Η Λούσι Πάρσονς είναι «πιο επικίνδυνη από χίλιους ταραξίες» είχε πει κάποτε ένας αστυνομικός για την γυναίκα που αγωνίστηκε όλη της τη ζωή για τα δικαιώματα των φτωχών, των ανέργων, των αστέγων, των γυναικών, των παιδιών, των μειονοτήτων. Παρόλα αυτά, ακόμα και σήμερα αναφέρεται συχνά απλώς ως η χήρα του αναρχοσυνδικαλιστή Αλμπερτ Πάρσονς, εκ των οργανωτών της απεργίας της Πρωτομαγιάς του 1886 με αίτημα την καθιέρωση του 8ωρου για τους εργάτες, ο οποίος κι εκτελέστηκε το 1887. Ωστόσο, η δράση της είχε ξεκινήσει μία δεκαετία νωρίτερα και ήδη αποτελούσε ηγετική μορφή στο συνδικαλιστικό κίνημα της Αμερικής. Η Λούσι Γκονζάλες γεννήθηκε το 1853 στο Ουάκο, του Τέξας πιθανότατα ως κόρη σκλάβων, αφού είχε ρίζες Μεξικάνικες, Αμερικανικές (Ινδιάνικες) και Αφρικάνικες. Η ίδια ισχυριζόταν πως οι γονείς της ήταν η μεξικάνα μιγάδα Μαρία ντελ Γαδέρ και ο ινδιάνος Κρηκ Τζον Γουόλερ. Μεγάλωσε στο Τέξας, βίωσε τον Εμφύλιο Πόλεμο καθώς και την ρατσιστική βία της Κου Κλουξ Κλαν και άλλων τρομοκρατικών οργανώσεων που ακολούθησαν, κάτι που μάλλον την βοήθησε να σχηματίσει την ύστερη ιδεολογία της για τον αγώνα και την αντίσταση. Μεταξύ του 1869 και 1871, γνωρίστηκε με τον Άλμπερτ Πάρσονς, έναν νεαρό που μπήκε στον Ομοσπονδιακό στρατό στα 16 του για να αποδράσει από το σπίτι του. Μετά τον εμφύλιο έγινε Ριζοσπάστης. Το ζευγάρι λέγεται ότι παντρεύεται γύρω στο 1871 - 1872 κοντά στο Όστιν του Τέξας, αν και είναι λίγες οι πιθανότητες να ευσταθεί κάτι τέτοιο, αφού ο νόμος τότε απαγορεύει τους διαφυλετικούς γάμους. Αυτός αποτελεί, άλλωστε, τον ένα λόγο, για τον οποίο το 1872 αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την περιοχή. Ο δεύτερος είναι το γεγονός ότι το ζευγάρι εμπλέκεται όλο και περισσότερο στους κοινωνικούς αγώνες, υποστηρίζοντας το δικαίωμα των μαύρων για ψήφο, πράγμα που φυσικά δεν αρέσει στην KKK ο Αλμπερτ πυροβολείται στο πόδι και απειλείται με λυντσάρισμα. Αφήνοντας πίσω τον απειλητικό νότο, φτάνουν στο βιομηχανικό Σικάγο το 1873 σε μία περίοδο που χαρακτηρίζεται ως εποχή της χειρότερης ύφεσης που γνώρισαν οι ΗΠΑ, γνωστή ως «Panic of 1873», η οποία έχει οδηγήσει εκατομμύρια ανθρώπων στην ανεργία. Η μεγάλη απεργία των σιδηροδρομικών το 1887 ήταν το γεγονός-κλειδί για την μεταμόρφωση της Λούσι Πάρσονς σε αναρχική. Όπως έχει δηλώσει, «ήταν το πρώτο κρούσμα με το οποίο άρχισα να συνειδητοποιώ το «εργατικό ζήτημα». Όλο αυτό τον καιρό ο Άμπερτ Πάρσονς είχε στοχοποιηθεί και δεν μπορούσε να βρει δουλειά λόγω των απόψεών του για τα δικαιώματα των εργαζομένων. Για να στηρίξει την οικογένεια της, ανοίγει ένα κατάστημα ρούχων. Αλλά και η Λούσι θεωρήθηκε «επικίνδυνη, επειδή ήταν αφοσιωμένη στις πεποιθήσεις της που αφορούσαν τα δικαιώματα των φτωχών., ενώ αγωνιζόταν με πάθος για την επίτευξη ίσων δικαιωμάτων για τις γυναίκες και τις μειονότητες, την κατάργηση της μισθωτής σκλαβιάς, της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και του Κράτους. Την άνοιξη του 1886, η χώρα βρίσκεται σ’ αναβρασμό. Χιλιάδες εργαζομένων αντιδρούν στις συνθήκες εργασίας τους, ζητώντας καθιέρωση του 8ώρου. Η 1η Μαΐου επιλέγεται ως ημερομηνία έναρξης των κινητοποιήσεων. Μόνο στο Σικάγο απεργούν 40.000 εργάτες και τους ακολουθούν 350.000 εργάτες σε 1.200 εργοστάσια σ’ όλη τη χώρα. Η Πάρσονς οργανώνει την απεργία των εργαζομένων στην ένδυση γυναικών και μαζί με τον σύζυγο της, οδηγούν