XΡΥΣΟΥΛΑ ΚΑΤΣΑΡΟΥ // DISTAFF • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΕΣ «Αυτό που μοιάζει με βαρετή επανάληψη μπορεί να οδηγήσει σε μία έκπληξη. Αυτό που μοιάζει ένα τίποτα, μπορεί να γίνει κάτι. Εκτός από την απλή ιδέα να μοιραζόμαστε τη θέα από τα παράθυρά μας ενός κόσμου σε καραντίνα, οι εικόνες αυτές, θα μπορούσε να αποτελέσουν ένα αποτύπωμα στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης της περιόδου». Πρόκειται για την ιδέα πίσω από την σελίδα/εφαρμογή, https://rewindowlapse.com που έστησε η Μελίνα Χαριτάτου με την βοήθεια του Γιώργου Καφκιά. Όπως εξηγεί στο Distaff, η Μελίνα Χαριτάτου (με την οποία κάποτε, ένα όχι τόσο μακρινό κάποτε καθόμασταν σε διπλανά γραφεία στο τμήμα των Διεθνών Ειδήσεων στην εφημερίδα «Εθνος»), πρόκειται για ένα «τρισδιάστατο» εγχείρημα. Η «πρώτη διάσταση αφορά στο άτομο, είναι ψυχαναλυτική σχεδόν. Είσαι κλεισμένος σπίτι, κι η επικοινωνία σου με τον έξω είναι όσα βλέπεις από το παράθυρό σου. Οι πρώτες σκέψεις που κάνεις είναι μάλλον απελπιστικές ως προς αυτό κι μόνο αυτό το κομμάτι που αφορά στη θέα που έχεις στον πρώτο κόσμο. Οι περισσότεροι θεωρούν ότι δεν έχει τίποτα ενδιαφέρον εκεί έξω, ότι είναι μονότονο και βαρετό. Όταν όμως κάτι σε παρακινεί να το κοιτάξεις και να το ξανακοιτάξεις, αρχίζεις -ίσως- να παρατηρείς πράγματα που δεν είχες παρατηρήσει, αρχίζεις να βρίσκεις λιγότερο ή περισσότερο ενδιαφέροντα σημεία, αρχίζεις να το παρατηρείς από διαφορετικές γωνίες και έτσι τελικά ανακαλύπτεις νέες εικόνες σε κάτι που θεωρούσες μονότονο κι βαρετό. Αυτό είναι το πρώτο, το ατομικό επίπεδο». «Μετά έρχεται το δεύτερο, το κοινωνικό», επισημαίνει η Μελίνα. «Πρόκειται για την ανάγκη συνδιαλλαγής μέσα από τον εγκλεισμό, η οποία βέβαια σήμερα καλύπτεται κατά πολύ από τα κοινωνικά δίκτυα. Ωστόσο, η συγκεκριμένη εφαρμογή επικεντρώνεται σε ένα κι μόνο πράγμα με αποτέλεσμα αυτό να αποκτά μεγαλύτερη δύναμη. Δεν χαώνεσαι σε μια απέραντη κι πολυμορφική -κατά τα άλλα ενδεχομένως ενδιαφέρουσα- συνδιαλλαγή. Δίνεις και παίρνεις ένα πράγμα: ένα μικρό η ένα μεγαλύτερο παράθυρο και, το σημαντικότερο, αυτό που σου επιτρέπει να δεις από τον έξω κόσμο. Τα μονότονα ή βαρετά του ενός γίνονται άγνωστα κι -ίσως- συναρπαστικά του άλλου. Σκέφτηκα ότι θα ήταν ωραίο να μπορούσαμε να δούμε αντί για το τι γίνεται ΜΕΣΑ στα σπίτια του καθένα, το τι γίνεται ΕΞΩ από αυτά, να μπορεί κάποιος να ανοίξει το παράθυρο σαν να είναι την μια στιγμή στην Αθήνα, την άλλη στην Μαδρίτη, και την άλλη στο Σαν Φρανσίσκο, και κάπως έτσι να αποκτήσει ενδιαφέρον η θέα του καθενός». «Η τρίτη διάσταση αφορά στο μετά. Και η αλήθεια είναι ότι μάλλον από εκεί ξεκίνησε η ιδέα, από το τέλος δηλαδή.
