XΡΥΣΟΥΛΑ ΚΑΤΣΑΡΟΥ // DISTAFF • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΕΣ Το Distaff συναντά την εκπαιδευτικό και συγγραφέα Έλενα Χουσνή η οποία μας αποκαλύπτει ένα «χούι» της, αυτό να παρατηρεί τους ανθρώπους γύρω της και την συνήθεια της να φτιάχνει ιστορίες για τις ζωές τους. Φωτογραφίες: Ελεάννα Κωνσταντάκη Από τη δημοσιογραφία στη συγγραφή. Πόσο μακρύς είναι αυτός ο δρόμος και τι σε έκανε να αλλάξεις επαγγελματική ρότα; Δεν ξέρω καν αν είναι αλλαγή δρόμου. Θα έλεγα ότι είναι απλώς διαφορετική λωρίδα. Είναι σίγουρα διαφορετικά είδη λόγου. Στην δημοσιογραφία κάνεις καταγραφή. Κοφτή, χωρίς φιοριτούρες περιγραφή της είδησης. Χωρίς ερμηνείες. Η δημοσιογραφία δεν είναι ερμηνευτικό εργαλείο, σε πρώτη ανάγνωση. Όμως κάθε καταγραφή συστηματική, οδηγεί μοιραία σε ερμηνείες. Συμπεριφορών, τάσεων, στάσεων απέναντι σε κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά ζητήματα, ζητήματα σχέσεων. Στην συγγραφή η καταγραφή γίνεται με άλλη διαδικασία. Δεν καταγράφεις την είδηση, αλλά το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή «παράγεται». Είσαι ένας παρατηρητής. Φτιάχνεις το κάδρο εξ αρχής. Επινοείς κόσμους. Φτιάχνεις ήρωες και τους κινείς προς εκεί που θέλεις να πάνε. Και η δημοσιογραφία και η συγγραφή αφηγούνται ιστορίες. Η πρώτη καθημερινότητας η δεύτερη τεχνητής καθημερινότητας. Όταν εργαζόμουν ως δημοσιογράφος, ένας παλιός συνάδελφος, πεπειραμένος και πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος που έγραφε εξαιρετικά, μου είχε πει ότι «οι αποτυχημένοι λογοτέχνες γίνονται δημοσιογράφοι». Δεν ξέρω αν έχει δίκιο. Εννοούσε φαντάζομαι τον καημό να πεις μια ιστορία με τρόπο που να έχει σημασία για τον αναγνώστη. Αυτό όμως συμβαίνει και στους δύο χώρους. Επίσης, πρέπει να πω ότι χάρη στην δημοσιογραφική μου θητεία απέκτησα και μια σημαντική εμπειρία στα ερευνητικά εργαλεία που είναι εξαιρετικά χρήσιμη. Το να ξέρεις πώς να ψάξεις για οποιοδήποτε θέμα, πως να αναζητήσεις την πληροφορία, είτε μέσα από τους θεσμικούς δρόμους, είτε από την έρευνα δρόμου, είναι σημαντική γνώση και με έχει βοηθήσει σημαντικά. Διδασκαλία και συγγραφή. Συνδέονται με κάποιο τρόπο; Και πάλι θα πω ότι υπάρχουν κοινά σημεία. Και στην διδασκαλία έχεις ένα ακροατήριο. Ειδικά στο νηπιαγωγείο. Στο δημοτικό και στις άλλες βαθμίδες είναι διαφορετική η προσέγγιση αλλά στο νηπιαγωγείο είναι ακόμη πολύ έντονη στα παιδιά η καταφυγή σε φανταστικούς κόσμους. Είτε για να αντιμετωπίσουν τα άγχη τους και να πετύχουν την ισορροπία που τους καθησυχάζει, είτε γιατί νιώθουν πιο όμορφα σε αυτούς αλλά πάντως και γιατί δεν έχει ακόμη ξεκινήσει η διαδικασία της δημιουργικής «δολοφονίας» που πολλές φορές συντελείται στην σχολική ζωή. Ο τρόπος διδασκαλίας