ένα πλήθος 80.000 εργατών σε ειρηνικές διαμαρτυρίες στη λεωφόρο του Μίτσιγκαν. Τρεις μέρες αργότερα, στις 3 του Μάη, τα πράγματα παίρνουν εντελώς διαφορετική τροπή. Κατά την απεργία στο εργοστάσιο McCormick Harvest στο Σικάγο, η αστυνομία ανοίγει πυρ εναντίον του πλήθους, σκοτώνοντας 4 από τους εργάτες και τραυματίζοντας πολλούς περισσότερους. Από τα συνδικάτα και τα σωματεία των εργαζόμενων άμεσα οργανώνεται συγκέντρωση διαμαρτυρίας στην πλατεία Χέιμαρκετ, η οποία παρά την οργή, διατηρεί τον ειρηνικό της χαρακτήρα, μέχρι την ώρα που κάποιος υποτίθεται από το συγκεντρωμένο πλήθος πετάει μία βόμβα, η οποία σκοτώνει έναν αστυνομικό και 7 πολίτες και τραυματίζει άλλα 67 άτομα. Αμέσως, η αστυνομία αρχίζει να πυροβολεί, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας μεγάλο αριθμό παρευρισκομένων. Η αντίδραση έχει βρει την αφορμή που επιζητά και μια από τις χειρότερες περιόδους καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ξεκινά για τις ΗΠΑ. Σχεδόν κάθε σοσιαλιστής ή αναρχικός της πόλης συλλαμβάνεται και ανακρίνεται. Πολλά έντυπα και εφημερίδες ριζοσπαστικής σκέψης φιμώνονται, ενώ σπίτια ή χώροι στους οποίους συγκεντρώνονταν οι υποστηρικτές της κίνησης του 8ώρου κλείνουν χωρίς εξηγήσεις ή κατηγορίες. Οκτώ άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και ο Πάρσονς κατηγορούνται για τις ταραχές, μολονότι κάποιοι από αυτούς δεν βρίσκονται καν στην πλατεία Χέιμαρκετ κατά τη διάρκεια των γεγονότων. Αρχικά, ο Πάρσονς κρύβεται στο Γουισκόνσιν, μέχρι την ημερομηνία της πρώτης δίκης, οπότε και παραδίνεται για να δικαστεί με τους συντρόφους του, ενώ η Λούσι πολλάκις συλλαμβάνεται προκειμένου να αποκαλύψει την κρυψώνα του άνδρα της. Τον Οκτώβριο του 1887, μετά από παρωδίες δίκης, οι οκτώ κατηγορούμενοι βρίσκονται ένοχοι και καταδικάζονται σε θάνατο διά απαγχονισμού. Λίγο αργότερα, ο ένας από αυτούς, ο Λινγκ αυτοκτονεί μέσα στη φυλακή, ενώ η ποινή για τους Φίλντεν και Σουάμπ τρέπεται σε ισόβια και για τον Νίμπε σε 15ετή κάθειρξη. Η Λούσι γύρισε όλη τη χώρα διαδίδοντας πληροφορίες σχετικά με την άδικη δίκη, μαζεύοντας επίσης και πόρους για το σκοπό της, ωστόσο οι προσπάθειες της δεν επηρέασαν τον δικαστή στο Ιλινός, ο οποίος βρισκόταν κάτω από πολιτική πίεση για την εκτέλεση των ανδρών, αν και όλα τα στοιχεία εναντίον τους ήταν σαθρά. Οι τέσσερις άντρες εκτελέστηκαν στις 11 Νοέμβρη 1877. Η Λούσι πήγε τα δύο παιδιά της να δούνε για τελευταία φορά τον πατέρα τους, αλλά συνελήφθη μαζί με τα παιδιά της, την έκλεισαν σε φυλακή, την ξεγύμνωσαν βίαια και την άφησαν γυμνή μαζί με τα παιδιά της σ’ ένα κρύο κελί μέχρι τον απαγχονισμό του συζύγου της. Με δάκρυα μετά την απελευθέρωσή της, ορκίστηκε να συνεχίσει να πολεμά την αδικία ακόμα και αν ο άντρας της είχε δολοφονηθεί και φοβόταν πως θα είχε και αυτή την ίδια μοίρα. Μετά την εκτέλεση, η Λούσι έζησε μέσα στη φτώχεια, παίρνοντας οχτώ δολάρια την εβδομάδα από την Pioneer Aid and Support Association, μια ομάδα που συγκροτήθηκε για τη στήριξη των οικογενειών των μαρτύρων του Χέιμαρκετ και άλλων που μάχονταν ανιδιοτελώς για τα εργατικά συμφέροντα. Παράλληλα, συνεχίζει να εργάζεται στο ραφείο, αν και όλο και περισσότερο την κερδίζουν οι πολιτικές της δραστηριότητες, συνεχίζοντας τον αγώνα για δικαίωση των συντρόφων της και υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργατών και της ελευθερίας.