Ο συνδυασμός τόσο της υπαρξιακής όσο και της κοινωνικής διάστασης, του πώς βιώνει κάποιος την ξαφνική ακινησία, το τι επιλέγει να παρατηρήσει κοιτάζοντας από το παράθυρό του, το πώς θα επέλεγε να το μεταφέρει -εάν του δινόταν η επιλογή- αλλά και το τι εξέλιξη θα υπάρχει σε αυτό, εάν παρατηρήσει εκ των υστέρων τις φωτογραφίες που έχει τραβήξει κατά την διάρκεια της καραντίνας, είναι για μένα το πλέον κρίσιμο αλλά κι άγνωστο», επισημαίνει. «Ο κάθε χρήστης της εφαρμογής καλείται να ανεβάσει μία κι μόνο μία, φωτογραφία την ημέρα. Όταν λήξει ο συναγερμός, θα έχει δημιουργηθεί ένα προσωπικό «χρονικό» (timelapse) της περιόδου μέσω των φωτογραφιών του (εξου και το rewind). Εκεί μπορεί να μην βλέπεις τίποτα, μπορεί να βλέπεις και πολλά. Πάντως θα αποτελεί μια δεξαμενή που μπορεί εν δυνάμει να ερμηνευτεί κοινωνιολογικά. Σκοπός είναι να φανεί το υλικό χρήσιμο για την ανάλυση και ερμηνεία τη περιόδου από πλευράς διαμόρφωσης της κοινωνικής μνήμης». «Για αυτό, εξάλλου, ο χρήστης δίνει την συγκατάθεσή του ώστε το υλικό να χρησιμοποιηθεί σε κοινωνιολογικά ή κι άλλου είδους πρότζεκτ με τέτοιο σκοπό (μπορεί να είναι case study), μπορεί να γίνει κάποιο λεύκωμα (φυσικά σεβόμενο τους δημιουργούς κι ιδιοκτήτες της κάθε φωτογραφίας με το όνομα που αυτοί επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν στην εγγραφή). Επίσης, αυτό δεν σημαίνει ότι η εφαρμογή θα κλείσει μετά την καραντίνα, αλλά ίσως να αλλάξει η φύση της».
0 Comments
Ο κινηματογράφος και η μόδα ανέκαθεν ακολουθούσαν δρόμους παράλληλους καθώς στο πέρασμα των χρόνων, η μεγάλη οθόνη ενέπνευσε κορυφαίους οίκους και διαμόρφωσε το σύγχρονο τρόπο ντυσίματος, φέρνοντας την επανάσταση στον κόσμο της μόδας. Photo by 俊逸 余 on Unsplash Μαρόκο (1930)
Η Μάρλεν Ντίτριχ τόλμησε να φορέσει σμόκιν, προκαλώντας τα ήθη της εποχής. Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, το 1966 ο Yves Saint Laurent περιέλαβε στις γυναικείες κολεξιόν του κοστούμια και σμόκιν. Ο Ατίθασος (1953) Ο Μάρλον Μπράντο, σε έναν από τους πιο εμβληματικούς ρόλους της καριέρας του, υποδύθηκε έναν από τους Μαύρους Επαναστάτες, μια συμμορία 40 μοτοσικλετιστών, που κλέβουν το δεύτερο βραβείο από ένα νόμιμο αγώνα μοτοσικλετών. Το "it” κομμάτι της ταινίας ήταν το μαύρο δερμάτινο biker jacket, δημιουργία των αδελφών Ιρβινγκ και Τζακ Σκοτ, που έμελλε να γίνει σύμβολο του αντισυμβατικού στυλ και να συμπεριληφθεί στα all time classic ρούχα. Επαναστάτης χωρίς αιτία (1955) Η επιρροή του στυλ του Τζέιμς Ντιν φτάνει και στις μέρες μας. Τα harrington jackets, τα τζην παντελόνια και τα βαμβακερά