XΡΥΣΟΥΛΑ ΚΑΤΣΑΡΟΥ // DISTAFF • ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ «Τζιν τζιν τζιν, τζιν τζιν τζιν, Πώς του πάν’ καλέ τα τζιν» τραγουδούσε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και η αλήθεια πως όλοι μας έχουμε φορέσει τζιν, ακόμα και αν δεν είναι καθημερινή μας συνήθεια. Η ιστορία του ξεκινάει από την εποχή του Κολόμβου- καθώς μία εκδοχή θέλει τα πανιά στις καραβέλες Νίνα, Πίντα και Σάντα Μαρία, με τις οποίες έφτασε το 1492 στον Νέο Κόσμο ο Χριστόφορος Κολόμβος να είναι από ύφασμα παρόμοιο με τζιν- φτάνει σαν παντελόνι εργασίας στους χρυσοθήρες της Καλιφόρνιας για να βρεθεί στις παριζιάνικες πασαρέλες από τον Υβ Σεν Λοράν το 1970 και στις ντουλάπες μας. Photo by Jason Leung on Unsplash Tρεισήμισι περίπου αιώνες αργότερα, το 1853, ένας 20χρονος Βαυαρός μετανάστης, ο Λιβάι Στράους, ξεκίνησε από τη Νέα Υόρκη για την Καλιφόρνια, ακολουθώντας το ρεύμα των χρυσοθήρων. Πωλούσε το ανθεκτικό καραβόπανο, που είχε χρησιμοποιήσει ο Κολόμβος, για την κατασκευή σκηνών και σκεπάστρων για τα βαγονέτα. Αυτό που χρειάζονταν, όμως, περισσότερο οι χρυσοθήρες ήταν ρούχα που να αντέχουν στις δοκιμασίες της Άγριας Δύσης. Ο θρύλος θέλει έναν χρυσωρύχο να ρωτάει τον Στράους για τα εμπορεύματά του και όταν εκείνος απάντησε ότι πουλούσε ανθεκτικό καραβόπανο για τα αντίσκηνα που έστηναν, ο χρυσωρύχος του απάντησε «Έπρεπε να μας είχες φέρει παντελόνια!». Θέλοντας να ικανοποιήσει τις ανάγκες του εμπορίου, ο Στράους χρησιμοποίησε το ανθεκτικό ύφασμα για να κατασκευάσει παντελόνια και σαλοπέτες για τους εργάτες. Σύντομα, όμως, οι χρυσοθήρες άρχισαν να διαμαρτύρονται ότι το σκληρό καραβόπανο τους προκαλούσε διάφορους ερεθισμούς. Για τον λόγο αυτό, ο Στράους αποφάσισε να αντικαταστήσει το ύφασμα με ένα γαλλικό βαμβακερό, διαγώνιας ύφανσης, το οποίο ονομαζόταν Serge de Nimes κι έγινε γνωστό ως ντένιμ. Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι εργάτες στα ορυχεία ήταν ότι οι τσέπες τους σκίζονταν εύκολα. Τη λύση σκέφτηκε ένας πελάτης του Στράους, ο Τζέικομπ Ντέιβις, και δεν ήταν άλλη από τις μεταλλικές κόπιτσες που φέρουν και τα σημερινά τζινς. Όμως, δεν διέθετε τα απαραίτητα χρήματα για να κατοχυρώσει την ιδέα του. Πρότεινε, λοιπόν, στον Λιβάι Στρλαους να πληρώσει εκείνος για την πατέντα και να μοιραστούν τα κέρδη από την εμπορική εκμετάλλευσή της. Το πρώτο παντελόνι με κόπιτσες πωλήθηκε στις 20 Μαΐου του 1874, στην τιμή των 13 δολαρίων η δωδεκάδα. Τα πρώτα τζιν, έως τις αρχές του 1860, ήταν μπεζ, αλλά ήδη είχαν τον κωδικό 501. Τότε ήταν που κυριάρχησε το μπλε, καθώς είναι το χρώμα που λερώνεται λιγότερο. Η δερμάτινη ετικέτα, που απεικονίζει δύο άλογα να τραβούν ένα τζιν-σύμβολο του πόσο ανθεκτικά ήταν τα Levi’s προϊόντα- προστέθηκε στο πίσω μέρος του παντελονιού το 1886. Η κόκκινη μίνι ετικέτα στην αριστερή τσέπη προστέθηκε ως χαρακτηριστικό trademark λίγα χρόνια αργότερα. Photo by Ricardo Gomez Angel on Unsplash Όταν το 1890 η πατέντα των Ντέιβις και Στράους έληξε, άλλοι βιοτέχνες εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία. Η OshKosh B’Gosh μπήκε στην αγορά το 1895, η Blue Bell (αργότερα γνωστή ως Wrangler) το 1904, και η Lee Mercantile το 1911. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Lee Union-Alls jeans προμήθευε σχεδόν αποκλειστικά όλους τους εργάτες.