Η αναγνώριση της πρωτομαγιάς ως ημέρα μνήμης , εξάλλου, οφείλεται σε δικές της προσπάθειες. Γράφει η ίδια αργότερα, τον Δεκέμβρη του 1911, στο «The Agitator»: «Η συγκέντρωση στη Χέιμαρκετ αναφέρεται στην ιστορία ως ‘η εξέγερση των αναρχικών της Χέιμαρκετ’. Καμία άλλη εξέγερση δεν συνέβη εκεί, εκτός από τη βία της αστυνομίας… Η μεγάλη απεργία του Μαΐου του 1886 ήταν ένα ιστορικό γεγονός μεγάλης αξίας, επειδή ήταν για πρώτη φορά που οι εργάτες από μόνοι τους προσπάθησαν ενωμένοι με συντονισμένη δράση να μειώσουν τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας… Αυτή η απεργία ήταν η πρώτη προς την κατεύθυνση της άμεσης δράσης σε μεγάλη κλίμακα». Τον Οκτώβριο του 1888, έχοντας ήδη αποκτήσει τη φήμη του πολύ δυνατού ρήτορα και ακτιβιστή της κοινωνικής επανάστασης, πηγαίνει στο Λονδίνο προσκεκλημένη για σειρά ομιλιών πάνω στον Αναρχισμό και το εργατικό κίνημα. Με την επιστροφή της εντείνει την προσπάθειά της για την υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου στη χώρα της. Στις περιοδείες της και πάλι συναντά την αντίδραση των αρχών, που σχεδόν σε κάθε πόλη προσπαθούν να ματαιώσουν τις ομιλίες της. Όμως, παρά τις κατ’ επανάληψη ενοχλήσεις και συλλήψεις, επιμένει να διανέμει τα φυλλάδιά της και προχωρά σε δημόσιες ομιλίες σ’ όλη τη χώρα. Κι ενώ συνεχίζει να δίνει με αμείωτη ένταση και αρκετή επιτυχία τους αγώνες της σε όλα τα πεδία, η προσωπική της ζωή εξακολουθεί να εξελίσσεται αρνητικά: δύο χρόνια μετά το θάνατο του άντρα της, πεθαίνει η κόρη τους σε ηλικία 8 ετών, ενώ λίγο αργότερα πεθαίνει από φυματίωση σε ψυχιατρείο κι ο γιος τους. Συνεχίζει την δράση της και στον λόγο της το 1905, στο Ιδρυτικό Συνέδριο των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου δήλωνε: «Η άποψή μου για την απεργία του μέλλοντος δεν είναι να κάνουμε απεργία και να περιμένουμε να πεινάσουμε, αλλά να απεργούμε και να μένουμε στους χώρους όπου δουλεύουμε, να κάνουμε κατάληψη στα μέσα παραγωγής…». Πεθαίνει στις 7 Μαρτίου 1942 από φωτιά που ξέσπασε στο σπίτι όπου έμενε. Ακόμη και μετά το θάνατό της το Κράτος τη θεωρούσε απειλή κι έτσι οι αστυνομικοί που μπήκαν στο σπίτι μετά την πυρκαγιά κατάσχεσαν όλα τα προσωπικά της έγγραφα και 1500 βιβλία.
0 Comments
|