t-shirts που φορούσε ο 17χρονος Τζιμ Σταρκ θεωρούνται μόδα και σήμερα. Πρόγευμα στο Τίφανις (1961) Ένα απλό μαύρο φόρεμα, διαμάντια στο λαιμό, ογκώδη γυαλιά ηλίου. Η Οντρει Χέμπορν αποθεώνει τηνμόδα και τοποθέτησε τον Givenchy στο πάνθεον της μόδας στον κινηματογράφο. Ο Υπέροχος Γκάτσμπι (1974) Η απαράμιλλη κομψότητα της δεκαετίας του '20 ενσαρκώνεται μοναδικά από τον Τζέι Γκάτσμπι (Ρόμπερτ Ρέντφορντ) που έμεινε στην ιστορία για τα 3-piece κοστούμια που φορούσε σε ανοιχτόχρωμες και παστέλ αποχρώσεις. Στυλ που αναβίωσαν αριστουργηματικά στο remake του Μπαζ Λούρμαν, οίκοι μόδας όπως οι Prada και Miu Miu. Νευρικός Εραστής (1977) Το ρομαντικό δράμα του Γούντι Αλλεν επανεφηύρε το ανδρόγυνο στυλ μέσα από το ντύσιμο της Νταϊαν Κίτον, που έφερε την υπογραφή του Ralph Lauren. Επάγγελμα: Ζιγκολό (1980) Υποδυόμενος ένα γοητευτικό ζιγκολό του Λος Άντζελες, συνηθισμένο σε μια ζωή γεμάτη πολυτέλεια που του προσφέρουν οι πλούσιες πελάτισσες του, ο Ρίτσαρντ Γκιρ κατάφερε να γίνει το πιο κομψό αρσενικό των '80s. Κι αυτό το οφείλει κυρίως στα κοστούμια που του έραψε ο Giorgio Armani και τα οποία ήταν καμωμένα από πιο ελαφριά υφάσματα, ενώ διέθεταν λιγότερο στιλιζαρισμένες γραμμές. Blade Runner (1982) Οι ενδυματολογικές επιλογές του Μαίκλ Κάπλαν, που επιμελήθηκε τα κοστούμια του sci-fi neo-noir του Ρίντλεϊ Σκοτ, ήταν ένα φόρος τιμής στη μόδα των 40s, στο πανκ των 70s και στην αισθητική του άμεσου μέλλοντος. Αυτή ακριβώς που μερικά χρόνια μετά την πρεμιέρα του Blade Runner θα χαρακτήριζε τα ντεφιλέ του Alexander McQueen, του John Galliano στον οίκο Dior και του Hedi Slimane στον οίκο Saint Laurent. Ψάχνοντας Απεγνωσμένα την Σούζαν (1985) Η Μαντόνα, η η βασίλισσα της ποπ σε μία δραμεντί που απεικονίζει με τον καλύτερο τρόπο το στυλ των 80s: δερμάτινα παντελόνια, δαντελωτά γάντια, φιόγκοι στα μαλλιά, ογκώδη κοσμήματα, φαρδιές ζώνες, αλυσίδες στο λαιμό. Matrix (1999) Η αισθητική του sci-fi έπους των αδελφών Γουακόφσκι,κατέχει εξέχουσα θέση στη μόδα: από το μακρύ δερμάτινο παλτό του Neo και τα χαρακτηριστικά μαύρα γυαλιά ηλίου του και μέχρι τη vinyl ολόσωμη φόρμα της Trinity. Το στυλ των ηρώων του Matrix ταυτίστηκε με το neopunk look και τους μινιμαλιστές σχεδιαστές. Για πολλούς, η μόδα στην Σοβιετική Ένωση ερμηνεύεται ως οξύμωρο γιατί πολύ απλά είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι η χρηματοδότηση ατελιέ μόδας θα ήταν υψηλά στην ατζέντα του Ιωσήφ Στάλιν- αν ήταν καθόλου. Ωστόσο, ο Στάλιν ήθελε να προβάλει μια ξεχωριστή εικόνα της σοβιετικής γυναίκας. Έπρεπε να είναι μοντέρνα και για αυτό το 1935 ίδρυσε