στο νηπιαγωγείο είναι παιγνιώδης, είναι συμμετοχικός. Ιστορίες φτιάχνουμε, κόσμους φτιάχνουμε , ήρωες φτιάχνουμε, αλλάζουμε το τέλος των ιστοριών, επινοούμε πολλαπλούς τρόπους ανάγνωσης ακόμη και τον πιο μικρών και ασήμαντων πραγμάτων. Τα παιδιά σε αυτή την ηλικία είναι μάστορες στο να φτιάχνουν ιστορίες. Άρα, αν κάτι έχω να πω για την σχέση διδασκαλίας και συγγραφής είναι ότι διδάσκομαι συγγραφικά και ζηλεύω αφόρητα την φαντασία και την ελευθερία στην σκέψη τους. Ως μαμά μαθητών δευτεροβάθμιας πλέον, έχω παρατηρήσει πως το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν ενθαρρύνει καθόλου τη δημιουργική γραφή, εσύ ως εκπαιδευτικός πώς θα ήθελες να διδάσκεται η γραφή στα σχολεία; Εκείνο που είναι εντυπωσιακό και ως νηπιαγωγός το έχω δει πολλές φορές είναι η τεράστια αγάπη που έχουν τα παιδιά σε αυτές τις ηλικίες για το βιβλίο. Μια αγάπη η οποία «πεθαίνει» με το που μπαίνουν στην πιο τυπική διαδικασία της πρώτης σχολικής βαθμίδας. Φυσικά γενικεύω αυτή τη στιγμή γιατί υπάρχουν και πολλά παιδιά που αγαπούν το διάβασμα και συνεχίζουν να διαβάζουν. Και μόνο η διάκριση σε σχολικά και εξωσχολικά βιβλία θα έπρεπε να μας προβληματίζει. Αυτομάτως δημιουργεί μια αντίθεση. Ότι δηλαδή το βιβλίο που δεν είναι στην σχολική ύλη, το λογοτεχνικό δηλαδή, είναι κάτι που δεν χωρά στο σχολείο. Πρόκειται για ένα βασικό λάθος στρατηγικής και προσέγγισης στο πως περνούμε στα παιδιά την ιδέα της αναγνωστικής διαδικασίας. Τα βάζουμε στο πνιγηρό δίπολο του χρήσιμου και μη χρήσιμου διαβάσματος. Αυτό που πρέπει να δουλεύουμε είναι η αγάπη για την ανάγνωση. Η γραφή έρχεται μετά για όσα παιδιά θα θελήσουν, θα νιώσουν την ανάγκη να αποτυπώσουν τις σκέψεις τους. Αλλά η καλλιέργεια αναγνωστικών συνηθειών και η αγάπη για την λογοτεχνία απαιτεί μια άλλη προσέγγιση. Και προϋποθέτει ένα σχολείο που δεν θα ετοιμάζει υποψηφίους για τις Πανελλαδικές αλλά δημιουργικούς ανθρώπους. Πώς βρέθηκες στην Σάμο; Με δύο λέξεις, είμαι «ερωτικός μετανάστης»! Πού αντλείς τα θέματα σου; Ποια θεματολογία σε απασχολεί περισσότερο; Από γύρω μου. Άλλοτε από ζητήματα που απασχολούν εμένα ως άνθρωπο, άλλοτε μπορεί να γίνει αφορμή κάτι πολύ μικρό, σχεδόν ασήμαντο, μια ανθρώπινη χειρονομία, η έκφραση ενός προσώπου, ένα σκηνικό στον δρόμο την ώρα που περπατώ. Μου αρέσει να παρατηρώ τους ανθρώπους γύρω μου. Συνηθίζω να φτιάχνω υποθετικές ιστορίες για τις ζωές τους. Αυτό το χούι το έχω από μικρή. Επίσης -και εδώ ίσως έρχεται και η επιρροή της δημοσιογραφίας - παρακολουθώ και με εμμονική προσήλωση την επικαιρότητα. Η ανάγνωση εφημερίδων και η καθημερινή ενημέρωση παραμένουν βασικές ανάγκες και ρουτίνες μου. Επομένως μέσα από αυτή την καταγραφή, ειδικά στους καιρούς μας, αντλώ θέματα. Θα πρέπει, ωστόσο, μέσα στον κυκεώνα των ειδήσεων, να υπάρξει αυτή που θα μου προκαλέσει το ενδιαφέρον. Και το κουβάρι αρχίζει να τυλίγεται ή να ξετυλίγεται… Υπάρχει κάποιο βιβλίο σου που σε δυσκόλεψε περισσότερο στην έρευνα και στην αποτύπωση; Ναι. «Το παιδί με τη ριγέ μπλούζα». Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με θέμα την παιδική πορνογραφία. Ήταν πραγματικά μια διαδικασία, τόσο της έρευνας όσο και της συγγραφής, εξαιρετικά ψυχοφθόρα η οποία μου άφησε και σωματικά προβλήματα από την ένταση και την στενοχώρια όσων βίωσα. Στην έρευνα χρειάστηκε να διαβάσω ιατροδικαστικές εκθέσεις κακοποιημένων παιδιών, να μιλήσω με θύματα σεξουαλικής κακοποίησης από τους γονείς τους, να μιλήσω με ανθρώπους που έχουν έρθει κοντά σε κακοποιημένα παιδιά, κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους κτλ. Όλη αυτή η ερεβώδης πραγματικότητα την έκταση της οποίας δεν φανταζόμουν καν όταν ξεκινούσα, ήρθε κάποια στιγμή και κόντεψε να με καταπιεί. Γιατί αδυνατεί το μυαλό σου να συλλάβει και να κατανοήσει το μέγεθος της ανθρώπινης κτηνωδίας. Αλλά και στην συγγραφή ήταν δύσκολο για μένα να φορέσω τα «παπούτσια» ενός παιδεραστή. Να μιλήσω μέσα από τους ήρωες μου σαν παιδεραστής, σήμαινε να μπω στο μυαλό του. Πώς το κάνεις αυτό όμως; Φωτογραφίες: Ελεάννα Κωνσταντάκη Πόσο δύσκολο είναι να αποτυπωθεί τελικά η αρχική ιδέα στο χαρτί; Είναι μια διαδικασία εξελικτική που έχει παγίδες, είναι γεμάτη γωνιές που δεν ξέρεις που θα σε βγάλουν μόλις αποφασίσεις να στρίψεις, οι εκπλήξεις είναι περισσότερες από τα δεδομένα, και οι κακοτοπιές καραδοκούν εάν δεν προσέξεις. Δεν είναι εύκολη η συγγραφή. Υπάρχει μια αντίληψη, την συναντώ σε συζητήσεις που κάνω με αναγνώστες ότι η δημιουργικότητα της όλης διαδικασίας αρκεί από μόνη της για να την μετατρέψει σε κάτι μαγικό. Αυτή είναι μια αντίληψη που μάλλον έχει καλλιεργηθεί από παθιασμένους αναγνώστες και από ρομαντικές κινηματογραφικές σκηνές. Ο συγγραφέας δεν έχει, τουλάχιστον στην χώρα μας, την πολυτέλεια της επιβίωσης από την συγγραφή. Στριμώχνει λοιπόν τον χρόνο του για να κάνει αυτό που αγαπά. Αυτό επηρεάζει και την ίδια την διαδικασία. Σε ό,τι αφορά τώρα την αποτύπωση της αρχικής ιδέας – και μιλώ για τον τρόπο που λειτουργεί σε μένα- σπανίως η αρχική ιδέα καταλήγει με την αρχική προσέγγισή της στο τέλος του βιβλίου. Υπάρχει μια νεφελώδης, αρχικά, προσέγγιση που έχει να κάνει με το γιατί θέλω να πω μια ιστορία. Καθ` οδόν όμως σχεδόν όλα, ή εν πάσει περιπτώσει πολλά θα ανατραπούν, θα καούν ή θα αναγεννηθούν, θα προβοκάρουν τον εαυτό τους, θα αναιρεθούν. Μαζί τους κι εγώ ως σιωπηλός μαριονετίστας που χάνει τον έλεγχο των κινήσεων. Όλο αυτό είναι στ`αλήθεια εξαιρετικά , απίθανα διεγερτικό, εγκεφαλικά, ψυχολογικά