικό ποσό το οποίο διέθεσε για τις ανάγκες της επανάστασης Στην Πελοπόννησο, χρησιμοποιήθηκε από τους Κολοκοτρώνη και Υψηλάντη ως κατάσκοπος εντός της Τριπολιτσάς και του Ναυπλίου. Τα επόμενα χρόνια, χρηματοδότησε την εκστρατεία του Φαβιέρου στην Κάρυστο καθώς και την αντίστοιχη του Χατζημιχάλη Νταλιάνη στην Κρήτη. Παντρεύτηκε τον αξιωματικό Γεώργιο ή Θεόδωρο Στεφάνου ο οποίος σκοτώθηκε μαχόμενος, αποκτώντας μαζί του δύο παιδιά. Πέθανε άπορη μετά το 1865. Σταυριάνα Σάββαινα Η Σταυριάνα Σάββαινα (σ.σ. η γυναίκα του Γιωργάκη Σάββα, η «Σάββαινα»), όταν ξεκίνησε ο Αγώνας ήταν περίπου 40 ετών και πήρε τα όπλα όταν οι Τούρκοι σκότωσαν, τις πρώτες μέρες της Επανάστασης, τον άνδρα της. Η πρώτη μάχη που πήρε μέρος ήταν στο Βαλτέτσι (12-13 Μαΐου 1821), όπου σημειώθηκε μια εξαιρετικά σημαντική νίκη των Ελλήνων. «Η Σταυριάνα, μόνη μεταξύ των ανδρών, αψηφούσε τις σφαίρες και μετέφερε τις πυριτιδοβολές από προμαχώνος εις προμαχώνα. Οι περί τον Κολοκοτρώνη, Μαυρομιχάλης και Πλαπούτας δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι γυναίκα είχε τόσο θάρρος», έγραψε η Παρρέν. Η Σταυριάνα πήρε μέρος στην πολιορκία της Τρίπολης και στη μάχη του Τρίκορφου. Ωστόσο, επί Οθωνα, εγκαταλείφθηκε στην τύχη της και ζούσε από τη βοήθεια οικογενειών άλλων αγωνιστών. Όταν πέθανε, το 1868, έκαναν έρανο στο Ναύπλιο για να τη θάψουν. Η Κωνσταντίνα "Κωνσταντία" Ζαχαριά. Η Κωνσταντία ήταν κόρη του φημισμένου κλέφτη Ζαχαριά, πιθανότατα γεννήθηκε στην Μάνη και ήταν και η ίδια κλέφτης. Ήταν καπετάνισσα με άλλες γυναίκες που την ακολουθούσαν, είχε δικό της λάβαρο σημαία «λευκού χρώματος με κυανόν σταυρόν». Όταν κηρύχθηκε η επανάσταση στην Μάνη, οι Οθωμανοί της περιοχής έφυγαν για πάνε στην Τριπολιτσά για να προστατευτούν, τους κατεδίωξαν οι Μανιάτες, η Κωνσταντία μαζί με άλλες γυναίκες της περιοχής συμμετείχε σε αυτές τις συγκρούσεις. Μάλιστα τους κατεδίωξε μέχρι το Μυστρά όπου βρήκαν προστασία στο κάστρο, άφησε φρουρά και αποχώρησε. Κατέλαβε το Λεοντάρι, σκότωσε τον Οθωμανό διοικητή, έβαλε φωτιά στο σπίτι του και κατέβασε την ημισέληνο από τα τζαμιά τα οποία έπειτα έκαψε. Δόμνα Βισβίζη Η Δόμνα Βισβίζη(1783-1850) γεννήθηκε στον Αίνο της Θράκης. Συμμετείχε ενεργά στην Ελληνική Επανάσταση παίρνοντας μέρος μαζί με τον άνδρα της, Χατζή Αντώνη Βισβίζη, στις θαλάσσιες επιχειρήσεις του Αγώνα στο Άγιο Όρος, στη Λέσβο και στη Σάμο. Με το θάνατο του άνδρα της, η Δόμνα Βισβίζη αναλαμβάνει η ίδια τη διοίκηση του πλοίου και συνεχίζει τη δράση της στην περιοχή της Εύβοιας. Εξοπλίζει και συντηρεί το πλοίο της «Καλομοίρα» με δικά της χρήματα για τρία χρόνια. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος βεβαιώνει με έγγραφο του ( Μάης 1822) πως η Δόμνα Βισβίζη έσωσε τους άνδρες του και τον ίδιο «δια της προμηθείας τροφίμων και πολεμοφοδίων, άνευ της οποίας ο στρατός του θα διελύετο». Μετά το τέλος του Αγώνα, της παραχωρείται μία μικρή σύνταξη. Πέθανε στον Πειραιά. Ασημίνα Λιδωρίκη Η Ασημίνα Λιδωρίκη - Γκούρα, ή Νταλιάνα, (? -12 Ιανουαρίου 1827), ήταν κόρη του Αναγνώστη Λιδωρίκη και σύζυγος του Γιάννη Γκούρα. Όταν ο Γκούρας έγινε φρούραρχος της Ακρόπολης τον ακολούθησε κι εγκαταστάθηκε στο Ερεχθείο όπου χρησιμοποιούνταν σαν κατοικία. Στην Αθήνα την ίδια εποχή βρισκόταν και η οικογένεια του Οδυσσέα Ανδρούτσου και οι αντιζηλίες και κόντρες των γυναικών μεταξύ τους επηρέασαν και τις σχέσεις των δύο αντρών που ήδη ήταν κακές. Μετά τον θάνατο του συζύγου της τον Οκτώβριο του 1826 η Ασήμω ανέλαβε αρχηγός των στρατευμάτων που υπερασπίζονταν την Ακρόπολη των Αθηνών. Ο Γκούρας είχε αφήσει διαθήκη με κατάρα να μείνει ανύπαντρη, η Ασήμω δεν την τήρησε κι έκανε σχέση με τον νέο φρούραρχο Νικόλαο Κριεζώτη. Σκοτώθηκε από τουρκική οβίδα που κτύπησε το Ερεχθείο και την καταπλάκωσε μαζί με την αδελφή της, σύζυγο Κάρμα, και τα τέσσερα παιδιά της. Μόσχω Τζαβέλλα Η Καπετάνισσα Τζαβέλαινα (1760-1803), γυναίκα του Λάμπρου Τζαβέλα, αγωνίστηκε το 1792 εναντίον του Αλή Πασά ως αρχηγός 400 Σουλιωτισσών. Ανάμεσα στις γυναίκες είναι και η Σόφω η κόρη της Τζαβέλαινας. Επί κεφαλής των γυναικών του Σουλίου στην κρίσιμη στιγμή ρίχνεται στην μάχη, πλευροκοπά το Τούρκικο ασκέρι και χαρίζει την νίκη. Η Μόσχω μετά την καταστροφή του Σουλίου ακολούθησε το δρόμο προς την Πάργα και από κει στα Επτάνησα. Πέθανε τελικά κατά το 1803. Ευφροσύνη Νέγρη
Η Ευφροσύνη Νέγρη ήταν κόρη του δραγουμάνου Νικολάου Μαυρογένη και της Μαρίας Σκαναβή, είχε άλλα οκτώ αδέλφια. Ήταν παντρεμένη με τον Κωνσταντίνο Νέγρη, Καϊμακάμη της Μολδοβλαχίας, που εκτελέστηκε το 1822 από τους Τούρκους. Η Ευφροσύνη είχε μετατρέψει το σπίτι της στην Κωνσταντινούπολη σε χώρο συναθροίσεων Ελλήνων μυημένων στη Φιλική Εταιρεία. Επίσης έκρυβε στο σπίτι της όπλα και εγχειρίδια που προμήθευε με αυτά μελλοντικούς αγωνιστές. Όπως έγραψε η Καλλιρόη Παρρέν για την Νέγρη: «Ειργάσθη, προς διάδοσιν των κυοφορουμένων τότε φιλελευθέρων ιδεών και η αίθουσα της απετέλει το κέντρον των μυστικών συναθροίσεων των μεμυημένων ομογενών. Υπό τας μυροβόλους ανθοδέσμας των πολυτελών δοχείων, εκρύβοντο τα εγχειρίδια και τα όπλα, τα οποία κρυφά και μεταξύ δύο φιλοφρονήσεων μετεβιβάζοντο εις τους ήρωας, οίτινες υπό τοιούτων γυναικών ενεθαρρύνοντο εις την ευγενή και μεγάλην απόφασιν να πληρώσωσι με το αίμα τους την ελευθερία της χώρας των».
0 Comments
|