Η Θεοφανώ Σκλήραινα (960 – 15 Ιουνίου 991) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν η σύζυγος του Όθωνα Β΄, αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και μητέρα του Όθωνα Γ΄ του επονομαζόμενου και «θαύμα του κόσμου». Μετά τον θάνατο του άνδρα της, κυβέρνησε τόσο καλά, ώστε ο ιστορικός Γκήζενμπρεχτ να γράψει: «ένας ικανός άνδρας σε παρόμοια θέση είναι ζήτημα αν θα κατόρθωνε περισσότερα!». Στα τέλη του 10 αι. μ.Χ. οι σχέσεις Ανατολής και Δύσης ήταν τεταμένες και εμπόλεμες. Βασική αιτία ήταν οι κτήσεις του Βυζαντίου στη Νότια Ιταλία, τις οποίες, όμως, διεκδικούσε και ο Γερμανός βασιλιάς Όθων ο Α΄. Αφού οι μακροχρόνιες πολεμικές συγκρούσεις δεν έφερναν αποτέλεσμα, τελικά οι αντίπαλοι αποφάσισαν να δώσουν χώρο στην διπλωματία και στην σύναψη συνθήκης ειρήνης και συμμαχίας, που έπρεπε, σύμφωνα με τα ήθη της εποχής εκείνης, να επικυρωθεί και με έναν γάμο, ο οποίος θα «έδενε» με συγγένεια τους βασιλικούς οίκους των δύο κρατών. Το όνειρο του Όθωνα Α’ (912-973), δούκα της Σαξονίας και βασιλιά της Γερμανίας και Ιταλίας, να παντρέψει τον γιο του Όθωνα Β’ με μια Ελληνίδα πριγκίπισσα , ως επικύρωση της συνθήκης ειρήνης και συμμαχίας, εκπληρώθηκε το 972, μετά από επίπονες και χρονοβόρες διαβουλεύσεις. Πράγματι, στις 14 Απριλίου 972 μ.Χ. ο Όθωνας Β΄, ως νέος αυτοκράτορας της «Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους», παντρεύτηκε την Θεοφανώ στην βασιλική του αγίου Πέτρου στην Ρώμη, από τον πάπα Ιωάννη ΙΓ’ (965-972), που την έστεψε και αυτοκράτειρα. Η Θεοφανώ δεν ήταν πορφυρογέννητη. Πολλές προσπάθειες έχουν γίνει για την εύρεση της καταγωγής της, καθώς το πρόσωπό της απουσιάζει από τις ελληνικές πηγές. Επικρατέστερη εκδοχή είναι, ότι κατάγονταν από την οικογένεια των Σκληρών και ήταν ανιψιά του Ιωάννη Τσιμισκή από τον πρώτο του γάμο. Νεότερη έρευνα έχει καθιερώσει την Θεοφανώ ως κόρη της Σοφίας Φωκά, εξαδέλφης του Τσιμισκή και ανιψιά του Νικηφόρου Φωκά. Μετά τον γάμο της, την 14χρονη Θεοφανώ ακολούθησε στην νέα της πατρίδα, την Γερμανία, πολυπληθής συνοδεία από την Κωνσταντινούπολη, την οποία αποτελούσαν άνθρωποι της Εκκλησίας, των Γραμμάτων και των Τεχνών, Άρχοντες και αυλικοί. Μαζί της πήρε και λείψανα Αγίων, για ευλογία στην νέα της ζωή. Μεταξύ αυτών ήταν και λείψανα του Αγ. Παντελεήμονος από την Νικομήδεια της Μ.Ασίας, σκοπεύοντας να τα φυλάξει σε ναό που θα έκτιζε στην νέα της πατρίδα, στην μνήμη του Αγίου. Έτσι συνέβαλε στο κτίσιμο του μεγαλοπρεπούς αυτού ναού στην Κολωνία, κατά τα βυζαντινά αρχιτεκτονικά πρότυπα, προς τιμήν του θεραπευτού Αγίου Παντελεήμονος. Ο ναός αυτός αφιερώθηκε επίσης και στην μνήμη των Αγίων Αναργύρων, Κοσμά και Δαμιανού. Οι Γερμανοί εντυπωσιάσθηκαν από την Θεοφανώ. Παρά το νεαρό της ηλικίας της, είχε μόρφωση, καλλιέργεια, αγαθότητα αλλά και λεπτή και ευγενική ανατροφή. Έτσι κέρδισε γρήγορα τον θαυμασμό