τον οίκο μόδας, Dom Modelei. Η σοβιετική μόδα εμπνεύστηκε από τον τόνο που έδινε το πρώτο επίσημο γυναικείο περιοδική της ΕΣΣΔ, Rabotnitsa. Ήταν προϊόν έμπνευσης του ίδιου του Λένιν και μιας ομάδας γυναικών που ήθελαν να δώσουν ταυτότητα στην θηλυκότητα της σοβιετικής γυναίκας. Η μόδα που παρουσίαζε το περιοδικό ήταν πρακτική: Μπότες, μακριές φούστες, φορέματα, και κασκόλ. Οι πρώτοι σχεδιαστές, τη δεκαετία του 20, επηρεάστηκαν από τον μοντερνισμό και το φουτουρισμό. Σχεδιάστριες όπως η Βαρβάρα Στεπανόβα και ο Λιούμποφ Ποπόβα, ήθελαν να αναδείξουν την τέχνη τους. H ματιά, μάλιστα, της Στεπανόβα για τα ρούχα ήταν ιδιαίτερα φρέσκια. Η καλλιτέχνης και σχεδιάστρια είχε ήδη παρουσιάσει τα έργα της στις κρατικές εκθέσεις, αλλά αποφάσισε να εστιάσει στο σχεδιασμό ρούχων για το θέατρο, όπου αισθάνθηκε ότι η φιλοσοφία της για τα ρούχα θα είχε μια ευρύτερη εμβέλεια: «αυτό που φορούμε δεν πρέπει να δείχνει πλούτο αλλά ισότητα». Το χαρακτηριστικό της ήταν τα γεωμετρικά μοτίβα και τα κοστούμια σε ανδρόγυνο στιλ. Με τις δημιουργίες τους, υπήρξε μια αυξανόμενη ώθηση για κάτι φωτεινό, τολμηρό και ο Στάλιν αποφάσισε να μην το αγνοήσει. Δημιούργησε λοιπόν το Dom Modelei στον μοντέρνο δρόμο Kuznetsky Most στη Μόσχα. Τα μοτίβα με κομψά λουλούδια με παραδοσιακά ρωσικά στοιχεία (λουλούδια, φούντες) άρχισαν να κυκλοφορούν στη δεκαετία του 1920. Εκείνη την περίοδο, προσκλήθηκε στη Μόσχα η Ελσα Σκιαπαρέλι, επονομαζόμενη Βασίλισσα της Μόδας. «Ήμουν της άποψης ότι τα ρούχα των εργαζομένων θα έπρεπε να ήταν απλά και πρακτικά», έγραψε στην αυτοβιογραφία της. Δεν πήρε ρίσκα στη μίνι συλλογή που σχεδίασε. Αποτελούνταν απ’ ένα κόκκινο παλτό, ένα μαύρο φόρεμα και ένα μπερέ. Η νομενκλατούρα όμως την βρήκε απλοϊκή και ποτέ δεν κυκλοφόρησε. Μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο χώρος της μόδας άλλαξε δραματικά. Η μέθη της νίκης δημιούργησε την άποψη ότι ο σοβιετικός πολίτης μπορούσε και έπρεπε να είναι μοδάτος. Το νέο σοβιετικό ρούχο έπρεπε να είναι όμορφο αλλά και σχετικά φτηνό, να ράβεται εύκολα και γρήγορα. Πολλές σχεδιάστριες και σχεδιαστές στρέφονται στο μοντερνιστικό ρούχο ή στην παραγωγή και σχεδίαση μοτίβων υφασμάτων. Το 1944 ήδη πριν τελειώσει ο πόλεμος, λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση του Λένινγκραντ, διοργανώνεται στην πόλη η πρώτη επίδειξη μόδας και ανοίγει το πρώτο κέντρο επιδείξεων. Στην Μόσχα το 45 θα ανοίξει ανάλογο κέντρο. Τα κέντρα αυτά ήταν χρηματοδοτούμενα από την σοβιετική κυβέρνηση, και σκοπός τους ήταν να “σχεδιάσουν” μια μόδα που να μην είναι πολεμική. Η επιστροφή στην