και τελικά και συγγραφικά. Έχεις αγαπημένες ώρες και γωνιές για να γράφεις; Δυστυχώς δεν έχω την πολυτέλεια του χρόνου και του τόπου. Εννοώ πώς η καθημερινότητα δεν επιτρέπει επιλεκτικές συνήθειες κατά πώς βολεύει, αλλά κατά πώς «περισσεύει». Γράφω οπουδήποτε και οποιαδήποτε ώρα. Κυρίως βραδινές. Αφενός γιατί τότε υπάρχει χρόνος και αφετέρου γιατί είμαι κατεξοχήν βραδινός τύπος. Λειτουργώ καλύτερα μεταμεσονύκτια. Πρακτικά αυτό είναι βάσανο γιατί το ξυπνητήρι δεν αστειεύεται. Κάπως όμως βρίσκεται ο τρόπος να γίνει και αυτό. Όπως συμβαίνει πάντα με ό,τι αγαπάς. Μίλησε μας για το τελευταίο σου βιβλίο, την «Κλίμακα F». Πώς θα το περιέγραφες; Μάλλον θα έλεγα ότι πρόκειται για ένα πολιτικό θρίλερ με στοιχεία αστυνομικής πλοκής. Υπάρχει ένας φόνος που αποτελεί το σημείο εκκίνησης για μια έρευνα που όμως ξεπερνά την δολοφονία και επεκτείνεται σε ένα πολιτικό σκηνικό που καταρρέει. Η Κλίμακα F, μιλά στην ουσία για δύο θέματα. Πρώτον για την διαδικασία με την οποία μια κοινωνία, αλλά κυρίως ένας άνθρωπος μπορεί να φτάσει σε ακραίες συμπεριφορές, και δεύτερον για τους μηχανισμούς χειραγώγησης που η εξουσία, πολιτική, οικονομική, η εκάστοτε ελίτ χρησιμοποιεί. Μηχανισμοί που σήμερα έχουν γίνει πιο περίπλοκοι, σκιώδεις και άρα πιο επικίνδυνοι γιατί κάποιες φορές είναι σχεδόν αδύνατος ο εντοπισμός τους. Το βιβλίο αναδεικνύει και το πώς η χρήση των μέσων δικτύωσης και του διαδικτύου χειραγωγεί την κοινή γνώμη. Πώς πιστεύεις ότι μπορούμε να το διαχειριστούμε αυτό; Ποιος ο ρόλος της δημοσιογραφίας σήμερα; Πολλοί κατηγορούν τους δημοσιογράφους επίσης για χειραγώγηση, συμφωνείς; Πάντα η γνώση είναι το αντίδοτο στην χειραγώγηση. Η λογική και διεισδυτική ματιά πάνω σε ό,τι συμβαίνει. Η αποφυγή εύκολων συμπερασμάτων. Να μην καταφεύγουμε με τέτοια ευκολία – επικίνδυνη ευκολία- σε συνωμοσιολογικά σενάρια, να αντιλαμβανόμαστε ότι ζούμε σε ένα κόσμο που δεν περνά την καλύτερη εποχή του και μέσα σε αυτή την αναμπουμπούλα μοιραία αυξάνονται οι λύκοι που χαίρονται. Όλα αυτά τα ζητήματα θίγονται μέσα στο βιβλίο. Και βέβαια ο ρόλος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Όχι σε μια προσπάθεια δαιμονοποίησής τους, αλλά επισήμανσης ότι μπορούν να αποτελέσουν και αποτελούν οδούς διοχέτευσης πληροφορίας που σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι καθόλου «αθώα» και πάντως επιχειρεί να διαμορφώσει μια συλλογική αντίδραση ή στάση απέναντι σε σημαντικά θέματα. Θα πρέπει να έχουμε έναν εγκεφαλικό συναγερμό σε ετοιμότητα. Να υπερνικήσουμε την καλοκάγαθη αφέλεια που καμιά φορά μας χαρακτηρίζει. Σε ό,τι αφορά την δημοσιογραφία, έναν χώρο που αγαπώ ιδιαίτερα, θα πω ότι η κριτική που δέχεται είναι συντριπτικά άδικη πολλές φορές. Το τσουβάλιασμα