«Ενα από τα διδάγματα που αντλήθηκαν από αυτήν την κρίση είναι ότι πρέπει να αλλάξουμε τους τρόπους μας. Αν δεν κάνουμε τα πράγματα διαφορετικά, τελειώσαμε. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε πολύ περισσότερο έτσι…», προειδοποίησε μέσω ενός διαδικτυακού σεμιναρίου, που διοργανώθηκε από την οργάνωση «Compassion in World Farming, με θέμα την παγκόσμια γεωργία, η Bρετανίδα πρωτευοντολόγος και ακτιβίστρια η Γκούντολ. Υποστήριξε ότι η εντατική καλλιέργεια και η υπερβολική εκμετάλλευση του φυσικού κόσμου είναι μέσα στις αιτίες που πρέπει να αναζητήσουμε την προέλευση της πανδημίας. «Το προκαλέσαμε αυτό στους εαυτούς μας λόγω της απόλυτης έλλειψης σεβασμού στα ζώα και το περιβάλλον» δήλωσε χαρακτηριστικά η Τζέιν Γκούντολ. «Η ασέβεια μας στα άγρια ζώα και η ασέβειά μας στα εκτρεφόμενα ζώα δημιούργησαν αυτήν την κατάσταση, κατά την οποία η ασθένεια μπορεί να διαδοθεί και να μολύνει ανθρώπους» πρόσθεσε.
Η επιστήμονας -που έχει αφιερώσει τη ζωή της στην έρευνα για τη συμπεριφορά των χιμπατζήδων- ζήτησε να σταματήσει η εντατική καλλιέργεια, η οποία, όπως αναφέρει, δημιουργεί ζωικές ασθένειες. Στα 86 της , η Δρ Τζέιν Γκούντολ συνεχίζει να ταξιδεύει, δίνοντας διαλέξεις για την περιβαλλοντική κρίση καθώς αναγνωρίζεται ως μία από τις σημαντικότερες γυναίκες επιστήμονες της εποχής μας, έχοντας προσφέρει πολλά με τη δράση της στη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1934 στο Μπόρνμουθ της Αγγλίας. Από μικρή έδειξε την αγάπη της για τα ζώα: στα τέσσερα της χρειάστηκε να κληθεί η αστυνομία για να την αναζητήσει κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στο αγρόκτημα συγγενών. Και ενώ η αστυνομία, οι συγγενείς και οι φίλοι αναζητούσαν το παιδί που έλειπε για τέσσερις ώρες, η μικρή Τζέιν βγήκε θριαμβευτικά από το κοτέτσι όπου είχε κρυφτεί και περίμενε υπομονετικά να δει πώς γεννιούνται τα αβγά! Η περιέργεια της μικρής για τη γέννηση των αβγών την είχε προηγουμένως κάνει να ακολουθήσει μια κότα την ώρα που έμπαινε στο κοτέτσι, αλλά αυτό δεν άρεσε καθόλου στην κότα που τρομοκρατημένη έκανε μια φωνακλάδικη απόπειρα εξόδου από το κοτέτσι. Ετσι η μικρή Τζέιν είχε πάρει την απόφαση να μπει στο άδειο κοτέτσι και να περιμένει όσο χρειαστεί για να λύσει το μυστήριο, χωρίς να σκεφθεί να ενημερώσει τη μητέρα της. Αργότερα, την γοήτευσαν τα άγρια ζώα: «Διάβασα τον Ταρζάν και τον ερωτεύτηκα, αν και παντρεύτηκε την λάθος Τζέιν», είχε πει αστειευόμενη σε συνέντευξή της στην εφημερίδα Guardian, «Ήθελα να ζω με τα άγρια ζώα και να γράφω βιβλία γι’ αυτά. Αλλά οι άνθρωποι θα έλεγαν: “Πώς μπορείς να το κάνεις; Η Αφρική είναι μακριά, δεν γνωρίζουμε πολλά γι’ αυτή. Η οικογένειά σου δεν έχει χρήματα. Είσαι απλά ένα κορίτσι”». Το 1957, όταν τέλειωσε το σχολείο και κάποιο σεμινάριο για γραμματείς, μια πρώην συμμαθήτρια της, η οποία είχε μετακομίσει με τους γονείς της στην Αφρική, την προσκάλεσε σε επίσκεψη. Για να μπορέσει να πάει, βρήκε ακόμη μια δουλειά ως σερβιτόρα και να αποταμιεύει