σοβιετική ομαλότητα υπαγόρευε και μια σχετική ελευθερία στον καθημερινό τρόπο προσωπικής έκφρασης, αλλά κυρίως στις δυνατότητες της ΕΣΣΔ να συγκριθεί και να αναμετρηθεί σε όλα τα επίπεδα-και στυλιστικά- με την Δύση. Την περίοδο 1950-1960, η οικονομία γνώρισε πτώση και υπήρχε έλλειψη σε ύφασμα. Αυτό οδήγησε στην εκτεταμένη μάθηση ακόμα και από τα παιδιά, να ράβουν τα δικά τους ρούχα, και να μεταποιούν τα παλιά. Τις δεκαετίες του 60 και του 70, οι σχεδιάστριες άρχισαν να ασχολούνται εντατικά με το καθημερινό ρούχο, κι εκείνη την περίοδο εμφανίζονται τα μεγάλα ονόματα, όπως η Ναντέζντα Μακάροβα, η Φέκλα Γκορελένκοβα, Αλλά Λεσάποβα, Βέρα Αράλοβα και Αλεξάντρ Ιγκμάτ. Η Μακάροβα έμαθε να ράβει στο πλάι της Χαντέζντα Λαμάνοβα, που ήταν ράφτρα του τσάρου. Στην αρχή, οι πρώτες της δουλειές ήταν επηρεασμένες από το παλαιό αστικό στυλ, στην συνέχεια όμως, κατά την δεκαετία του ‘30, πιάνοντας δουλειά σε θέατρο, πειραματίστηκε με νέες μορφές ραψίματος και υφασμάτων. Αν και για μαζική παραγωγή σχεδίασε μόνο παλτό, τα θεατρικά της ρούχα αποτέλεσαν το πρότυπο των επόμενων σχεδιαστικών γενεών. Η Γκορελένκοβα, επίσης ξεκίνησε στο πλάι της Λαμάνοβα. Υπήρξε η πρώτη που προσπάθησε να σχεδιάσει μαζικά ρούχα, καθώς η πρώτη της δουλειά ήταν σχεδιάστρια σε εργοστάσιο. Θεωρείται ως αυτή που επινόησε το λεγόμενο “ρωσικό μοτίβο”, έναν συνδυασμό παραδοσιακών ρωσικών λαϊκών σχεδίων ταυτόχρονα με μοντερνιστικό σχέδιο. Σκοπός του ραψίματος της, ήταν το ρούχο να είναι “λαϊκό”, να μπορεί δηλαδή να ραφτεί γρήγορα, από ένα μόνο ύφασμα και να μπορεί να φορεθεί από πολλούς διαφορετικούς σωματότυπους. Η Λεσάποβα ήταν η πρώτη που προσπάθησε να φτιάξει μαζικά ρούχα για την καθημερινή ζωή έξω από το εργοστάσιο. Ξεκίνησε να δουλεύει ράβοντας κοστούμια για τα θέατρα στην Μόσχα την περίοδο του πολέμου. Το ‘50 ξεκινάει την μαζική παραγωγή και σχεδίαση ρούχων, κατά κύριο λόγο γυναικείων για την καθημερινή ζωή σε συνεργασία με τους κρατικούς οίκους μόδας του Λένινγκραντ και της Μόσχας. Το 1962 με απόφαση του υπουργείου εσωτερικών θα ανοίξει ξεχωριστό γραφείο, το SXKB και θα δουλέψει ως υπεύθυνη για την σχεδίαση άνετων-και δυτικότροπων- ρούχων για τους σοβιετικούς πολίτες. Το ‘65 θα συναντηθεί με τον Yves Saint-Laurent και θα υπογράψει συμφωνία να την προμηθεύει με γαλλικά υφάσματα και νέες τεχνοτροπίες. Η Αράλοβα , τη δεκαετία του ‘60 θα μετάσχει σε πολλές επιδείξεις μόδας στο Παρίσι και το Λονδίνο, και είναι η πρώτη που σχεδίασε δερμάτινες κόκκινες μπότες με φερμουάρ στο πλάι για μαζική παραγωγή. Ασχολήθηκε περισσότερο με το σχέδιο παπουτσιών.