που γίνεται αδικεί πολλούς και πολύ καλούς δημοσιογράφους. Είναι όμως θύμα των καιρών και αυτή. Των καιρών που έχουν αποσύρει την ψήφο εμπιστοσύνης από τους θεσμούς. Την πολιτική, την δημοσιογραφία, το κράτος εν γένει. Εδώ η ζημιά που έχει γίνει είναι μεγάλη και πάει σε βάθος χρόνου πίσω και σε μέγεθος ζημίας πολύ μπροστά. Θα πρέπει να βρούμε τρόπο να επουλώσουμε τις πληγές και να ξαναχτίσουμε μια σχέση εμπιστοσύνης από την αρχή. Είναι αναγκαίο αυτό για την ζωή μας και κυρίως για την ίδια την δημοκρατία. Έχεις κάποιο αγαπημένο βιβλίο ή αγαπάς εξίσου «όλα σου τα παιδιά;» Πολλές φορές όταν θέλω να πειράξω την μαμά μου, την ρωτώ ποιο από τα τρία παιδία της αγαπά πιο πολύ. Πάντα μου λέει «παιδί μου όποιο δάχτυλο και να κόψεις από το χέρι, το ίδιο θα πονέσει». Την αγαπώ αυτή την απόκρισή της. Είναι δύσκολο για κάποιον που γράφει να πει ότι προτιμά ένα βιβλίο του, ένα παιδί του τελικά. Μα έχω μια ιδιαίτερη συναισθηματική σχέση, που αφορά περισσότερο την έρευνα και τις συγκλονιστικές στιγμές που έζησα σε αυτήν, με τις «Καταραμένες Πολιτείες», ένα βιβλίο που έχει βέβαια αναφορά και στον τόπο που ζω, την Σάμο. Το αναγνωστικό κοινό μειώνεται όλο και περισσότερο. Που πιστεύεις ότι οφείλεται αυτό; Αισιοδοξείς για το μέλλον; Είμαι φύσει αισιόδοξος άνθρωπος επομένως ναι, αισιοδοξώ και για το θέμα της φιλαναγνωσίας. Κοιτάξτε, το αναγνωστικό κοινό ήταν πάντα ένα μικρό ποσοστό της κοινωνίας. Όμως αναγνωστικό κοινό δεν μπορεί να θεωρείται μόνο το κομμάτι που διαβάζει λογοτεχνία. Ξέρω πολλούς που διαβάζουν ιστορία για παράδειγμα, ή πολιτικά δοκίμια ή εφημερίδες. Όλοι αυτοί αποτελούν τον ευρύ πυρήνα των αναγνωστών που μπορεί να έχουν παγιωμένες προτιμήσεις ή να αλλάζουν προτιμήσεις όσο ωριμάζουν αναγνωστικά. Επίσης, την περίοδο του εγκλεισμού, από το δικό μου, μικρό έστω δείγμα του κοινωνικού μου περίγυρου, γνωρίζω πολλούς ανθρώπους που επανήλθαν στο διάβασμα ή το ξεκίνησαν. Εκείνο που πρέπει κυρίαρχα να αναζητούμε είναι γιατί δεν διαβάζουν οι άνθρωποι και να δούμε αν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι` αυτό. Ετοιμάζεις κάτι νέο αυτήν την εποχή; Υπάρχει κάποιο είδος με το οποίο θα ήθελες να ασχοληθείς; Ο τελευταίος χρόνος ήταν χρόνος συγγραφικών πειραματισμών για μένα. Δοκίμασα τον εαυτό μου και τις συγγραφικές μου αντοχές σε διάφορα είδη και ήταν πολύ ενδιαφέρον για μένα. Από όλη αυτή την διαδικασία έχει προκύψει μια νουβέλα που είναι στον προγραμματισμό για έκδοση τον Νοέμβριο και αρκετά άλλα γραπτά που είναι σε αναμονή να πάρουν τον δρόμο τους ή να μείνουν στα ηλεκτρονικά τους συρτάρια. Μεταξύ αυτών, απόλαυσα πραγματικά την συγγραφή ενός παιδικού παραμυθιού. Ένα είδος με το οποίο θέλω πολύ να ασχοληθώ.
0 Comments
Leave a Reply. |