όλα τα χρήματα που έβγαζε. Μετά από τρία χρόνια, σε ηλικία 23 ετών, μπόρεσε να αφήσει το κρύο και γκρίζο Λονδίνο και να προσγειωθεί στην Κένυα. Κάποια στιγμή όμως έπρεπε να βρει δουλειά. Βρήκε το θάρρος να τηλεφωνήσει στον δρ Λούις Λίκι, έναν διάσημο ανθρωπολόγο-αρχαιολόγο ο οποίος την επέλεξε για να μελετήσει τη συμπεριφορά των χιμπαντζήδων στον βιότοπο Γκόμπε της Τανγκανίκας, τότε βρετανικής αποικίας – της σημερινής Τανζανίας. Μέχρι τότε δεν είχε γίνει καμιά μακροχρόνια μελέτη των χιμπαντζήδων στο φυσικό τους περιβάλλον. Τα ευρήματά της ήταν τόσο σημαντικά που την κράτησν αν και αρχικά είχε λεφτά για έρευνα μόνο έξι μηνών. Η Γκούντολ ήταν η πρώτη που ανακάλυψε ότι οι χιμπατζήδες έφτιαχναν εργαλεία, είχαν προσωπικότητα και μυαλό, έκαναν ακόμη και εμφύλιους πολέμους, όπως ακριβώς και οι άνθρωποι. Το 1961, όταν τη δέχτηκαν στο πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ (όπου έκανε το διδακτορικό της στην Ηθολογία), της είπαν ότι δεν ήταν σωστό να μιλάει για τους χιμπαντζήδες σαν να έχουν προσωπικότητα και νου –ικανό να σκέφτεται– ή σαν να έχουν συναισθήματα. «Ομως από τότε που εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο μου, το “Στη σκιά του ανθρώπου”, ολοένα και περισσότεροι επιστήμονες άρχισαν να σκέφτονται διαφορετικά», λέει η ίδια. «Σήμερα κανείς δεν το αμφισβητεί: οι χιμπαντζήδες είναι οι πιο κοντινοί συγγενείς μας, το 98,6% του DNA μας είναι κοινό. Εχουμε ομοιότητες στις χειρονομίες (αγκαλιάζονται, φιλιούνται), στη συμπεριφορά (μαθαίνουν την πειθαρχία, αναπτύσσουν κοινωνική ζωή, τα θηλυκά γίνονται καλές ή κακές μητέρες) αλλά και στα συναισθήματα (νιώθουν πόνο, φόβο, θλίψη, χαρά). Επίσης, έχουν κι αυτοί, όπως κι εμείς οι άνθρωποι, μια σκοτεινή πλευρά: εχθροπραξίες, αντιζηλίες και αντιπαλότητες. Και συχνά εξαπατούν ο ένας τον άλλο για να πετύχουν αυτό που θέλουν». Στην Τανζανία έμεινε πολλά χρόνια. Το 1964 παντρεύτηκε τον φωτογράφο του National Geographic Χιούγκο βαν Λόικ. Τρία χρόνια μετά γεννήθηκε ο μοναχογιός της. Το 1974 χώρισε και την επόμενη χρονιά παντρεύτηκε τον Ντέρεκ Μπράισον, διευθυντή των Εθνικών Πάρκων της Τανζανίας. Το 1980, ο Ντέρεκ πέθανε από καρκίνο. Δεν ξαναπαντρεύτηκε. «Δύο γάμοι είναι αρκετοί», όπως έχει δηλώσει. Το 1977 ίδρυσε το Ινστιτούτο Τζέιν Γκούντολ, που υποστηρίζει την έρευνα στο Γκόμπε. Σήμερα ηγείται, σε παγκόσμιο επίπεδο, του κινήματος για την προστασία των χιμπαντζήδων και του περιβάλλοντός τους. Το 1991 το Ινστιτούτο ξεκίνησε ένα πρόγραμμα υποστήριξης της νέας γενιάς, με τίτλο Roots & Shoots (Ρίζες και Βλαστάρια). Αφορμή για τη δημιουργία του κινήματος υπήρξε η συνάντηση της Γκούντολ, στο σπίτι της στο Νταρ Εσ Σαλάμ της Τανζανίας, με 16 ντόπιους εφήβους, που συζήτησαν μαζί της μια σειρά από προβλήματα που γνώριζαν από πρώτο χέρι και τα οποία τους προκαλούσαν βαθύ προβληματισμό. Ο οργανισμός περιλαμβάνει πλέον πάνω από 10.000 ομάδες νέων σε πάνω από 100 χώρες.
0 Comments
Leave a Reply. |
Archives
September 2023
Categories |