Ο Λίβαι Στράους πέθανε σε ηλικία 73 ετών στο Σαν Φρανσίσκο χωρίς να έχει νυμφευθεί ποτέ. Άφησε την επιχείρησή του στους 4 ανιψιούς του, τον Τζέικομπ, τον Σίγκμουντ, τον Λούις και τον `Ειμπραχαμ Στερν, γιους της αδελφής του Φάννυ και του συζύγου της, Ντέιβιντ Στερν. Επίσης, άφησε κληροδοτήματα σε φιλανθρωπικά ιδρυματα, όπως το Pacific Hebrew Orphan Asylum και το Roman Catholic Orphan Asylum. Η συνολική περιουσία του την εποχή του θανάτου του εκτιμήθηκε στα 6 εκατομμύρια δολάρια περίπου ή περί τα 122 εκατομμύρια ευρώ σε σημερινές (2014) τιμές. Τα επόμενα χρόνια, το τζιν παρέμεινε ένα ρούχο εργασίας, ωστόσο το Χόλυγουντ έδωσε αίγλη στο blue jean στις δεκαετίες του ’20 και του ’30, μέσα από τις ταινίες western με πρωταγωνιστές όπως ο Τζον Γουέιν και ο Γκάρι Κούπερ. Σταρ της εποχής όπως Τζίντζερ Ρότζερς και η Κάρολ Λόμπαρντ έδειξαν στις γυναίκες πως μπορούν να τα εντάξουν και εκείνες στη καθημερινότητά τους. Στη δεκαετία του ’30 η Vogue αναγνώρισε επίσημα τα jeans και, κατά συνέπεια, τα εδραίωσε στον κόσμο της μόδας αποκαλώντας τα «Western chic», ενώ το 1942 η Αμερικανίδα σχεδιάστρια Claire McCardell πούλησε πάνω από 75.000 κομμάτια του denim «Popover» φορέματός της. Στη δεκαετία του '50 η εξέγερση των νέων ενάντια στον κοινωνικό κομφορμισμό έφερε τη μαζική εξάπλωσή του. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η ταινία «Επαναστάτης χωρίς αιτία» (1955) με πρωταγωνιστή τον Τζέιμς Ντιν. Μία έρευνα το 1958 στις Η.Π.Α. αποκάλυπτε ότι το 90% των νέων φορούσε το τζιν σε όλες τις περιστάσεις. Οι hippies και οι διαδηλωτές των 60s και 70s φορούσαν τα jeans ως ένδειξη υποστήριξης στην εργατική τάξη. Φεμινίστριες και υποστηρικτές των δικαιωμάτων των γυναικών έβαλαν τα jeans τους προκειμένου να προάγουν την ισότητα των φίλων. Μέχρι το 1960 το jean αποτελούσε σύμβολο ενάντια στο κατεστημένο, με αποτέλεσμα αρκετά σχολεία να το απαγορεύσουν. Το 1970, ο Υβ Σεν Λοράν το έβαλε στις πασαρέλες για να ακολουθήσουν τα τζιν του Calvin Klein ενώ μέχρι τη δεκαετία του ’90 οίκοι όπως Versace, Dolce & Gabbana και Dior είχαν ήδη μπει δυναμικά στον κόσμο του denim Το 2000 το περιοδικό Time ονόμασε τα Levi’s 501 τζιν το αντικείμενο μόδας του 20ού αιώνα.
0 Comments
|