και την εκτίμηση του πεθερού, του συζύγου, της κουνιάδας της Ματθίλδης (πρώτη πριγκίπισσα-ηγουμένη του Κέντλινμπεργκ, Μητροπολίτισσα και μία από τις πιο ισχυρές γυναίκες του 10ου αιώνα καθώς ήταν μία από τις τρεις dominae imperiales της Σαξονίας) και των απλών υπηκόων της. Η νεαρή Ελληνίδα αυτοκράτειρα μετέφερε και εισήγαγε στην γερμανική αυλή την λεπτεπίλεπτη εθιμοτυπία και την πολυτέλεια του Βυζαντίου, κι επίσης έθεσε τις βάσεις της μελέτης των Ελληνικών Γραμμάτων και των Τεχνών στην Γερμανία. Θεωρήθηκε ωστόσο ότι αυτή εισήγαγε το πιρούνι στην Δυτική Ευρώπη. Οι χρονογράφοι περιγράφουν με ζωηρά χρώματα την κατάπληξη των Γερμανών, όταν «η Θεοφανώ χρησιμοποιούσε ένα διπλό χρυσό δόντι για να φέρει το φαγητό στο στόμα της», αντί να χρησιμοποιεί τα χέρια της όπως ήταν ο κανόνας. Όμως, στις τάξεις των Γερμανών ευγενών και των αυλικών του γερμανικού κράτους, η άφιξη της Θεοφανούς στην Γερμανία αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία, η οποία έφτανε στα όρια της εχθρότητας. Οι δυτικοί είχαν πολύ συγκεκριμένες προκαταλήψεις απέναντι στους Έλληνες εκείνη την εποχή. Έτσι η Θεοφανώ, παρά την αγάπη και την εκτίμηση που έτρεφαν για αυτήν οι απλοί υπήκοοί της, γι’ αυτό που πραγματικά ήταν, έπεσε θύμα της ζηλόφθονης κακεντρέχειας των δυτικών μεσαιωνικών και σύγχρονων χρονογράφων. Ο Βενεδικτίνος χρονογράφος Άλμπερτ του Μετς την περιγράφει ως μία δυσάρεστη γυναίκα που μιλούσε πολύ. Επικρινόταν επίσης για παρακμιακή συμπεριφορά, αφού ήθελε να κάνει μπάνιο κάθε μέρα και να φορά πολυτελή φορέματα και κοσμήματα. Βέβαια, δεν έλειπαν και οι θετικές κρίσεις δυτικών χρονογράφων της εποχής εκείνης για την αυτοκράτειρα Θεοφανώ, όπως αυτή του γνωστού για το έργο του Thietmar του Merseburg, που αναφέρει για την βασίλισσα: «Αν και η Θεοφανώ ανήκε στο ευαίσθητο φύλο, η μετριοφροσύνη της, η πίστη και ο τρόπος ζωής της ήταν εξαιρετικά, κάτι σπάνιο στην Ελλάδα. Διατηρώντας την μοναρχία του γιού της με ανδρική επιστασία, ήταν πάντα ευμενής και φιλάνθρωπος προς τους νομιμόφρονες, αλλά τρομακτική και νικηφόρα στους ταραχοποιούς (ή επαναστάτες).» Η Θεοφανώ υπήρξε υποδειγματική στην ανατροφή των παιδιών της και φρόντιζε κατά τον καλύτερο τρόπο για τα συμφέροντα του υιού της Όθωνα του Γ΄. Η Αδελαΐδα, μητέρα του Όθωνα Β΄, τον πίεζε να εισβάλει στις βυζαντινές επαρχίες της Ιταλίας, ενέργεια που ήταν αντίθετη με τους όρους της συνθήκης ειρήνης και τους λόγους του συνοικεσίου. Προφανώς, ήλπιζε με αυτό τον τρόπο να εξωθήσει την νύφη της να εγκαταλείψει την γερμανική αυλή. Αυτό όμως επέφερε τελικά την καταστροφή του Όθωνα Β΄, ο οποίος εισέβαλε στις ελληνικές επαρχίες της Νότιας Ιταλίας τον Μάρτιο του 982, αλλά η εκστρατεία δεν εξελίχθηκε όπως περίμενε. Μόλις και μετά βίας κατάφερε να ξεφύγει και να σωθεί τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, μετά την ολοκληρωτική