Τέλος, την δεκαετία του 80 η ΕΣΣΔ έχει δύο τάσεις. Μία φουτουριστική και μία, εντελώς συγχρονισμένη με την Δυτική αισθητική. Τότε εμφανίζονται και τα πρώτα ανδρικά και γυναικεία τζιν. Αυτή είναι βέβαια και η εποχή που η σοβιετική μόδα γίνεται πιο τολμηρή στο σχέδιο αλλά σχεδιάζει ρούχα που δεν μπορούν να φορεθούν στην καθημερινή ζωή. Στον αντίποδα θα εμφανιστεί και το σοβιετικό κιτς. Μία περιορισμένης έκδοσης συλλογή, εμπνευσμένη από τις γυναίκες, κυκλοφορεί το ηλεκτρονικό κατάστημα Net-A-Porter για τον εορτασμό της Ημέρας της Γυναίκας. Photos from https://www.finder.com.au/net-a-porter-international-womens-day-collection-2020 Η εταιρεία συνεργάστηκε με 20 σχεδιαστές και οίκους, όπως τη Stella McCartney, Ganni, Off White, Bella Freud, Rosie Assoulin και Chloe, για να λανσάρει 20 μοναδικά σχέδια σε T-shirts. Κάθε ένα απ' αυτά αποτελεί και ένα προσωπικό μήνυμα, μία προσωπική εμπειρία του σχεδιαστή ή του οίκου που το υπογράφει σχετικά με τη γυναικεία δύναμη. Όλα τα έσοδα από τις πωλήσεις θα διατεθούν στον οργανισμό Women for Women International, ο οποίος εδώ και 25 χρόνια έχει βοηθήσει πάνω από 462.000 που ζουν σε περιοχές που έχουν πληγεί από πολέμους και άλλες καταστροφές, προκειμένου να αρχίσουν και πάλι τη ζωή τους. Τ Είναι η τρίτη χρονιά που το Net-a-porter ενώνει τις δυνάμεις του με τον οργανισμό. Από όλους τους συμμετέχοντες ζητήθηκε να εκφράσουν μέσα από το T-shirt που θα σχεδιάσουν τη γυναικεία δύναμη. Το σχέδιο της συνεργασίας Net-a-porter με την Ninety Percent, για παράδειγμα, λέγεται "Incredible Women", αυτό του The Attico, "Let your Hair Down" και εμπνέει τις γυναίκες να νιώθουν άνετα με τον εαυτό τους. Η Stella McCartney χρησιμοποιεί την ιδέα του sisterhood και χρησιμοποιεί σχέδιο από την φετινή χειμερινή συλλογή της, όπου οι γυναίκες ενώνονται και δείχνουν την αγάπη τους για τη γη. Οι τιμές των T-shirts καθορίστηκαν αποκλειστικά από τους συμμετέχοντες δημιουργούς , καθώς όλοι ανέλαβαν όχι μόνο να τα σχεδιάσουν αλλά και να τα φτιάξουν κι έτσι το κόστος, το οποίο εξαρτάται από τα υλικά και τη διαδικασία παραγωγής της κάθε μπλούζας.
"Αυτή η καμπάνια σημαίνει πολλά για μας" δήλωσε στον Τύπο, η Αλισον Λοένις πρόεδρος των Net-a-porter. "Είναι μεγάλη τιμή το να συγκεντρώνουμε χρήματα για το Women for Women International και μάλιστα ενώνοντας τόσες δημιουργικές γυναίκες από τη βιομηχανία μας." |