διάλυση του στρατού του και να επιστρέψει μεταμφιεσμένος στην Ρώμη. Προετοίμαζε εκεί μια δεύτερη εκστρατεία εναντίον των ελληνικών επαρχιών, όταν έφθασε η είδηση ότι οι σλαβικές φυλές των ανατολικών γερμανικών συνόρων επαναστάτησαν. Από την στενοχώρια του έπαθε αποπληξία και πέθανε στο παλάτι του στην Ρώμη, στις 7 Δεκεμβρίου του 983. Μερικές μέρες μετά τον θάνατο του άντρα της, τα Χριστούγεννα του 983, η Θεοφανώ θα δει το παιδί της, 3 χρονών, να ανακηρύσσεται αυτοκράτορας και την ίδια να κυβερνά ως Αυτοκράτειρα Κηδεμόνας στη θέση του γιου της. Ο γιος της θα απαχθεί από τον Δούκα της Βαυαρίας, Ερρίκο τον ΙΙ, αλλά τελικά θα υποχρεωθεί να τον επιστρέψει στα χέρια της μητέρας του. Η Θεοφανώ θα κυβερνήσει την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μέχρι τον θάνατό της, το 991, όταν ήταν μόλις 31 χρονών. Μετά τον θάνατο του συζύγου της, η Θεοφανώ έμεινε στην Ρώμη για κάποιο διάστημα. Εκεί μεριμνούσε για την ψυχή του αποθανόντα συζύγου, κάνοντας έργα φιλανθρωπίας στους φτωχούς της πόλης και σαρανταλείτουργα. Στο διάστημα αυτό γνωρίστηκε με τον Αδαλβέρτο, επίσκοπο Πράγας και μετέπειτα μάρτυρα και Άγιο της Εκκλησίας. Η Θεοφανώ στάθηκε γενναιόδωρη απέναντί του, στέλνοντάς του κρυφά ένα σημαντικό χρηματικό ποσό. Ο Αδαλβέρτος με την σειρά του μοίρασε κρυφά τα χρήματα στους φτωχούς. Η Θεοφανώ έκανε μεγάλες δωρεές σε εκκλησίες και εκκλησιαστικά ιδρύματα, όπως στο Μαγδεμβούργο και στην Φρανκφούρτη, στο ναό του St. Salvator. Ο Άγιος Γρηγόριος του Brutscheidήταν ένας Έλληνας κληρικός της Κάτω Ιταλίας. Στον βίο του αναφέρεται, ότι η Θεοφανώ χρηματοδότησε την ανέγερση νέων εκκλησιών. Μόλις τελευταία το θέμα της έρευνας στράφηκε στον τρόπο μεταφοράς βυζαντινών αριστουργημάτων τέχνης και μικροτεχνίας στην Δύση. Επ’ αυτού η συμβολή της ιστορίας της Θεοφανούς είναι μεγάλη, ωστόσο παραμένει ακόμη ανεξερεύνητη σε μεγάλο βαθμό.
Στο θέμα της εκκλησιαστικής αγιογραφίας, εισάγονται την εποχή αυτή νέα θέματα από την Ελλάδα, όπως βυζαντινές εικόνες της Παναγίας σε σκηνές από την Καινή Διαθήκη, βυζαντινές εικόνες της Σταύρωσης και κυρίως η Δέηση, ένα θέμα που δεν συναντάται στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες, πριν από την συγκεκριμένη περίοδο. Μια ανάγλυφη Σταύρωση σε ελεφαντόδοντο του Ι΄ αιώνα φυλάσσεται στo Gemeentemuseum στο Άρνεμ, όπως και το θέμα της Παναγίας Οδηγήτριας, μια ανάγλυφη παράσταση πάλι σε ελεφαντόδοντο, που φυλάσσεται στο Rijksmuseum Het Cathrijneconvent, στην Ουτρέχτη. Εκτός της εισαγωγής νέων θεμάτων αγιογραφίας, στην εποχή αυτή ανάγονται ελληνικές επιδράσεις επί της ήδη υπάρχουσας θεματολογίας. Για παράδειγμα η Κοίμηση της Θεοτόκου, παίρνει νέο σχέδιο, όπως η παράσταση από ελεφαντόδοντο στο Ευαγγέλιο του Όθωνα Γ΄. Επίσης, επηρεάζεται και η ορολογία των θεμάτων, καθώς για πρώτη φορά αναφέρεται η Παναγία ως Κυρία των Αγγέλων.
1 Comment
|